Ξαφνικά, στη διαδικασία του Ειδικού Δικαστηρίου, που μέχρι τώρα προκαλούσε τα πιο βαθιά χασμουρητά, εμφανίζεται η επί σαράντα χρόνια, συνεπώς φίλη και έμπιστη, ιδιαιτέρα γραμματέας του κ. Καλογρίτσα –κατηγορουμένου στη συγκεκριμένη δίκη– και θυμάται –μετά από έξι χρόνια και παραμονές βουλευτικών εκλογών– ότι από το γραφείο του ξεκινούσαν σακούλες με λεφτά για να πάνε στην Κουμουνδούρου… Όχι για λογαριασμό τού, επίσης κατηγορούμενου, Νίκου Παππά, αυτό διευκρινίζεται τόσο από την έδρα, όσο και από την υπεράσπιση του κ. Καλογρίτσα. Υπεράσπιση; Ποια υπεράσπιση! Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θάψιμο για εκείνον από μια τέτοια μαρτυρία. Γιατί, αν υπάρχει δωροληψία, υπάρχει και δωροδοκία, που βαρύνει εξίσου εκείνον που γεμίζει και στέλνει τις σακούλες. Δεν το φοβούνται; Μάλλον όχι. Φαίνεται να έχουν μια άλλου είδους σιγουριά.

 

Μαθήματα εργαλειοποίησης

 

Πριν καλά καλά τελειώσει την κατάθεσή της η μάρτυρας, αρχίζουν οι πιέσεις στον πρόεδρο της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, κ. Χ. Βουρλιώτη, να αναλάβει δράση κατά της Κουμουνδούρου, ο οποίος αντιγυρίζει στους πιεστές του, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, να μην τον ανακατεύουν στα πολιτικά τους παιχνίδια.

Και ενώ ο Ν. Παππάς αντιδρά δηλώνοντας ότι θα υποβάλει μήνυση για ψευδομαρτυρία –την οποία κατέθεσε την επομένη– ο συνήγορος υπεράσπισης του κ. Καλογρίτσα, ο κ. Α. Λοβέρδος, τον απειλεί(!) πως, αν το τολμήσει, θα ακουστούν σε εκείνη τη δίκη όσα δεν ακούστηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο. Συνεισφορά, δηλαδή, στην αναζήτηση της αλήθειας σε… απειλητικές δόσεις. Εξαιρετικά δεοντολογική μέθοδος, που αποκαλύπτει μετρία –τουλάχιστον– σύγχυση δικαιοδοτικής διαδικασίας και σκοτεινής πολιτικής. Κι όμως, δεν έχει ακουστεί ακόμα η χιλιοειπωμένη λέξη «εργαλειοποίηση», της δικαιοσύνης αυτή τη φορά, από τα χείλη εκείνων που την έχουν ψωμοτύρι.

 

Συνέχεια στον ίδιο τον σκοπό

 

Όλα αυτά λίγες μέρες μετά τη χονδροειδή επέμβαση του κ. Ντογιάκου στο έργο μιας ανεξάρτητης αρχής, της ΑΔΑΕ, και την αποστομωτική απάντηση που έλαβε με την ανοιχτή επιστολή πλειάδας επιφανών συνταγματολόγων, που του εξηγούσαν ποια τα νομικά και πολιτικά σφάλματά του και έδειχναν τι πάει να πει «συνήχηση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας», όπως ήπια και ευγενικά παρατήρησε ο πρόεδρος της Ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων, κ. Βερβεσός, σε άλλη ευκαιρία.

Επέμβαση που ήταν απόρροια και συνέχεια της μεθοδικής και επίμονης προσπάθειας της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ρίξει το πιο πυκνό σκοτάδι στο σκάνδαλο των υποκλοπών, υπονομεύοντας κάθε έννοια ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Προσπάθεια που συνεχίζεται ανυποχώρητα με παράπλευρα θύματα τους φορείς και το κύρος της τελευταίας και η οποία κρίνεται, όχι από εμάς, τους εαμοβούλγαρους και εβραιοκομμουνιστές, αλλά από πολιτικούς σχολιαστές υπεράνω υποψίας ως βαθύτατο και βαρύτατο ζήτημα δημοκρατίας. Παραθέτουμε μικρό μόνο πρόσφατο δείγμα. «Αν φτάσουμε στις εκλογές με τραυματισμένους τους δημοκρατικούς θεσμούς, σε μια πάση θυσία απόπειρα να συγκαλυφθεί το σκάνδαλο των υποκλοπών, ε, αυτό είναι διαφορετικό. Με πολύ διαφορετικές συνέπειες. Ότι θα “δαγκώσει” τους εμπνευστές του είναι το λιγότερο. Το περισσότερο θα αφορά την ελληνική δημοκρατία» (Κ. Καλλίτσης, «Καθημερινή» 15-1-2023).

 

Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια;

 

Σε ένα τέτοιο εξόφθαλμα ταραγμένο περιβάλλον σκέφτηκε η πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Σακελαροπούλου, ότι θα ήταν χρήσιμο να καλέσει σύσκεψη εκπροσώπων των δικαστικών αρχών, που τη χαρακτήρισε «εθιμοτυπική». Και τη δικαιολόγησε ως πρωτοβουλία κατ’ οικονομίαν: αντί να τα λέει με τον καθένα ξεχωριστά, στις συνήθεις ενημερωτικές συναντήσεις της, να τα πουν όλοι μαζί σε σύσκεψη.

Ωστόσο, δεν βρέθηκε κανείς να σκεφτεί ότι μια σύσκεψη, έστω και άτυπη, για να μην πούμε παράτυπη, δεν μπορεί να λογιστεί εθιμοτυπική. Τείνει εκ των πραγμάτων να αποκτήσει (παρα)θεσμικό χαρακτήρα ως συλλογική διαδικασία. Ποιες άλλες τέτοιες συσκέψεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εντάσσονται στα καθήκοντα προέδρου της Δημοκρατίας; Και τι θα εξυπηρετούσαν αν πραγματοποιούνταν; Και πόσο μακριά από τον δημοκρατικό πολιτικό ανταγωνισμό θα μπορούσαν να κρατηθούν και να κρατήσουν έναν ρυθμιστικό του πολιτεύματος θεσμό, εάν επιχειρούσαν να συζητηθούν σε αυτές επί της ουσίας σημαντικά προβλήματα;

Η ίδια η πρόεδρος είπε πως «έχει χρέος» να πραγματοποιήσει αυτή τη σύσκεψη. Δεν είμαστε ειδικοί, αλλά από ποια συνταγματικά καθήκοντα της προέδρου της Δημοκρατίας απορρέει παρόμοιο χρέος. Να αναγνωρίσουμε αγαθή προαίρεση, αν θέλετε και έλλειψη πολιτικής εμπειρίας. Δεν βρέθηκε, ωστόσο, κανείς από το περιβάλλον, ή από την κυβέρνηση, να συμβουλέψει διαφορετικά;

Στη θέση τους θα είχαμε τουλάχιστον σοβαρά ερωτηματικά. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι βουβό πρόσωπο. Δεν υποτάσσεται τυφλά στην κυβέρνηση, αν και δεν μπορεί να την αντιπολιτεύεται. Καλό, ωστόσο, είναι να μην επεκτείνει τις πρωτοβουλίες του στα χωράφια της εφαρμοσμένης πολιτικής, και ιδίως στο έδαφος μιας από τις τρεις διακριτές εξουσίες, που δέχεται αυτή ιδίως την ώρα τις μεγαλύτερες πιέσεις ως προς την αυτοτελή λειτουργία της.

Δεν είναι μόνο θέμα ερμηνείας των αρμοδιοτήτων της προέδρου στο πλαίσιο του ισχύοντος συντάγματος. Ανατροφοδοτείται με κάτι τέτοια και μια συζήτηση που ανοίγει κατά καιρούς, κακώς κατά τη γνώμη μας, για μια διαφορετική πολιτειακή αρχιτεκτονική, για έναν πιο αναμεμειγμένο στην πολιτική πρόεδρο, για ένα περισσότερο προεδρικό και λιγότερο πρωθυπουργικό σύστημα. Και αυτές τις παράπλευρες συνέπειες θα όφειλε να τις παίρνει υπόψη όποιος τιμάται με το αξίωμα του προέδρου. Ιδιαίτερα όταν είναι νομικός.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet