Η ανακοίνωση του κ. Μητσοτάκη για την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο έχει προφανή προεκλογική στόχευση. Είναι καθυστερημένη και ανεπαρκής, καθώς έχει ήδη εξανεμισθεί από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό και δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να καλύψει την τεράστια απώλεια της αγοραστικής δύναμης που έχουν υποστεί και συνεχίζουν καθημερινά να υφίστανται οι εργαζόμενοι. Ο κατώτατος μισθός έχει χάσει το 19% της αγοραστικής του δύναμης, ο μέσος μισθός το 9% και ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%, ενώ μόνο το κόστος της ενέργειας αναλογεί με δύο μισθούς ετησίως για τους εργαζομένους.
Αποτελεί πρόκληση η πρόσφατη δήλωση του κ. Μητσοτάκη ότι στόχος της ΝΔ για την επόμενη τετραετία είναι οι καλύτεροι μισθοί! Τα τρία τελευταία χρόνια, εξαιτίας των αντεργατικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης της ΝΔ και του νόμου Χατζηδάκη, έχουν υπονομευθεί οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι εργαζόμενοι υφίστανται επιπλέον μείωση αποδοχών με την κατάλυση του οκταώρου και την επιβολή απλήρωτων ωρών εργασίας. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η απαξίωση του ΣΕΠΕ και των ελεγκτικών μηχανισμών και η υπονόμευση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων έχουν οδηγήσει σε εργασιακή ζούγκλα και εργοδοτική ασυδοσία. Ιδίως οι νέοι και οι νέες έχουν καταδικαστεί σε ελαστική και φθηνή εργασία, χωρίς προοπτική και δικαιώματα.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η κρίση της ακρίβειας και η ενεργειακή κρίση είναι διεθνής, προκειμένου να αποποιηθεί τις ευθύνες των επιλογών της. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι οι πολιτικές της ανατροφοδοτούν την κρίση και πλήττουν κατεξοχήν τον κόσμο της εργασίας. Ο ασφυκτικός συνδυασμός των χαμηλών μισθών, της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και του πληθωρισμού, της ακρίβειας και του κόστους της ενέργειας οδήγησε στη δραματική απώλεια της αγοραστικής δύναμης και τη βίαιη φτωχοποίηση των εργαζομένων.
Η αντιμετώπιση της ακρίβειας και η στήριξη των μισθών και των εργαζομένων είναι ζήτημα πολιτικής επιλογής. Πρόταση και δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι η άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ με την τιμαριθμική προσαρμογή. Η μεγάλη διαφορα είναι ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ η αύξηση του κατώτατου μισθού εντάσσεται σε μία συνολική προγραμματική πρόταση, που διασφαλίζει τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας σε στέρεη βάση, με θεσμικές παρεμβάσεις ενίσχυσης των εργαζομένων, των μισθών και της διαπραγματευτικής τους δύναμης, την αποκατάσταση και ενίσχυση των εργασιακών σχέσεων, των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και των ελεγκτικών μηχανισμών και τη διασφάλιση του «κοινωνικού μισθού» μέσα από την κατοχύρωση και λειτουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους.
Σε αυτό το πλαίσιο δεσμευόμαστε ειδικότερα για τη θέσπιση μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό για τους μισθούς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, το ξεπάγωμα των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα, την πλήρη αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη διεύρυνση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με πλήρη επαναφορά και θεσμική κατοχύρωση των αρχών της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας, καθώς και του δικαιώματος της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Τη θέσπιση αυστηρού θεσμικού πλαισίου για τις εργολαβίες, με στόχο την κατάργηση της εικονικής εργολαβίας και την ένταξη όλων όσοι εργάζονται, με όποια σχέση και μορφή εργασίας σε έναν κλάδο στις πρόνοιες της οικείας κλαδικής σύμβασης, και τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων όσων εργάζονται με μπλοκάκια και διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Την επαναφορά του βάσιμου λόγου απόλυσης και την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου περί ομαδικών απολύσεων. Την αναβάθμιση του ΣΕΠΕ σε αυτοτελή Γενική Γραμματεία με ενισχυμένο ρόλο και ενίσχυση σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή.