Μετά την ασυνήθη παραίτηση από τον παπικό θρόνο (2013) και τη δεκαετή διακριτική παρουσία του κοντά στον «ενεργό» πάπα Φραγκίσκο, ο «επίτιμος» γερμανός πάπας Βενέδικτος (J. Ratzinger) αφήνει με τον θάνατο του μια πολύπλευρη κληρονομιά εφαρμοστικής θεολογίας, η διεκδίκηση της οποίας συναντά ενθουσιώδεις κληρονόμους και αποφασιστικούς αποποιητές της.

Στον παπικό θρόνο επιλέγεται το 2005 σε ένα σύντομο Κονκλάβιο, διαδεχόμενος τον πολωνό πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ, με τον οποίο μοιράζεται κοινές προσεγγίσεις στα ποιμενικά θέματα και κυρίως την αντίληψη του ευρωκεντρικού χαρακτήρα και αποστολής του χριστιανισμού.

Ξεκίνησε ως προοδευτικός θεολόγος στη μεταρρυθμιστική γερμανική καθολική εκκλησία και σταδιακά εξελίχθηκε σε στιβαρό υποστηρικτή του συντηρητισμού, φτάνοντας σε κάποια θέματα να εκφράζει αντιδραστικές και φονταμεταλιστικές θέσεις.

Σαν καρδινάλιος υπό το αξίωμα του υπεύθυνου συγκλήτου της Πίστης (Congregazione della Fede) δημοσιεύει το δογματικό κείμενο Dominus Iesus 2000, υποστηρίζοντας ότι «δεν υφίσταται η σωτηρία εκτός της Εκκλησίας», την οποία θεωρεί ως απαράκλητο «διόδιο» για τη σωτηρία.

Στην 8ετη θητεία του Βενέδικτου κεντρικός στόχος είναι η επανα-ευαγγελιοποίηση της Ευρώπης, για την οποία εκτιμά ότι, πέρα από τη γεωγραφική της διάσταση, πρέπει να διεκδικήσει πολιτισμική και πνευματική ηγεμονία, με τον χριστιανισμό ως κύριο μοχλό. Υποστηρίζει παράλληλα την επικυριαρχία της Δυτικής Εκκλησίας σε ένα πλαίσιο θρησκευτικού κυριαρχισμού (Christian sovranism).

Ο Βενέδικτος υποβαθμίζει την αξία της διαφορετικότητας και τον ιστορικό πλούτο των

 λαών που συνθέτουν τη σύγχρονη Ευρώπη, ενώ ερμηνεύει την ιστορική εξέλιξη με όρους, πρωτίστως, φιλοσοφικούς, εκτιμώντας τον ρόλο της θεόσταλτης θείας πρόνοιας, σαν πολιτισμικό παράγωγο από τη συνάντηση της πίστης και της λογικής.

Στην αποτυχημένη προσπάθεια να ενταχτεί και περιληφθεί η «χριστιανή ρίζα» στο ευρωπαϊκό σύνταγμα, ο Βενέδικτος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, εκτιμώντας ότι αυτή η αντιπαράθεση ήταν μια ακόμη σύγκρουση μεταξύ της χριστιανικής κουλτούρας και του Διαφωτισμού, συναντώντας την ένθερμη υποστήριξη των οργανώσεων (think tanks) της θρησκευτικής και πολιτικής Δεξιάς.

Στο συνέδριο του ισπανικού PPE, το 2006,ο Βενέδικτος προσδιορίζει και επισημαίνει τις αδιαπραγμάτευτες αξίες που συνθέτουν τη «χριστιανική βιοπολιτική»: η προστασία της ζωής σε όλες τις φάσεις και συνθήκες (αντισύλληψη, εκτρώσεις, υποβοηθουμένη κύηση, ευθανασία), η αποκλειστική προώθηση της φυσικής οικογένειας(;), (αντίθεση στους ομόφυλες ενώσεις και γάμους) και η στήριξη του δικαιώματος των γονέων για τη θρησκευτική επιμόρφωση των τέκνων.

Το αναγνωρισμένο θεολογικό υπόβαθρο του Ratzinger τον εξοπλίζει και του επιτρέπει θεσμικές παρεμβάσεις μέσω εγκυκλίων (π.χ. Caritas in veritate του 2009), στη συνεχή προσπάθεια που καταβάλει η δυτική (κυρίως) εκκλησία να προσαρμόζεται και να επηρεάζει/ποδηγετεί τις οικονομικο/κοινωνικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την επικυριαρχία του καπιταλισμού και των νεο-φιλελεύθερων παραλλαγών του.

Στην προαναφερθείσα εγκύκλιο είναι αξιοσημείωτη η θέση του Ratzinger στο θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, για την οποία εκτιμά ότι η διεκδίκηση της δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στη διαδικασία διανομής του παραγομένου πλούτου, αλλά να επεκτείνεται και στην ακολουθούμενη διαδικασία παραγωγής του, παραλείποντας όμως, την όποια αναφορά στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους.

Προβληματική εμφανίζεται η υιοθέτηση του δίδυμου αδελφοσύνης-αλληλεγγύης ως του μόνου ρυθμιστικού παράγοντα ενός δίκαιου παραγωγικού μοντέλου (ο Ratzinger, πιστός αντι-διαφωτιστής, εκτιμά ότι ενώ η αλληλεγγύη εξισορροπεί τις κοινωνικές ανισότητες, μόνο η αδελφοσύνη επιτρέπει στους ισότιμους να εκφράζουν αυτόνομα το πλάνο της ζωής τους…).

Η γοητεία του πρώιμου (φεουδαλικού) χριστιανισμού συναντάται στην εκτίμηση του Ratzinger για τον χαρακτηρισμό της εργασίας σαν ανθρώπινης ανάγκης και όχι σαν δικαιώματος, την εξιδανικεύει δε στο επίπεδο του προσωπικού έργου, ερχόμενος σε συνειδητή(;) ασυμβατότητα με την τεϊλοριστική αντίληψη (άκρα εξειδίκευση και χωρισμός πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Στο πλαίσιο αυτό ο «επιχειρηματίας» δεν είναι απαραίτητα καπιταλιστής. Οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν άλλη αποστολή (κοινόχρηστη αξία) και μορφή (συνεταιρισμοί, ΚοινΣΕπ, no profit κλπ), το δε κέρδος «υποβαθμίζεται» σε απλή μονάδα μέτρησης της αποτελεσματικότητας.

Σε αυτή την παραγωγική διαδικασία η θέση της γυναίκας θεωρείται συμπληρωματική. Η πρωτεύουσα αποστολή της παραμένει η διαχείριση της οικογενειακής οικονομίας (νοικοκυριό) και η εκπαίδευση και η μόρφωση των τέκνων. Η χειραφέτηση της δεν αποτελεί ζήτημα που τον απασχολεί.

Ο Βενέδικτος αναπτύσσει καταδικαστικές σχέσεις με τα απελευθερωτικά κινήματα (Λατινική Αμερική), που αναφέρονται στον χριστιανισμό και εξοπλίζονται με τη μαρξιστική ανάλυση στον αγώνα για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.

Τον Σεπτέμβρη του 1984, ο εκπρόσωπος του κυριότερου κινήματος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης (Theology of Liberation), Leonardo Boff, αποδέχεται την πρόκληση/πρόσκληση για «συζήτηση» του Βενέδικτου (τότε καρδινάλιου υπεύθυνου της συγκλήτου προστασίας του Δόγματος και της Πίστης – Congregazione per la Dottrina della Fede), σε μια «αδελφική» συνάντηση, που σε όλους έμοιαζε μια σύγχρονη διαδικασίας ιεράς εξέτασης. Το θέμα αφορούσε την έκδοση του βιβλίου του Boff για την εκκλησία: «Carisma e Potere» (Χάρισμα και η Ισχύς), που η Σύγκλητος είχε εκτιμήσει ότι εμπεριείχε θέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο το δόγμα της υγειούς πίστης.

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε χωρίς ανακοινώσεις, αλλά έναν χρόνο μετά ο Boff τιμωρείται με «εξαναγκασμό σε σιγή» και αργότερα οδηγείται στην αποποίηση της ιεροσύνης, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να παραιτηθεί των θεολογικών πρακτικών της απελευθέρωσης (πχ κατήχηση).

Η θητεία του Ratzinger σημαδεύτηκε, επίσης, και από σειρά οικονομικών σκανδάλων στο Βατικανό και περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης σε γερμανικές ενορίες. Η ασθενής διαχειριστική του ικανότητα επέτεινε τα αδιέξοδα, οδηγώντας τον σε παραίτηση.

Οι ανά τον κόσμο πνευματικοί κληρονόμοι του (πχ η ακραία συντηρητική αμερικανική ιεραρχία), λαϊκοί και ιερωμένοι, επιχειρούν ήδη να αναζωογονήσουν και διευρύνουν τη θεολογική κληρονομιά του Βενέδικτου, που διακρίθηκε από την προσπάθεια αντίστασης στον μοντερνισμό και τη δυσκολία αναγνώρισης του κόσμου ως διασυνδεδεμένου συστήματος σχέσεων, εμπειριών και πρακτικών.

 

Ιωσήφ Σινιγάλιας Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet