Η γενικευμένη σιωπή, η έλλειψη αντιδράσεων και μαζικών εκδηλώσεων δυσαρέσκειας σε σχέση με το σκάνδαλο των υποκλοπών που κάθε εβδομάδα βαθαίνει, δημιουργεί μια σειρά από ερωτηματικά. Ερωτηματικά σε σχέση με τα δημοκρατικά μας αντανακλαστικά, αλλά ακόμα περισσότερο ερωτηματικά σε σχέση με την ίδια τη συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική διαδικασία. Όχι τη δυνατότητα αλλά την επιθυμία. Γιατί αν κάτι ήταν εμφανές ήδη από τις πρώτες αποκαλύψεις των παρακολουθήσεων ήταν πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα οποιαδήποτε σκάνδαλο (από αυτά που μας έχει συνηθίσει η συγκεκριμένη κυβέρνηση), αλλά σε ένα σκάνδαλο πολιτειακής λειτουργίας, ένα σκάνδαλο που στοχεύει στον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η ερμηνεία αυτή διατυπώθηκε από πολλούς από την εμφάνιση των πρώτων καταγγελιών και στη συνέχεια απέκτησε όλο και πιο επείγοντα χαρακτηριστικά, ενώ οι αποκαλύψεις πλήθαιναν και το σκάνδαλο αποκαλυπτόταν στην πραγματική του έκταση. Η φύση του σκανδάλου, το έωλο των δικαιολογιών, οι απαράδεκτοι χειρισμοί και οι άγαρμποι τρόποι, ώστε το σκάνδαλο να ξεχαστεί μέσα στη σκόνη της υπόλοιπης επικαιρότητας, στην πραγματικότητα κατάφεραν να μεγαλώσουν το μέγεθός του. Ακολούθησε η κατακραυγή από τον ξένο Τύπο, η έντονη κριτική από ευρωπαϊκές επιτροπές και η περιοδικότητα των αποκαλύψεων, όπου κάθε εβδομάδα κάτι νέο ερχόταν να προστεθεί στον κόμπο της σήψης. Ταυτόχρονα ήδη από την αρχή –και σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις σκανδάλων– δομήθηκε ένα μέτωπο κριτικής της ευρύτερης αντιπολίτευσης περιγράφοντας με τον τρόπο αυτό τη διευρυμένη αντίθεση απέναντι στις ενέργειες της κυβέρνησης. Κάποιος θα περίμενε, λοιπόν, πως αυτή η συστηματική και αποδεδειγμένη μεθόδευση (σε συνδυασμό με όλες τις υπόλοιπες συνθήκες στην ενέργεια, τις τιμές την προϊόντων, τη δημόσια υγεία) θα εύρισκε μπροστά της και μαζικές αντιδράσεις. Κάτι τέτοιο –προς το παρόν– δεν συνέβη. Γιατί όμως;
Είναι πολλές οι ερμηνείες που έχουν δοθεί στην αρθρογραφία, στις κουβέντες, στις αναλύσεις. Η κόπωση του κόσμου, η απογοήτευση, η γενικευμένη αδιαφορία για οτιδήποτε δεν αφορά μια υλική ανάγκη, ο κυνισμός της δεδομένης περιόδου, η ανύπαρκτη κινηματική αντιπολίτευση και η έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου προς την αριστερά που κυβέρνησε και άλλα πολλά. Δεν είμαι σίγουρος τι απ όλα αυτά ισχύει και τι δεν ισχύει. Ακόμα περισσότερο σε τι βαθμό. Αλλά για κάποιον λόγο δεν μου φαίνονται αρκετά ως εξηγήσεις. Και παρόλα αυτά οι αντιδράσεις αυτές δεν με τρομάζουν ακριβώς γιατί μπορούν να αντιστραφούν.
Αυτό που με τρομάζει είναι η αίσθηση πως όλη αυτή η στάση παθητικότητας και μη συμμετοχής μπορεί να προκύπτει από την πανδημία. Από αυτό το κοινωνικό πείραμα εγκλεισμού και πειθάρχησης, το οποίο δεν εξετάσαμε ποτέ και τώρα συμπεριφερόμαστε σαν να ξεχάστηκε. Τι άφησε πίσω της η κατάφασή μας σε έναν κακοσχεδιασμένο και αναποτελεσματικό εγκλεισμό; Τι έμεινε από την αίσθηση αυτή διαρκής παρακολούθησης μέσα από τα μηνύματα που δικαιολογούσαν τις κινήσεις μας, τις περιπολίες, τη διαρκή απολογία μας σε κάθε μας καθημερινή ενέργεια; Τι αφήνει σε ένα άτομο η αποδοχή μιας τέτοιας επόπτευσης και επιτήρησης; Εμπεδώσαμε μια παράλογη πειθάρχηση και μια διαρκή παρακολούθηση σε βαθμό τέτοιο ώστε να συνηθίσουμε. Ώστε να μην αντιδρούμε; Και μήπως αυτό που ονομάζαμε κανονικότητα στην περίοδο της καραντίνας διαστρεβλώθηκε τόσο ώστε τελικά να δεχτούμε ως κανονικότητα την οποιαδήποτε μετατόπιση από αυτή;
Κάτι έχει συμβεί και κάτι έχει αλλάξει. Και αν δεν το συνειδητοποιήσουμε δεν μπορούμε ούτε να του αντισταθούμε ούτε να το αντιστρέψουμε. Και ίσως όσα βλέπουμε καθημερινά να χάνονται, να είναι ήδη χαμένα από τις καταφάσεις μας του παρελθόντος, από το γεγονός πως αντιμετωπίσαμε τελείως αψήφιστα μια περίοδο έκτακτης ανάγκης που απλώνεται πολύ μετά τη λήξη της. Ίσως να πήραμε ένα σχήμα συμβατό με την υποταγή των εκτροπών.
Μάθαμε να σκύβουμε. Είναι καιρός να ξαναμάθουμε να στεκόμαστε όρθιοι.