Ήταν σίγουρα το τελευταίο που θα περίμενε να της συμβεί: ο αστυνομικός που επισκέφτηκε την πρώην δήμαρχο της Γαύδου, Γκέλη Καλλίνικου, για να την «προειδοποιήσει» να μείνει μακριά από τον «άριστο» πρωθυπουργό, ανήμερα των Θεοφανίων, δεν είναι απλώς ο πολιτικός εγγονός του χωροφύλακα της δεκαετίας του 1950, που τρομοκρατούσε τον δημοκρατικό πολίτη στην τότε ελληνική επαρχία. Είναι ο εκσυγχρονισμένος μικρός γιος του Μεγάλου Αδελφού, που δεν έχει κανένα ενδοιασμό να παρακολουθεί με το Predator τους υπουργούς του, τους πολιτικούς του αντιπάλους, τον αρχηγό του στρατεύματος.
Είναι η …βελτιωμένη έκδοση του «περάστε από το τμήμα δι’ υπόθεσίν σας», που περιλαμβάνει πια και την προληπτική επιτήρηση, προκειμένου να μη διαμαρτυρηθείς –όπως περιλαμβάνει την εκτεταμένη χρήση χημικών και το ξύλο, αν τελικά διαδηλώσεις, όπως περιλαμβάνει και τη δολοφονία, αν είσαι Ρομά. Ο εν λόγω αστυνομικός, ακολουθώντας προφανώς τις σχετικές εντολές, είναι ο γνήσιος εκφραστής της νέας κανονικότητας που η alt-right θέλει να επιβάλει. Είναι η νησιωτική εκδοχή της εισβολής των οπαδών του Μπολσονάρο στη Βραζιλία, ή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Είναι η εγχώρια αποτύπωση μιας αντίληψης, όχι περιφρόνησης, αλλά μίσους προς τα αυτονόητα της δημοκρατικής πολιτείας.
Κυνισμού το ανάγνωσμα
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι για τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι κύριοι Γεωργιάδης, Βορίδης, Πλεύρης δεν είναι απλώς αναγκαίοι σύμμαχοι στη βιτρίνα ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας, που προσπαθεί να προσελκύσει ψήφους από διάφορα ακροατήρια, άρα και από την Ακροδεξιά. Αντιθέτως, είναι οι γνήσιοι εκφραστές των μύχιων αισθημάτων του αλαζόνα πρωθυπουργού, είναι αυτοί που αποτυπώνουν καλύτερα από τον καθένα τις πραγματικές του επιθυμίες.
Ο «Κυριάκος», όπως τον ονομάζουν οι επικοινωνιολόγοι του, δεν διαφέρει από τη Μελόνι, τη Λεπέν, τον Όρμπαν. Χρησιμοποιεί τον αστυνομικό ως όργανο καταστολής, το δημόσιο χρήμα ως εργαλείο διαφθοράς συνειδήσεων, διαπλέκεται με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αξιοποιώντας τον ως φορέα τρομοκράτησης. Σε μια διαρκή κούρσα εξουσίας, δεν διαθέτει δισταγμούς και φρένα, δεν ψαρεύει απλώς σε θολά νερά: του είναι αδύνατο να επιβιώσει έξω από τη μόλυνση των νερών. Μια μόλυνση που ασταμάτητα γεννούν και διαρκώς διευρύνουν οι πολιτικές του επιλογές.
Κι αν υπήρχε έστω η παραμικρή αμφιβολία για τον κυνισμό ο οποίος διέπει την «κανονικότητά» των κυβερνώντων, αρκεί η δήλωση του Α. Δρυμιώτη –συμβούλου του Σ. Πιερρακάκη– για να τη διαλύσει: «Ο επαγγελματίας κλέφτης θα έρθει να κλέψει, δεν θα σε σκοτώσει. Ο ερασιτέχνης θα έρθει να κλέψει και να σε σκοτώσει», είπε. Με άλλα λόγια, δεν θεωρούν σκόπιμο να αρνηθούν ότι κλέβουν, αντιθέτως, καμαρώνουν ότι είναι επαγγελματίες κλέφτες, άριστοι της κλεψιάς, δεξιοτέχνες στο πλιάτσικο. Και μάλιστα το διαφημίζουν. Γιατί τι μας λένε, ούτε λίγο ούτε πολύ; «Προτιμήστε εμάς που ξέρουμε τη δουλειά, μην εμπιστεύεστε ερασιτέχνες. Εμείς θα κλέψουμε μεν, αλλά θα το κάνουμε με επαγγελματισμό. Δεν θα σας σκοτώσουμε. Αφήστε που στο τέλος κάτι μπορεί να μείνει και για εσάς».
Δυστυχώς, αυτή η ωμή ομολογία κυνισμού απευθύνεται σε ένα ακροατήριο μεγάλο μέρος του οποίου –μετά από δεκαετίες συστηματικής και μεθοδικής προπαγάνδας– έχει αφομοιώσει την αντίληψη ότι ο πολίτης πρέπει απλώς να παλεύει για την επιβίωση μπαίνοντας σε μια διαδικασία συνδιαλλαγής με επιδέξιους παρατρεχάμενους που θα του εξασφαλίσουν ένα μικρό κομμάτι της πίτας. Διαφορετικά, μπορεί κάλλιστα (ή οφείλει κιόλας) να είναι ικανοποιημένο και να λέει κι ευχαριστώ με τα διάφορα κουπόνια pass…
Ουδεμία έκπληξις
Αυτή, όμως, είναι η βάση της στρατηγικής και της ιδεολογίας της Δεξιάς: να καλλιεργηθεί η απάθεια και η παραίτηση σε έναν κόσμο που –αποκαμωμένος από τις αλλεπάλληλες κρίσεις χρόνων– δεν έχει ούτε τα εργαλεία, ούτε τη διάθεση να παλέψει και να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή. Κάτι που σε συνδυασμό με τον άκρατο κυνισμό των κυβερνώντων, την ευνοιοκρατία, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, αποδυναμώνει (;) την όποια διάθεση αντίστασης.
Οι επαγγελματίες του είδους –της κλεψιάς, της ρεμούλας, του πλιάτσικου– ξέρουν, δυστυχώς, ότι υπάρχει υπόβαθρο που τους ευνοεί. Συνεπικουρούμενοι από τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ, και επιδεικνύοντας μια ακραία περιφρονητική νοοτροπία προς τα λαϊκά στρώματα, ευελπιστούν να διευρύνουν το ακροατήριο εκείνο στο οποίο έχει εντυπωθεί πλέον σαν περίπου «κανονική» αυτή η κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης και πολιτικής παρακμής. Ευελπιστούν να γίνουν ακόμα περισσότεροι αυτοί που ενώ ξέρουν ποιους έχουν απέναντι, σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους με ύφος «τι να κάνουμε, γίνονται αυτά», προσδοκώντας ενδεχομένως, είτε ομολογώντας το είτε όχι, πως ίσως κάποτε μπορέσουν κάτι να τσιμπολογήσουν και οι ίδιοι.
Κι εδώ βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος.
Η σημερινή ΝΔ, όπως εκπορεύεται από το σύστημα Μαξίμου, δεν είναι απλώς πολιτικός αντίπαλος της Αριστεράς, είναι πολιτικός εχθρός όλων όσοι επιμένουν να ζητούν έστω ψήγματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Και δεν είναι –δεν ήταν ποτέ– εύκολος αντίπαλος, ακόμα κι αν επιβαρύνεται καθημερινά από τα σκάνδαλα που συνεχώς αποκαλύπτονται. Θα μεταχειριστεί όλα τα μέσα, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία και το να οδηγηθεί στο περιθώριο είναι ένας στόχος που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και την κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.
Το στοίχημα, λοιπόν, για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ –αλλά και τις ευρύτερες αριστερές, δημοκρατικές δυνάμεις– είναι ζωτικής σημασίας. Επιβάλλεται να πρωτοστατήσουν σε μια τέτοια αντιπαράθεση, να εκφράσουν τα απαιτούμενα των καιρών, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και των ευθυνών τους. Και είναι ένα στοίχημα που δεν επιτρέπεται να χαθεί. Γιατί αν χαθεί, ο αστυφύλαξ της Γαύδου θα βρεθεί στην πόρτα όλων μας. Και θα είναι αδύνατον πια να τον εμποδίσουμε να λεηλατήσει όσα, ακόμα, μας επιτρέπονται.