Δύο γεγονότα των τελευταίων ημερών χαρακτηρίζουν και αποτυπώνουν με τον καλύτερο δυνατό, αλλά και με αρκετά δραματικό, τρόπο την «αλλαγή εποχής» στη Γερμανία. Αυτή ήταν η φράση–κλειδί με την οποία ο καγκελάριος Όλαφ Σόλτζ ανέλυσε, σε ειδική συνεδρίαση του γερμανικού κοινοβουλίου στις 27 Φεβρουαρίου του 2022, το νέο στρατιωτικό δόγμα της χώρας του. Λίγες ημέρες πριν, είχε συμβεί η παράνομη και αδικαιολόγητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σε αυτήν τη συνεδρίαση έγινε για πρώτη φορά η ανεπάντεχη και σοκαριστική δήλωση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου για την αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού της Γερμανίας κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ! «Από σήμερα και στο εξής –χρόνο τον χρόνο– θα επενδύουμε πάνω από το 2% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος μας στην άμυνά μας», δήλωσε καταχειροκροτούμενος από τις πτέρυγες των τριών κομμάτων που απαρτίζουν την κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας.
Το νέο δόγμα
Το βάθος αυτής της αλλαγής επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο επικεφαλής της τρικομματικής κυβέρνησης ζήτησε και από τα υπόλοιπα κόμματα του κοινοβουλίου να συμφωνήσουν σε πάγια συνταγματική ρύθμιση αναφορικά με την επένδυση τουλάχιστον του 2% του ΑΕΠ για τις στρατιωτικές δαπάνες. Αίφνης, ένα τεράστιο βουητό από τα γλέντια της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας κάλυψε τον ουρανό της Ευρώπης. Τούτων δοθέντων, η Γερμανία όχι μόνο δηλώνει ξεκάθαρα, αλλά ντε φάκτο καθίσταται ηγέτιδα στρατιωτική ευρωπαϊκή δύναμη, και αναλαμβάνει καθοριστικό επιχειρησιακό ρόλο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και του νέου ρόλου του, που του δίνει η βλακώδης πολιτική του Πούτιν. Εδώ, λοιπόν, έχουμε την καθοριστική υπέρβαση ενός ακλόνητου ταμπού: αλλαγή στρατιωτικού δόγματος της χώρας, με την ιστορία να γελάει μιας και αυτό γίνεται δυνατόν εξαιτίας της συμμετοχής στην κυβέρνηση των άλλοτε πασιφιστών Πράσινων της Γερμανίας!
Η υλοποίηση του νέου σχεδίου αποδείχθηκε περισσότερο πολύπλοκη –πολιτικά και επιχειρησιακά– από ό,τι περίμεναν, τόσο το πολιτικό όσο και το βιομηχανικό κατεστημένο της χώρας. Οι συνταγματικές και νομικές ρυθμίσεις που καθορίστηκαν από την ήττα του 3ου Ράιχ στον Β’ Παγκόσμιο, η διαίρεση της χώρας και ο Ψυχρός Πόλεμος, δημιούργησαν, από τη μία, μια «ειρηνική» αντίληψη στο στράτευμα και, από την άλλη, πολιτικές και γραφειοκρατικές διελκυστίνδες όσον αφορά τον εξοπλισμό και την εκπαίδευσή του. Αναπόφευκτα, η βίαιη προσαρμογή στο νέο –επιθετικό εν πολλοίς– δόγμα, προϋποθέτει γρήγορη δράση τόσο του υπουργείου Άμυνας, όσο και της Δικαιοσύνης, αλλά και των Οικονομικών, με την καγκελαρία να διεκδικεί δυσανάλογο της αρμοδιότητάς της ρόλο.
Διχασμένη η κοινωνία και η πολιτική
Τα συστημικά ΜΜΕ, στα πλαίσια μιας αντιρωσικής υστερίας, διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο σύγκρουσης και διχασμού στην κοινωνία, αλλά και την πολιτική. Καθημερινό είναι το αίτημα για περισσότερα, πιο μοντέρνα και πιο αποτελεσματικά όπλα για την Ουκρανία, με αιχμή του δόρατος τα γερμανικά μοντέρνα άρματα μάχης Μάντερ και Λέοπαρντ, αλλά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, ντρόουν, συστήματα επικοινωνίας και αντικατασκοπείας.
Η Πράσινη –φευ– υπουργός Εξωτερικών, Αναλλένα Μπαέρμποκ, αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό και ηγετικό ρόλο σε αυτή την υστερική φιλοπόλεμη καμπάνια, απεκδυούμενη του πραγματικού της ρόλου ως ηγέτιδα της διπλωματίας της χώρας της, της αναζήτησης δηλαδή με κάθε τρόπο ειρηνικής λύσης στη σύγκρουση. Το ένα γεγονός που συνιστά και την πρώτη ουσιαστική κυβερνητική κρίση του «φωτεινού σηματοδότη», είναι η απομάκρυνση δια της παραιτήσεως, της υπουργού Άμυνας, Χριστίνας Λάμπρεχτ (SPD), και η αντικατάστασή της με έναν πολιτικό των πίσω θρανίων κατά την αντιπολίτευση, τον Μπόρις Πιστόριους (SPD), μέχρι τούδε υπουργού Εσωτερικών του κρατιδίου της κάτω Σαξωνίας. Ο ορισμός του συνιστά έκπληξη για το πολιτικό Βερολίνο –κανείς αναλυτής ή ΜΜΕ δεν το ανέμενε– σηματοδοτεί όμως μια σειρά από αλλαγές, που δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να φέρει σε πέρας η προκάτοχός του. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικός σε ζητήματα άμυνας και διεθνούς ασφάλειας, κουβαλάει όμως τη φήμη του αποτελεσματικού και ψυχρού πολιτικού στελέχους καριέρας. Με τον ορισμό του, ο καγκελάριος Σολτζ ευελπιστεί από τη μία στη γρήγορη και αποτελεσματική μετάβαση του γερμανικού στρατού στο νέο δόγμα, χωρίς από την άλλη να χρειαστεί να «λερώσει» ο ίδιος τα πολιτικά του χέρια. Αναμένεται, επίσης, μια καλύτερη συνεργασία τόσο με την υπουργό Άμυνας, που δήλωσε ξεκάθαρα ότι «στόχος μας είναι η καταστροφή της Ρωσίας», όσο και με την πολεμική βιομηχανία που αδημονεί να απορροφήσει τα 100 δισ. του φετινού στρατιωτικού προϋπολογισμού και να προσαρμοστεί στις νέες, αισιόδοξες για την ίδια, απαιτήσεις του νέου αμυντικού δόγματος της Γερμανίας.
Βία και εντός
Το δεύτερο γεγονός των πολιτικών ημερών της χώρας με την ισχυρότερη οικονομία της ΕΕ, αφορά στη βία με την οποία οι δυνάμεις καταστολής απομάκρυναν τους διαδηλωτές, που βδομάδες και μήνες τώρα προσπαθούσαν να διασώσουν το χωριό Λιούτσενρατ από τον τελεσίδικο αφανισμό του, εξαιτίας της επέκτασης ενός λατομείου εξόρυξης λιγνίτη, της αμαρτωλής εταιρείας ενέργειας NRW. Δεκάδες χιλιάδες ακτιβιστές συγκεντρώθηκαν την προηγούμενη Κυριακή στην περιοχή για να υπερασπιστούν συμβολικά, αλλά και εν σώματι, τον οικισμό. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη κινητοποίηση τέτοιας μορφής τα τελευταία χρόνια. Θα χρειαστεί ένα άλλο αναλυτικό σημείωμα γι’ αυτό το γεγονός. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθούν, έστω επιγραμματικά, οι ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στη Γερμανία, τόσο στον τομέα ενέργειας, όσο και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το κίνητρο πολλών διαδηλωτών, κυρίως νέων ανθρώπων, ήταν η ευκαιρία να τονίσουν την τεράστια απογοήτευση, αλλά και την αγανάκτησή τους, στην τεράστια μετάλλαξη του κόμματος των Πρασίνων. Όπως στα ζητήματα του πολέμου και των εξοπλισμών, έτσι και στα θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος, οι τεκτονικές αλλαγές δεν θα ήταν εφικτές χωρίς τη συμμετοχή των Πράσινων στη γερμανική κυβέρνηση. Πόσο μάλλον όταν τα κρίσιμα αυτά χαρτοφυλάκια τα χειρίζονται τα ηγετικά τους στελέχη, η Αναλλένα Μπαέρμποκ, υπουργός Εξωτερικών, και ο Ρόμπερτ Χάμπεκ ως αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών. Αυτό όμως που σε καμία περίπτωση δεν περίμεναν, ήταν η πρωτόγνωρη καταστολή που βίωσαν, με δεκάδες συλλήψεις και με πρωτοφανή χρήση βίας.
Στη μεταβατική αυτή φάση, είναι τεράστιος ο ρόλος και το πολιτικό βάρος που αντιστοιχεί στην Αριστερά και την ΚΟ του Ντι Λίνκε. Μαζί με τα κινήματα ειρήνης και υπεράσπισης του περιβάλλοντος, είναι η μόνη πολιτική δύναμη που αναζητά ειρήνη στην Ουκρανία, απαιτώντας και από την κυβέρνηση να σταματήσει την κούρσα των εξοπλισμών και την επιθετική ρητορική με τη Ρωσία και να αναζητήσει δίκαιη διπλωματική λύση, με πρώτο βήμα την κατάπαυση των εχθροπραξιών και του πολέμου. Εκεί βρίσκεται η λύση και όχι στην περεταίρω εξάπλωση και ενίσχυση του ΝΑΤΟ, γεγονός που ανοίγει την πολεμική όρεξη του Πούτιν, αλλά και την ανάπτυξη της εθνικιστικής ρητορικής που τρέφει εντέλει επικίνδυνα την ακροδεξιά στην Ευρώπη.