Κάθε ημέρα που περνάει η χώρα διολισθαίνει σε ατραπούς που φαινόταν ιστορικά ξεπερασμένοι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κρυμμένες κάτω από το χαλί μιας δανεικής ευμάρειας, ως τη χρεοκοπία. Η σπουδή του Κ. Καραμανλή να θέσει την ελληνική δεξιά στις ράγες του Γκωλισμού το 1974 και να την καταστήσει πυρήνα και θεμέλιο της μεταπολίτευσης, βάλλεται μέσα στο γενικό πνεύμα ιστορικού αναθεωρητισμού, την άνοδο της αντιδραστικής δεξιάς σε όλη την Ευρώπη και την αντιμεταπολίτευση στη χώρα μας, το πρόγραμμα της χρεοκοπημένης Ελλάδας που είναι ακόμα κυρίαρχο, παρά την έξοδο από τα μνημόνια.
Η αριστερά εξακολουθεί να ισορροπεί πάνω στον άξονα συντήρησης και προόδου υπερασπιζόμενη όσα οι αστικές δυνάμεις για άλλη μια φορά δείχνουν να προδίδουν: Τη δημοκρατική νομιμοποίηση ως ηθική, το κοινωνικό συμβόλαιο και τη λειτουργία των θεσμών. Μελαγχολική παρακολουθεί με εντυπωσιακή υπομονή την άρθρωση ενός επιθετικού, ενίοτε ανοιχτά αυταρχικού και ανερυθρίαστα αντιδραστικού πισωγυρίσματος σε «σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας».
Το δημοψήφισμα του 1974 υπήρξε μια τομή στην ιστορία της χώρας υπέρ της αυτοδιάθεσης, της διαφάνειας στη διοίκηση, της δίκαιης νομής της εξουσίας. Κάθε φορά που βάλλει το ρεύμα της αντιμεταπολίτευσης κατά του πελατειακού κράτους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό διαδέχτηκε το μετεμφυλιακό κράτος των εθνικοφρόνων και των βασιλοφρόνων, στο οποίο δεν είχε πρόσβαση κανένας πολίτης, παρεκτός και αν ανήκε στην ανώτερη τάξη ή είχε δηλώσει πίστη σε κάποιον από τους ελέω θεσμούς της εξουσίας.
Η «ιδιωτική» κηδεία του έκπτωτου Βασιλιά, αποδείχθηκε ένα πολιτικό γεγονός σε αυτή την πορεία προς τα πίσω. Το κατέστησε σαφές άλλωστε ο Παύλος όταν είπε πως «τίποτα δεν έχει τελειώσει».
Ίσως, εντυπωσιακότερη στιγμή της κηδείας του τέως ήταν εκείνη κατά την οποία η ρεπόρτερ του Σκάι, του σταθμού όπου μετέδωσε όλο το γεγονός σαν να επρόκειτο για εθνικής σημασίας είδηση, μας ενημέρωσε ότι η οικογένεια ακολούθησε «το πρωτόκολλο». Η έννοια του πρωτοκόλλου είναι παρεξηγημένη στη χώρα μας γιατί συνδέεται ιστορικά με γραφειοκρατία και αποκλεισμό, με το αίτημα για απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων και της δημιουργικότητας από τα δεσμά της. Στον κυρίαρχο λόγο της τηλεόρασης εκφέρεται αποκλειστικά μέσα σε αμιγώς εθνικιστικά συμφραζόμενα.
Το πρωτόκολλο δεσμεύει τυπικά και θεσμικά όσους ασκούν εξουσίες και οφείλουν να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους όχι με βάση τα αισθήματά τους, όπως αναφέρουν συχνά τα lifestyle Μέσα (και στην περίπτωση της οικογένειας του έκπτωτου βασιλιά, όπως ήταν αναμενόμενο), αλλά με βάση την εθιμοτυπία. Η εθιμοτυπία παράγεται από τους κανόνες, στην προκειμένη περίπτωση το δημοκρατικό πλαίσιο.
Στη χώρα υπάρχει ένας γενικής φύσεως αντικρατισμός ο οποίος τρέφεται συστηματικά από τον κυρίαρχο λόγο και ο οποίος συχνά καταλήγει να αποτελεί μια αντί πολιτική στάση και όχι μια καταγγελία υπέρ της διεύρυνσης των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Έτσι κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν υπήρξε ένα αυστηρό πλαίσιο διεξαγωγής αυτού του τόσο σημαντικού γεγονότος, αλλά αφέθηκε να γλιστρά μέρα με τη μέρα προς την κατάλυση αυτής της εξουσίας. Η δημοκρατία είχε υποχρέωση να θέσει τους κανόνες σε συμβολικό και πραγματικό επίπεδο, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί ένα εξ ορισμού διχαστικό γεγονός. Δεν έπρεπε να αφήσει τον χώρο ελεύθερο σε ανταγωνιστικούς θεσμούς που έχουν μια εσωτερική λογική ακόμα και αν αυτή είναι ιστορικά παρωχημένη ή νομίζουμε πως είναι ανενεργή.
Έπρεπε ο έκπτωτος βασιλιάς, ο οποίος αρνήθηκε την ελληνική ιθαγένεια, όπως εξηγεί σε ένα κατατοπιστικό άρθρο ο Δημήτρης Χριστόπουλος, να κηδευτεί σε ιδιωτικό τάφο, αφ’ ης στιγμής το Τατόι αποτελεί περιουσία του ελληνικού λαού; Θα μπορούσε να ταφεί στο πρώτο νεκροταφείο, εκεί όπου βρίσκονται όλα τα σημαίνοντα πρόσωπα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ασχέτως ιθαγένειας και του ρόλου που επιτέλεσαν. Έπρεπε να επιτραπεί να στολιστεί το φέρετρο με τη σημαία και μάλιστα στο χρωματικό κώδικα της Χούντας; Όταν ο Αρχιεπίσκοπος και οι Συνοδικοί αλλάξανε το κείμενο της δέησης, προσευχόμενοι για τον «βασιλέα ημών», γιατί δεν αισθάνθηκαν ότι είναι κολάσιμο και διχαστικό αυτό που κάνουν;
Το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να διαχωριστεί η εκκλησία από το κράτος είναι εκβιαστικό: αν αυτό συμβεί, λένε, τότε η εκκλησία θα αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά και θα λειτουργήσει περισσότερο σαν ένας κοσμικός θεσμός, όπως κάνουν οι προτεσταντικές εκκλησίες των οποίων επιρροές φέρει και η ελλαδική εκκλησία από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Κατά την ταφή του έκπτωτου βασιλιά παρακολουθήσαμε την πολιτικοποίηση ενός θεσμού που έχει ιστορικά ξεπεραστεί με τη στήριξη ενός άλλου θεσμού ο οποίος υπηρετεί με αυτό τον τρόπο τα δικά του συμφέροντα. Το ερώτημα του χωρισμού κράτους-εκκλησίας αποτελεί μια ιστορική εκκρεμότητα της οποίας η επίλυση απλώς καθυστερεί. Είναι κάπως βολικό να λέμε ότι το πρόβλημα των αντιδραστικών πολιτικών αφορά τη δεξιά και τη δημοκρατική της τοποθέτηση και όχι τους υπολοίπους. Στην πραγματικότητα αναδεικνύει το έλλειμμα ηγεσίας και την αντίληψη του πρωθυπουργού ότι τίποτα άλλο δεν έχει σημασία παρά μόνο το αποτελεσματικό business, όπως το ορίζει ο ίδιος.
Κάτω από αυτή τη δήθεν αντιπολιτική στάση υπάρχει μια αλληλουχία σοβαρών μετατοπίσεων της δημοκρατικής λειτουργίας: Υποχώρηση του κράτους δικαίου, υποχώρηση της λειτουργίας των θεσμών, ένταση της καταστολής και τη στρατιωτικοποίησης του δημόσιου λόγου, έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη ακόμα και εις βάρος της κοινωνικής συνοχής και του περιβάλλοντος, εκτεταμένη διαφθορά περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, παραίτηση από τον ρυθμιστικό ρόλο της κυβέρνησης και άνοιγμα του χώρου σε αντιδημοκρατικές δυνάμεις που μπορούν να αρθρώσουν πολιτική ισχύ.
Η Νέα Δημοκρατία γνωρίζει ότι δίνει τη μάχη στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο επιχειρώντας να αλλάξει ιστορικά τους συσχετισμούς και όχι απλώς πολιτικά. Σήμερα που το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δείχνει να υποχωρεί, δεν διστάζει να επενδύσει στον αυταρχισμό και εκδοχές της ακροδεξιάς. Να αφήσουμε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, κατά τη διάσημη ρήση του Μαρξ από τη 18η Μπρυμαίρ; Αυτό αφορά την αριστερά, τη διάθεση της για ρήξεις και τη σχέση της με την κοινωνία, όμως σήμερα, μετά την κηδεία του Κωνσταντίνου, πρέπει να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα σχετικά με την αντιδραστική δεξιά και τον ρόλο της εκκλησίας – τη σχέση της με την πολιτική και τον λαό.
Είναι σαφές ότι στην εκκλησία υπάρχουν και οι δύο τάσεις: Αντίδραση αλλά και αλληλεγγύη. Είναι άραγε σωστό θεολογικά και εκκλησιαστικά αυτό που συμβαίνει; Ας το απαντήσουν αυτό οι θεολόγοι. Σίγουρα δεν είναι πολιτικά και θα πρέπει η εκκλησία να έρθει αντιμέτωπη με τις πολιτικές της αντιφάσεις. Η υπεράσπιση της δημοκρατικής ηθικής και νομιμότητας πρέπει να απευθυνθεί επιτακτικά απέναντι σε όσους θα ήθελαν να στήσουν ένα νέο πολιτικό παιχνίδι παραβιάζοντας τη, καθώς είναι ηθικά, συμβολικά και πολιτικά παράνομοι.