Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος των ακροδεξιών κινημάτων σε παγκόσμια κλίμακα έχει θέσει το ζήτημα του φασισμού στoν πυρήνα της πολιτικής ατζέντας. Το γεγονός αυτό είναι η αφορμή της συζήτησης με τον Ούγκο Παλετά, διευθυντή έκδοσης του αριστερού γαλλικού περιοδικού «Contretemps», ο οποίος ασχολείται ιδιαίτερα με τη νεοφασιστική δυναμική, τις θεωρίες του φασισμού και τη σύγχρονη ακροδεξιά κοινωνιολογία.
Πώς ερμηνεύεις την άνοδο των νέων κινημάτων της ριζοσπαστικής Δεξιάς;
Το υπόβαθρό της είναι η κρίση του καπιταλισμού, που γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, με την κλιματική αλλαγή και την άνοδο των μιλιταρισμών, μια πραγματική κρίση πολιτισμού. Αλλά πρέπει να είμαστε πιο ακριβείς: αυτά τα κινήματα αναπτύσσονται ως άμεσο αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που εφαρμόστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, ως απάντηση σε μια άλλη κρίση του καπιταλισμού. Η μεγάλη νεοφιλελεύθερη καταστροφή δεν υποβάθμισε μόνο τις συνθήκες ύπαρξης των εργατικών τάξεων για να αποκαταστήσει την εξουσία της αστικής τάξης και να εντείνει την εκμετάλλευση. Έθεσε επίσης σε κρίση την πολιτική τάξη, τα κυρίαρχα κόμματα αλλά και τους θεσμούς, ενώ αποδυνάμωσε την Αριστερά και τα εργατικά κινήματα. Μια κρίση ηγεμονίας, θα έλεγε ο Γκράμσι, η οποία συνοδεύεται από μια κρίση αντι-ηγεμονίας. Αυτό το κενό ηγεμονίας είναι το χωνευτήρι στο οποίο αναπτύσσεται ο σύγχρονος νεοφασισμός, με τουλάχιστον τρεις διαφορετικές μορφές: τη φασιστικοποίηση των δυνάμεων που ανήκουν στην παραδοσιακή Δεξιά (σε διάφορους βαθμούς στη Ρωσία του Πούτιν, στους Ρεπουμπλικάνους στις ΗΠΑ, στο Fidesz στην Ουγγαρία ή στο ΑΚΡ στην Τουρκία), την ανάπτυξη νέων ακροδεξιών δυνάμεων που πηγάζουν από τον ιστορικό φασισμό (την Εθνική Συσπείρωση που προήρθε από το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το FPÖ στην Αυστρία κ.λπ.), τη δημιουργία νέων ακροδεξιών οργανώσεων (AfD στη Γερμανία, Vox στην Ισπανία, Chega στην Πορτογαλία κ.λπ.).
Ειδικότερα στην Ευρώπη, τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο να εφαρμόσουν;
Στον βαθμό που ολόκληρη η ιδεολογία τους περιστρέφεται γύρω από την αναγέννηση του έθνους, σε ένα εθνικιστικό, σταθερό και νοσταλγικό όραμά του, το πιο σημαντικό πράγμα στα μάτια τους φαίνεται να είναι οι πολιτικές που στοχεύουν τη μετανάστευση και τις μειονότητες. Ισχυρίζονται ότι σταματούν τις μεταναστευτικές ροές, που στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει ότι γίνονται όλο και πιο επικίνδυνες οι μεταναστευτικές οδοί, περιορίζουν τα δικαιώματα των μεταναστών που ήδη βρίσκονται στην Ευρώπη θεσπίζοντας μορφές διακρίσεων εναντίον των αλλοδαπών ή των ανθρώπων που έχουν διπλή υπηκοότητα, αυτό που η γαλλική ακροδεξιά αποκαλεί «εθνική προτεραιότητα», και περιορίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ιδίως των μουσουλμάνων στη Δύση, αλλά και των μειονοτήτων του φύλου καθώς και των σεξουαλικών μειονοτήτων. Επίσης η ίδρυση ενός αυταρχικού κράτους, που φυσικά δεν παρουσιάζεται ποτέ ως τέτοιο, το οποίο μπορεί να σέβεται ως ένα βαθμό τις δημοκρατικές κατακτήσεις, όπως το πολυκομματικό σύστημα και τις ελεύθερες εκλογές, ενώ στηρίζεται σε μια άγρια καταστολή, αστυνομική και δικαστική, των κοινωνικών κινημάτων, στην πολιορκία των εργατικών γειτονιών και των γειτονιών μεταναστών και στις επιθέσεις εναντίον όλων των αντίπαλων δυνάμεων εντός του κράτους ή της κοινωνίας των πολιτών. Μια από τις διαφορές με τον ιστορικό φασισμό είναι ότι ο νεοφασισμός τείνει να καταπνίγει σταδιακά τους αντιπάλους του, ενώ οι προκάτοχοί του γενικά επέλεξαν την ταχεία συντριβή, ειδικά των εργατικών οργανώσεων, λόγω της δύναμής τους και του κινδύνου που αντιπροσώπευαν για τους φασίστες.
Ένα χαρακτηριστικό του νεοφασισμού είναι ότι, ενώ προσπαθεί να δείξει ότι αγωνίζεται ενάντια στο «κατεστημένο», δεν συγκρούεται με τον νεοφιλελευθερισμό ούτε με τους θεσμούς του αστικού κράτους. Αυτή η αντίφαση πως επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά του και σε ποιο βαθμό μπορεί να είναι χρήσιμη για τις ελίτ;
Ούτε οι φασίστες του μεσοπολέμου ήταν αντίθετοι με την αστική πολιτική καθαυτή. Απεναντίας, ποτέ δεν αμφισβήτησαν την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ενίσχυσαν σημαντικά την εξουσία των εργοδοτών σπάζοντας τα εργατικά συνδικάτα και, αντίθετα με τις υποσχέσεις τους να στηρίξουν τους μικροπαραγωγούς ή τους καταστηματάρχες, προώθησαν τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αν ακολουθούσαν πιο κρατικιστικές πολιτικές από τους σύγχρονους νεοφασίστες, κάνοντας εντατική χρήση των δημοσίων δαπανών, ειδικά για στρατιωτικούς σκοπούς, δεν ήταν οι μόνοι: υπήρχε φυσικά η ΕΣΣΔ, αλλά και τα περισσότερα καπιταλιστικά κράτη γνώρισαν αύξηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία από το 1914 και μετά, και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1930. Οι νεοφασίστες μπορεί να ισχυρίζονται ότι εφαρμόζουν πολιτικές προστατευτισμού, αλλά δεν επιδιώκουν την οικονομική απολυταρχία και σίγουρα δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές ελίτ. Θέλουν να σχηματίσουν συμμαχία με αυτές τις ελίτ, να συγκροτήσουν μια εθνική αστική τάξη εξαρτημένη από την πολιτική εξουσία και συχνά να τοποθετήσουν τα προσωπικά τους πιόνια. Αν κοιτάξουμε τι κάνει ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, είναι ένας παράδεισος για τους καπιταλιστές: πολύ χαμηλή φορολογία στο κεφαλαίο και στις υψηλές αποδοχές, καταστροφή των εργασιακών δικαιωμάτων, μικρότερο χρονικό διάστημα του επιδόματος ανεργίας, τεράστιοι περιορισμοί στο δικαίωμα στην απεργία, κ.λπ.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι σε αντίθεση με τον κλασικό φασισμό, τα σημερινά νεοφασιστικά κινήματα δεν έχουν μια συνεκτική ιδεολογία που είναι μια κρίσιμη πτυχή του φασισμού. Σε ποιο βαθμό θεωρείς ότι ισχύει αυτό;
Δεν είμαι σίγουρος ότι τα κλασικά φασιστικά κινήματα είχαν πραγματικά μια συνεκτική ιδεολογία. Δεν είναι αυτό που υποστηρίζει, για παράδειγμα, ένας εξέχων ιστορικός του φασισμού, ο Ρόμπερτ Πάξτον. Υπήρχαν δογματικές μορφές μέσα στον ιστορικό φασισμό, για παράδειγμα μεταξύ των SS, αλλά οι επιτυχίες του φασισμού δεν συνδέονταν με το δόγμα του και οι φασίστες ήταν ιδιαίτερα καιροσκόποι στα προγράμματά τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φασίστες, στο παρελθόν ή σήμερα, στερούνται ιδεολογίας, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα εξελιγμένη: ουσιαστικά επικεντρώνεται στο μίσος εναντίον της ισότητας και όλων των κινημάτων που προωθούν το αίτημα για ισότητα, είτε πρόκειται για την Αριστερά, τα συνδικάτα, τα αντιρατσιστικά, φεμινιστικά ή ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα. Θα έλεγα επίσης ότι η επιτάχυνση της παραγωγής και της διάδοσης θεωριών συνωμοσίας, συχνά δανειζόμενες από το παλιό αντισημιτικό ταμείο και κολλημένες σε μια μορφή πολιτισμικής παράνοιας που είναι πολύ ορατή στη ρατσιστική θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης» (σσ. σύμφωνα με τους εμπνευστές της υπάρχει ένα παγκόσμιο σχέδιο που επιδιώκει τη μείωση του λευκού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από μετανάστες), παρέχει μια ιδεολογική βάση για πιο βίαιες ενέργειες και παράτολμες πρωτοβουλίες αδιανόητες μόλις πριν από 20 χρόνια, όπως η επίθεση στο Καπιτώλιο στις ΗΠΑ ή η απόπειρα πραξικοπήματος που είδαμε στη Βραζιλία.
Πώς πρέπει να σκεφτούμε τον αντιφασισμό στον 21ο αιώνα; Σε ποιο επίπεδο θεωρείς ότι μπορούν να δοθούν σήμερα οι αντιφασιστικοί αγώνες;
Νομίζω ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρία επίπεδα που δεν μπορούν να αποσυνδεθούν. Πρώτα από όλα υπάρχει η κλασική ανάγκη να μην αφήσουμε τους δρόμους στους φασίστες, να μην τους αφήσουμε να αποκτήσουν εμπιστοσύνη, να μην συνηθίσουμε τη δημόσια παρουσία τους, να αντεπιτεθούμε στις πρωτοβουλίες τους, να δείξουμε ότι είμαστε πιο πολλοί και πιο αποφασισμένοι. Αλλά ο αντιφασισμός δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια μάχη για την κατάληψη του δρόμου, ειδικά επειδή ο «πόλεμος του κινήματος», όπως είπε ο Γκράμσι, δεν είναι η κύρια τακτική των φασιστών αυτή τη στιγμή. Για να απαντήσουμε στην ανάπτυξή τους είναι απαραίτητο να εμπλακούμε σε μια παγκόσμια μάχη, η οποία έχει δύο πλευρές. Μια πολιτιστική μάχη, με την έννοια του Γκράμσι, η πρόκληση της οποίας είναι να δράσουμε με βάση την κοινή λογική, ιδίως με την απώθηση του ρατσισμού, επαναφέροντας στο επίκεντρο της συζήτησης καθολικές προτάσεις, όπως για παράδειγμα γύρω από τα κοινά, και επανεφευρίσκοντας ένα όραμα και μια γλώσσα της Αριστεράς προσαρμοσμένη σε μια μεταφορντιστική εποχή, πολύ διαφορετική από τον μεσοπόλεμο ή τη μεταπολεμική περίοδο. Και επίσης μια πολιτική μάχη, εκλογική αλλά όχι μόνο, για να νικήσουμε το νεοφιλελεύθερο ακραίο κέντρο και τη νεοφασιστική ακροδεξιά, και ουσιαστικά για να μπορέσουμε να αποδείξουμε στην πράξη ότι υπάρχει εναλλακτική στον πόλεμο του καθενός εναντίον όλων, στα αυταρχικά καθεστώτα και τους φασιστικούς εφιάλτες.