Η πρόσφατη δολοφονία της πρώην βουλεύτριας, Μουρσαάλ Ναμπιτζάντα, έφερε και πάλι στην επιφάνεια την τραγική οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση στο Αφγανιστάν, με την τεράστια αύξηση της εγκληματικότητας και της βίας, ιδιαίτερα σε βάρος των γυναικών.
Δολοφονίες, επιθέσεις αυτοκτονίας, ξυλοδαρμοί και απειλές κατά της ζωής συνθέτουν την εικόνα του καθημερινού τρόμου και της ανασφάλειας για τον πληθυσμό. Οι επιθέσεις, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια κατά των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά κυρίως των ακτιβιστριών, είναι συνεχείς.
Την 11η Ιανουαρίου 2023, μια βόμβα στο υπουργείο Εξωτερικών προκάλεσε τουλάχιστον 5 νεκρούς, ενώ πηγές της ΜΚΟ Emergency, που έχει ιδρύσει από το 1999 νοσοκομεία στο Αφγανιστάν, δηλώνουν ότι 47 τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο της οργάνωσης στην Καμπούλ, το οποίο βρίσκεται κοντά στο υπουργείο.
Σήμερα η χώρα βαδίζει προς την οικονομική κατάρρευση, με μεγάλη αύξηση της φτώχειας και έλλειψη στοιχειωδών υπηρεσιών. Το Αφγανιστάν είναι όλο και πιο απομονωμένο από τη διεθνή κοινότητα έπειτα από την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας και αναμενόταν μια μικρή αύξησή του το 2021. Όμως, αντίθετα, η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε μια πτώση γύρω στο 35% για τη διετία 2021-2022.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών εκτιμά ότι οι πολίτες που θα χρειαστούν ανθρωπιστική βοήθεια θα αυξηθούν από τα 24,4 εκατομμύρια το 2022 στα 28,4 εκατομμύρια το 2023, που αντιστοιχεί με το 70% του πληθυσμού. Η Unicef προειδοποιεί ότι 8 χιλιάδες παιδιά κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους λόγω πείνας τον προηγούμενο Δεκέμβριο, ενώ το 97% του πληθυσμού ζει στο όριο της φτώχειας.
Οι Ταλιμπάν επιμένουν στην απαγόρευση για τις γυναίκες να σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο, ενώ οι σχετικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας αντιμετωπίστηκαν με ρίψεις νερού, συλλήψεις και τρομοκρατία.
Ακολούθησε η απαγόρευση για τις γυναίκες να εργάζονται στις ΜΚΟ, γεγονός που προκάλεσε την αποχώρηση 150 οργανώσεων από το Αφγανιστάν. Ο ΟΗΕ τονίζει ότι η παρουσία των ΜΚΟ είναι «ζωτικής σημασίας» και η απουσία τους θα βυθίσει σε μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση τον πληθυσμό.
Ιδιαίτερα ανησυχητική η ανακοίνωση των οργανώσεων Save the Children, The Norwegian Refugee Council και Care International: «Χωρίς το γυναικείο προσωπικό μας δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τα παιδιά, τις γυναίκες και τους άνδρες που έχουν απεγνωσμένη ανάγκη βοήθειας στο Αφγανιστάν», λένε οι οργανώσεις, υπογραμμίζοντας ότι «αυτό το μέτρο θα έχει και οικονομικές επιπτώσεις, γιατί θα πλήξει χιλιάδες θέσεις εργασίας, εν μέσω μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης». Σημειωτέον ότι το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί από το 13,3% το 2021 και είναι πιθανό να φθάσει το 20% τα επόμενα χρόνια.
Θεωρείται βέβαιο ότι η κρίση θα αυξήσει τις εντάσεις που έχουν ήδη εμφανιστεί από την αρχή της ανάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Η Acled, μια οργάνωση που ασχολείται με τη χαρτογράφηση των συγκρούσεων, έχει καταγράψει μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 τουλάχιστον 1.500 περιπτώσεις πολιτικής βίας. Η οργάνωση τονίζει ότι «αν η αστάθεια συνεχιστεί, αυτοί που υποφέρουν θα είναι κυρίως οι άμαχοι».
Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι το 29% των οικογενειών με επικεφαλής μια γυναίκα είχε το 2022 τουλάχιστον ένα εργαζόμενο παιδί , ενώ το ποσοστό ήταν 19% το προηγούμενο έτος.
Η Save the Children εκφράζει τον φόβο ότι η απαγόρευση της εργασίας των γυναικών στις ΜΚΟ θα εξαναγκάσει τα παιδιά να εργαστούν στον δρόμο, στα εργοστάσια ή στα σπίτια των πλουσίων, επειδή οι υπηρεσίες έχουν σταματήσει λόγω της απαγόρευσης. Τα παιδιά που εργάζονται στον δρόμο κινδυνεύουν, εκτός των άλλων, και από τους «πράσινους παπαγάλους», τις νάρκες που ακόμη είναι σπαρμένες στα αφγανικά εδάφη. Οι «πράσινοι παπαγάλοι» μοιάζουν με παιχνίδια και κινούν την περιέργεια των παιδιών. Αυτό έχει κοστίσει τη ζωή και τον ακρωτηριασμό σε πολλά παιδιά μέχρι σήμερα.
Ενώ, λοιπόν, ο πληθυσμός μαστίζεται από τη βία και τη φτώχεια, κυρίως γυναίκες και παιδιά κινδυνεύουν καθημερινά, οι αφγανοί πρόσφυγες συχνά δεν θεωρούνται άξιοι διεθνούς προστασίας και επαναπροωθούνται στη χώρα τους.
Η δυστυχία και η φτώχεια του πληθυσμού δεν αμβλύνεται ούτε από το γεγονός ότι το Αφγανιστάν είναι o μεγαλύτερος παραγωγός οπίου στον κόσμο, που αντιστοιχεί με το 80% των παγκόσμιων προμηθειών. Το επιπλέον εισόδημα καταλήγει στις τσέπες λίγων και, κυρίως, στους εμπόρους από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του UNODC (Γραφείο Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος), το 2022 τα εδάφη που χρησιμοποιούνται στο Αφγανιστάν για την καλλιέργεια της παπαρούνας έχουν αυξηθεί κατά 32%. Τα κέρδη των αγροτών έχουν τριπλασιαστεί από τα 425 εκατομμύρια δολάρια το 2021, σε 1,4 δισεκατομμύρια το 2022. Όμως, τα Ηνωμένα Έθνη υπογραμμίζουν ότι «πολύ μεγαλύτερα ποσά συσσωρεύονται κατά μήκος της αλυσίδας προμήθειας απαγορευμένων ουσιών εκτός της χώρας».
Η απαγόρευση της καλλιέργειας οπίου από την κυβέρνηση αύξησε κατά πολύ την τιμή του, ενώ το εμπόριο συνεχίζεται κανονικά. Όμως, σύμφωνα με το UNODC, η αύξηση εισοδήματος δεν μεταφράστηκε απαραίτητα σε αγοραστική δύναμη, γιατί ο πληθωρισμός αυξήθηκε εξαιρετικά την ίδια περίοδο, με μια μέση αύξηση της τιμής των τροφίμων ίση με το 35%.
Η τραγική κατάσταση του αφγανικού πληθυσμού, πάνω απ’ όλα των γυναικών και των παιδιών, δεν φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα τον υπόλοιπο κόσμο.