Ο τίτλος προφανώς παραπέμπει στον ευφυή στίχο του αλησμόνητου Μανώλη Ρασούλη: «Τι να τα κάνω τα λεφτά, όταν δεν έχω φράγκο» και αναφέρεται στις εκλογές των τοπικών ΕΛΜΕ. Το τελευταίο διάστημα, λίγο πριν τις γιορτές, έγιναν εκλογές για την ανάδειξη διοικητικών συμβουλίων σε πολλά πρωτοβάθμια σωματεία των εκπαιδευτικών. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών ήταν η τεράστια αποχή. Συγκεκριμένο αποκαρδιωτικό παράδειγμα η Δ’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης: από τους 1.445 εγγεγραμμένους ψήφισαν μόνο 375 ενώ πέρυσι ψήφισαν 504. Η πτωτική πορεία έχει μια διάρκεια, πριν από τρία χρόνια ψήφιζαν 800-900 καθηγητές, τώρα όμως έχει πάρει δραματικό χαρακτήρα. Μια τέτοια πενιχρή συμμετοχή υποδηλώνει σαφώς την πλήρη υποβάθμιση της εικόνας του σωματείου και αφήνει πίσω όλα τα υπόλοιπα συμπεράσματα για την αύξηση ή μείωση της δύναμης των παρατάξεων που συμμετείχαν στις εκλογές.
Οι λόγοι για τους οποίους οδηγηθήκαμε σ’ αυτή την εικόνα, η οποία είναι κοινή στις περισσότερες ΕΛΜΕ της χώρας, είναι ποικίλοι και σύνθετοι. Ας επιχειρήσουμε να τους δούμε ξεχωριστά:
• Από τότε που καταργήθηκε η συνδικαλιστική άδεια την μέρα των εκλογών, η συμμετοχή έπεσε κατακόρυφα. Πολλοί βαρέθηκαν να σηκωθούν από τον καναπέ και να πάνε να ψηφίσουν εκτός ωραρίου. Άλλη μια ένδειξη παραίτησης και αδιαφορίας για την συλλογική δράση ενός κλάδου με κυρίαρχη την κακή δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, τις ατομικές λύσεις, την μοιρολατρία, την ισοπεδωτική και βολική άποψη ότι «όλοι είναι ίδιοι». Επίσης, το μεγάλο μέγεθος της αποχής ανοίγει τον δρόμο στην κυβέρνηση και της δίνει επιχειρήματα να επιβάλει τις ηλεκτρονικές εκλογές στα σωματεία. Συνεπώς, με τα χεράκια μας βγάζουμε τα ματάκια μας.
• Το συνδικαλιστικό κίνημα πάσχει από βαθιά και πολύπλευρη αλλοτρίωση την οποία οι παρατάξεις αρνούνται να αντιμετωπίσουν γιατί ενδιαφέρονται πρωτίστως για τις έδρες τους και την αναπαραγωγή τους. Κι όσοι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται για την συλλογική δράση δεν νοιώθουν διόλου ελκυστικό ένα τέτοιο συνδικαλιστικό περιβάλλον, απεναντίας, η ζοφερή εικόνα των συνελεύσεων, οι ασύμπτωτες κι αδιέξοδες πρακτικές των παρατάξεων, το πολεμικό κλίμα μεταξύ τους κι η αυτοαναφορική συνδικαλιστική γραφειοκρατία τούς απωθούν και τους ακυρώνουν.
• Η απαράδεκτη εικόνα της ΟΛΜΕ, η οποία πλέον δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την κατάπτυστη ΓΣΣΕ των διαπλεκόμενων επαγγελματιών συνδικαλιστών, απομακρύνει ακόμα και τους πιο καλόπιστους εκπαιδευτικούς. Η παγιωμένη πλειοψηφία των παρατάξεων της Νέας Δημοκρατίας (ΔΑΚΕ), του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (ΣΥΝΕΚ) και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (ΠΕΚ) έχει εδραιώσει ένα γραφειοκρατικό μοντέλο κυβερνητικού συνδικαλισμού που δεν έχει προηγούμενο. Η υπονομευτική στάση της στα θέματα της αξιολόγησης και των ηλεκτρονικών εκλογών για τα υπηρεσιακά συμβούλια αποτελεί βούτυρο στο ψωμί στα σχέδια της κυβέρνησης. Σε πολλές ΕΛΜΕ, βέβαια, έχασαν ψήφους και έδρες, για παράδειγμα οι ΣΥΝΕΚ στο ΔΣ της Δ’ ΕΛΜΕ πλέον δεν εκπροσωπείται. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να τους ανησυχεί, προτίμησαν να εκπροσωπηθούν μέσω των ηλεκτρονικών εκλογών στα υπηρεσιακά συμβούλια παίζοντας κανονικότατα το παιχνίδι της Κεραμέως!
• Οι παρατάξεις που έχουν αναφορά στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά πήγαν πολύ καλά γιατί αναγνωρίστηκε η αγωνιστική τους στάση και η εναλλακτικές λύσεις που έδωσαν, στις ΕΛΜΕ όπου είχαν δυνάμεις, με την απεργία-αποχή από την αξιολόγηση, τους μέντορες και τους συντονιστές και την αποχή από τις ηλεκτρονικές εκλογές. Τι να τις κάνουν, όμως, τις παραπάνω έδρες που πήραν μέσα σ’ αυτό το γενικευμένο κλίμα παραίτησης και αποχής από την συνδικαλιστική δράση; Τι να την κάνουν οι Αγωνιστικές Παρεμβάσεις την απόλυτη πλειοψηφία που πήραν στην Γ’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης, όταν οι ψηφίσαντες ήταν μόνο 319;
Εν κατακλείδι, σε ένα τοπίο συνδικαλιστικού αδιεξόδου, προκρίνεται από πολλούς η λογική της ανάθεσης των λύσεων σε μια νέα προοδευτική κυβέρνηση, η οποία θα φρενάρει την ολομέτωπη επίθεση της Νέας Δημοκρατίας. Βέβαια, σ’ αυτή την περίπτωση ταιριάζει η παροιμία «Φοβού τον Γαβρόγλου και δώρα φέροντα». Από την άλλη, οι αγωνιστικές αριστερές παρατάξεις παλεύουν για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο των πρωτοβάθμιων σωματείων, πράγμα όμως που προϋποθέτει αναζωπύρωση της συμμετοχής και του ενδιαφέροντος, μαζικοποίηση των συνελεύσεων κι επιστροφή στην συλλογική δράση. Αυτές οι προϋποθέσεις σκοντάφτουν στον κυβερνητικό συνδικαλισμό της ΟΛΜΕ και την πυραμιδική δομή των σωματείων που δεν αφήνει πολλά περιθώρια κινήσεων στις τοπικές ΕΛΜΕ.