Η προοπτική της εκεχειρίας στον πόλεμο στην Ουκρανία, που είχε φωτίσει έντονα τον διπλωματικό ορίζοντα πριν τις εορτές, φαίνεται τώρα να απομακρύνεται. Την περασμένη εβδομάδα, μια μέρα μετά την ανακοίνωση της Γαλλίας ότι θα αποστείλει στο Κίεβο 30 ελαφρά άρματα αναγνώρισης, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα στείλει 40 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης Marder 1A3. Με διαφορά ωρών, οι ΗΠΑ είχαν ανακοινώσει την αποστολή 50 τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης Bradley. Την Τρίτη, ο καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τρυντό, μετά συνάντηση με τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα δώσει στην Ουκρανία το σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας NASAMS που θα αγοράσει από τις ΗΠΑ.
Όχι τυχαία, όλα αυτά. Έπρεπε να καμφθούν οι αντιρρήσεις του Βερολίνου, που έθετε ως προϋπόθεση η αποστολή βαρέων οπλικών συστημάτων στο Κίεβο να μην είναι μονομερής αλλά σε συνεννόηση με τους συμμάχους. Το αντίθετο θα σήμαινε άμεση εμπλοκή της Γερμανίας στον πόλεμο στην Ουκρανία, που θα έδινε στη Ρωσία λόγους να την θεωρήσει μέρος της σύρραξης, πράγμα που οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του καγκελάριου Σολτς απεύχονται, σε αντίθεση με τα συγκυβερνώντα κόμματα των Πράσινων και των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP).
«Οι προμήθειες αυτές δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι», ήταν η πρώτη αντίδραση της Μόσχας δια στόματος του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ. «Απλώς θα παρατείνουν τα δεινά του ουκρανικού λαού. Δεν θα μας εμποδίσουν να επιτύχουμε τους στόχους μας», είπε, προσθέτοντας κάτι που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο: «Ο Πούτιν και ο Μακρόν παραμένουν σε επαφή, υπάρχουν παύσεις στο διάλογο [μεταξύ Δύσης και Ρωσίας] αλλά στα προηγούμενα στάδια η επαφή αυτή ήταν αρκετά χρήσιμη και εποικοδομητική, παρά τις διαφορές». Που σημαίνει ότι μπορεί μεν η προοπτική μιας συμφωνίας για εκεχειρία να φαντάζει τώρα απομακρυσμένη, όμως δεν έχει εκλείψει. Κάθε άλλο. Απλώς το ζητούμενο, εκατέρωθεν, είναι ποιος από τους δύο, ΝΑΤΟ και Ρωσία, θα προσέλθει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης πιο αποδυναμωμένος. Όσο για το ποιος είναι ο μεγάλος ζημιωμένος, καμιά αμφιβολία: ο ουκρανικός λαός.
Αλλά, όπως σε κάθε πόλεμο, θερμό ή ψυχρό (ένα μίγμα των δύο είναι αυτός που βιώνουμε...), υπάρχουν και οι παράπλευρες απώλειες. Τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι μία από αυτές.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Bild, η δέσμευση της Γερμανίας να παραδώσει στην Ουκρανία 40 Marder θα αναβάλει επ’ αόριστο την παράδοση των Marder που το Βερολίνο έχει δεσμευτεί να παραδώσει άμεσα στην Αθήνα σε αντικατάσταση των ρωσικής κατασκευής τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης BMP-1 που έδωσε στο Κίεβο η Ελλάδα.
Η αντίδραση του υπουργείου Άμυνας στο δημοσίευμα της Bild ήταν μια λακωνική ανακοίνωση το βράδυ της Δευτέρας, που μάλλον επιβεβαιώνει παρά αντικρούει την πληροφορία. Ο υπουργός είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τη Γερμανίδα ομόλογό του, αναφορικά με την «πορεία υλοποίησης της Συμφωνίας για την παραχώρηση από τη χώρα μας, Τεθωρακισμένων Οχημάτων Μάχης τύπου BMP-1 στην Ουκρανία, με αντικατάστασή τους με Τεθωρακισμένα Οχήματα Μάχης γερμανικής κατασκευής τύπου Marder».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέσυρε, θυμίζουμε, τα ρωσικά ΒΜΡ-1 από την άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου ως «επί της ουσίας παρωχημένα», όπως γράφτηκε. Αποδείχθηκαν «ετοιμοπόλεμα μέσα σε λίγες εβδομάδες» για τον παραλήπτη.
Πόσα ήταν τα άρματα αυτά; Οι Γερμανοί είπαν ότι η Ελλάδα έδωσε στους Ουκρανούς 40 BMP-1. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σιώπησε, επικαλούμενη το «απόρρητο. Το συνηθίζει.
Πόσα από τα ισάριθμα Marder που προβλέπει η συμφωνία έχουν δοθεί από τη Γερμανία στην Ελλάδα; Μέχρι στιγμής, δεκατέσσερα.
Αλλά το σημαντικότερο δεν είναι αυτό. Είναι ότι από αυτά ούτε ένα δεν πήγε ποτέ όχι σε νησί του ανατολικού Αιγαίου, ώστε να καλυφθεί το κενό των BMP-1, αλλά ούτε καν σε κάποια μονάδα του Δ΄ Σώματος Στρατού στον Έβρο, όπως είχε επίσημα ανακοινωθεί τον Οκτώβριο. Μένουν στην Ξάνθη. Και μαζί τους μένει εκκρεμές ένα κρίσιμο ερώτημα: Έχουμε μπει σε τροχιά αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη;
Η Τουρκία έχει στόχο την αναθεώρηση στην πράξη της Συνθήκης της Λωζάνης, το έλεγχο του μισού Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών είναι κομμάτι ενός πλέγματος από προκλήσεις και σημεία έντασης, από γκρίζες ζώνες και αμφισβήτηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων μέχρι εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και της μουσουλμανικής/τουρκικής μειονότητας. Είναι κομμάτι ενός αφηγήματος που εμφανίζει την Τουρκία αμυνόμενη απέναντι στην επιθετικότητα της Ελλάδας.
Κινήσεις όπως η αντικατάσταση βαρέων οχημάτων άμυνας, όπως τα BMP-1 και τα Marder 1A3, από ελαφρά αμερικανικά άρματα μεταφοράς προσωπικού και οχήματα αναγνώρισης Μ-113 και Μ-117, είναι επιπολαιότητες, διπλωματικές ελαφρότητες που μάλλον ως αδυναμία, ως ετεροκαθορισμό της Ελλάδας ερμηνεύονται από την Άγκυρα παρά ως κινήσεις αυτοπεποίθησης και καλής θέλησης.
Δεν απορρίπτει τη διαπραγμάτευση η Τουρκία. Θέλει να ορίσει εκείνη την ατζέντα. Και θέλει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης η άλλη πλευρά να προσέλθει αποδυναμωμένη.
Συναφώς, το πιο ανησυχητικό δεν είναι αν και με πόση καθυστέρηση θα παραδοθούν τα υπόλοιπα Marder. Είναι ότι και από αυτά κανένα δεν πρόκειται να ενταχθεί στην αντιαεροπορική άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι ΗΠΑ πιέζουν την Ελλάδα πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία να απαλλαγεί από τα ρωσικά αμυντικά συστήματα που διαθέτει. Η απομάκρυνση των BMP-1 ήταν το πρώτο βήμα, ακολουθεί, με την πρώτη ευκαιρία, η απομάκρυνση των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων OSA, TOR-M1 και S-300.
Αυτό που ίσως δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό σε όλο το μέγεθος και τη σημασία του είναι ότι οι Αμερικανοί δεν θα δώσουν ποτέ στην Ελλάδα ένα δικό τους ανάλογο των ρωσικών BMP-1 για να ενταχθεί στη άμυνα των νησιών. Η Άγκυρα δεν είναι προβλέψιμος και δεδομένος εταίρος.