Η ενασχόληση με τα θέματα πολιτισμού, υπό την ευρεία έννοια, είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πολλά πλεονεκτήματα της «Εποχής». Σ’ αυτό το πεδίο ξεχωρίζει, μεταξύ πολλών άλλων, η Σοφία Ξυγκάκη με τα καλογραμμένα, συνεκτικά, αλλά και ευαίσθητα άρθρα της, με την κριτική βιβλίων, εικαστικών εκθέσεων, αλλά και διάφορων γεγονότων που τις προκάλεσαν το ενδιαφέρον, καθώς και με τις περιεκτικές συνεντεύξεις που παίρνει από διάφορα πρόσωπα που εκτιμά. Σ’ αυτές τις Ιδέες φιλοξενούμε μια τελευταία συνέντευξή της, που ως ερέθισμα είχε ένα πολύ ενδιαφέρον συνέδριο, ενταγμένο στο διεπιστημονικό πρόγραμμα «Ενάντια στη θέλησή τους: Σημασιοδοτήσεις της σεξουαλικής βίας στη νεότερη Ελλάδα», που έγινε στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2022 στη Μυτιλήνη. Η συντευξιαζόμενη, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του συνεδρίου (μαζί με την Έφη Αβδελά, Δέσπω Κριτσωτάκη, Τάσο Κωστόπουλο, Αχιλλέα Φωτάκη και Ποθητή Χαντζαρούλα) είναι η ιστορικός Δήμητρα Βασιλειάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, με πλούσιο και πρωτότυπο έργο στην κοινωνική ιστορία. Διαβάσαμε τη συνέντευξη, την απολαύσαμε, μάθαμε πολλά, και σκεφτήκαμε περισσότερα. Σας συνιστούμε να το κάνετε και εσείς.
Χ. Γο.
«Το βράδυ της 10ης Ιουλίου του 1930, ο γεωργοποιμένας Σήφης, 29 ετών, πέτυχε την ανήλικη Λουκία σε εξοχική θέση της Νάξου και “την έρριψε χαμαί και έπεσεν επ’ αυτής, προσπαθών να την βιάση”. [...] η Λουκία αντιστάθηκε σθεναρά, “εφώναξε και εξελιπάρισε τον κατηγορούμενον να την αφίση και να μην την καταστρέψη”. Ωστόσο ο δράστης κατάφερε να διαρρήξει τον παρθενικόν υμένα με τα δάκτυλά του, προξενώντας σοβαρά τραύματα στον κόλπο της κοπέλας. Ο Σήφης συνελήφθη και προφυλακίστηκε με την κατηγορία του βιασμού». Το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβάνεται στο κείμενό σου: «Το ανθρώπινο ράγισμα: Σεξουαλικά εγκλήματα στις αρχές του 20ού αιώνα»[1]. Πώς σχετίζεται με την έρευνα που κάνεις αυτήν την περίοδο για τη νησιωτική Ελλάδα του 20ού αιώνα;
Το κείμενο αυτό σήμανε και την αρχή της ενασχόλησής μου με την ιστορία των «εγκλημάτων κατά των ηθών». Σήμερα, μαζί με μια ολόκληρη ερευνητική ομάδα μελετάμε τη σεξουαλική βία στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Η δική μου δουλειά στο τριετές αυτό ερευνητικό πρόγραμμα[2] βασίζεται σε δικαστικά τεκμήρια, και οι αρχειακές μου επιλογές καθορίστηκαν και από τη διαθεσιμότητα του υλικού. Τα δικαστικά αρχεία στη χώρα μας είναι διασπαρμένα και αποσπασματικά, αλλά είχα την τύχη να ξέρω, από προηγούμενη έρευνά μου, ότι υπάρχει ένα σημαντικό δικαστικό αρχείο στην Ερμούπολη, το οποίο αφορά τα νησιά του Αιγαίου. Έχουμε συγκεντρώσει επίσης πολύ πλούσιο υλικό από την Αθήνα και τον Πειραιά, το οποίο θα επιτρέψει εκτενείς συγκρίσεις ανάμεσα στην ύπαιθρο και τις πόλεις. Σε αυτήν την πρώτη φάση, με ενδιέφερε πάρα πολύ η νησιωτική ύπαιθρος, καθώς δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για τους αγροτικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα από τη σκοπιά της κοινωνικής ιστορίας.
Το κριτήριο γι’ αυτήν την επιλογή ήταν ότι η νησιωτική Ελλάδα είναι πιο απομονωμένη συγκριτικά με την ηπειρωτική Ελλάδα;
Αφορά μάλλον την ποικιλία που παρουσιάζουν τα νησιά στο Αιγαίο. Γιατί έχουμε από τη μια μεριά αστικοποιημένα νησιά, όπως η Σύρος, η Μυτιλήνη, η Χίος και, ταυτόχρονα, νησιά που ήταν πολύ απομονωμένα, όπως τα Κουφονήσια, για παράδειγμα. Οπότε προκύπτουν πολύ ενδιαφέρουσες συγκρίσεις.
Ποια σεξουαλικά εγκλήματα μελετάς;
Καταρχάς να πούμε ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα που μελετώ εμπίπτουν σε διαφορετικές κατηγορίες του νόμου: βιασμός, αποπλάνηση ανηλίκου, αιμομιξία, παρά φύση ασέλγεια, ακούσια απαγωγή…
Έχεις κι ένα παράδειγμα που η κατηγορία ήταν για παρά φύση ασέλγεια εντός του γάμου, μια κατηγορία φαντάζομαι πολύ σπάνια για την εποχή.
Αυτό είναι μοναδικό περιστατικό ανάμεσα στις 2.000 υποθέσεις που μετράει το πρωτογενές δικαστικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Να θυμίσουμε ότι ο βιασμός μέσα στον γάμο αναγνωρίστηκε ως αδίκημα πολύ πρόσφατα, το 2006. Τότε, η υπόθεση αυτή δεν στοιχειοθέτησε αδίκημα. Οι δικαστές αποφάσισαν ότι η συζυγική σχέση είναι ιερή και πρέπει να προστατεύεται από ένα πέπλο μυστικότητας και ιδιωτικότητας. Αν ο νόμος παρέμβαινε στη συζυγική σχέση, κινδύνευε να διαρρηχθεί ο κυρίαρχος πυρήνας της κοινωνικής ηθικής.
Στο «ανθρώπινο ράγισμα» αναφέρεις ότι η κυρίαρχη πρόσληψη της σεξουαλικότητας στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, ορίζοντας τη γυναικεία φύση ως παθητική και την αντρική ως ενεργητική, υπονοούσε ότι η άσκηση βίας στο σεξ θα μπορούσε να μην αποτελεί έκνομη πράξη.
Ήταν ένας κοινός τόπος της περιόδου για την ετεροκανονική σεξουαλικότητα, που είχε εισχωρήσει και στην ποινική διαχείριση της σεξουαλικής βίας. Καταρχάς, αναγνώριζαν ως θολά τα όρια ανάμεσα στη σεξουαλική βία και το βίαιο σεξ. Έτσι, η άσκηση βίας στο σεξ μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία συνθήκη της συμπληρωματικής σεξουαλικής έκφρασης αντρών και γυναικών, και όχι έκνομη πράξη.
Όπως επεσήμανες, σημαντικό κριτήριο για την καταδίκη ή όχι του κατηγορούμενου ήταν τα «καλά» κορίτσια, ο ηθικός βίος των οποίων είχε μεγάλη σημασία. Μάλιστα, στα «Κατεστραμμένα κορίτσια»[3] αναφέρεσαι στο δημοσιευμένο στα τέλη του 19ου αιώνα μισογυνικό κείμενο, «Περί βιασμού», του γιατρού Γρηγόριου Λαγού, στο οποίο ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η σεξουαλική αγνότητα των γυναικών ανήκει και στην κοινωνία, η οποία οφείλει να την περιφρουρεί.
Η συζήτηση για τη σεξουαλική ηθική των γυναικών είναι μια μεγάλη σταθερά μέσα στον χρόνο γενικότερα, και σε ό,τι αφορά τις υποθέσεις σεξουαλικής βίας, αλλά οι ιδέες που εκφράζονται κάθε φορά αλλάζουν, έχουν δηλαδή ιστορία. Τότε, στις αρχές του 20ού αιώνα, η παρθενία ήταν κεντρική παράμετρος. Ένα «καλό» κορίτσι δεν έπρεπε να συναναστρέφεται άντρες γενικότερα. Εφόσον κάποια γυναίκα δεν ήταν αγνή σεξουαλικά, θα δυσκολευόταν να «αποκατασταθεί», σύμφωνα με την ορολογία της εποχής.
Αυτό κόστιζε και αρκετά χρήματα στην οικογένεια. Αμέσως ανέβαινε η τιμή της προίκας.
Κορίτσια που ήταν, όπως έλεγαν, «πειραγμένα» θα δυσκολεύονταν να παντρευτούν εάν δεν είχαν ενισχυμένη προίκα, τέτοια που να μπορεί να εξαγοράσει τη χαμένη τους «τιμή».
Μου έκανε εντύπωση, πάντως, ο όγκος των καταγγελιών. Υποθέτοντας πάντα ότι τα περιστατικά που δεν καταγγέλλονταν, θα ήταν περισσότερα.
Δουλεύω με διάφορες κατηγορίες δικαστικού υλικού, ένα από αυτά είναι τα βουλεύματα, που επιτρέπουν να δούμε τις μηνύσεις. Όταν καταγγελλόταν ένα συμβάν στην αστυνομία, συστηνόταν ένα συμβούλιο δικαστών που αποφαινόταν αν έχει διαπραχθεί κάποιο αδίκημα, και αν ναι, ποιο ήταν αυτό. Εκεί βλέπουμε και την αποψίλωση των αριθμών: Πόσες δηλαδή από τις μηνύσεις εκδικάζονταν τελικά, γιατί οι περισσότερες δεν παραπέμπονταν σε δίκη. Εξάλλου κάποιοι ενάγοντες παραιτούνταν χωρίς να φαίνεται πάντα το γιατί. Σε πολλές από τις υποθέσεις αποπλάνησης ανηλίκου η αντιδικία έληγε με γάμο, δηλαδή θύτης και θύμα παντρεύονταν. Ή μπορεί να γινόταν εξωδικαστικός συμβιβασμός ή να είχε πλέον εξαντληθεί οικονομικά η οικογένεια…
Γι' αυτό και παραιτούνταν οι διάφοροι ενάγοντες. Πώς διαβάζει, όμως, μία ιστορικός τα δικαστικά αρχεία;
Δεν με απασχολεί «τι πράγματι συνέβη». Δεν είναι χρήσιμο ως ιστορικό ερώτημα. Ως ερευνήτριες δεν πάμε να βρούμε τον ένοχο ή τον αθώο εδώ. Άλλα πράγματα προσπαθούμε να καταλάβουμε από τα ίχνη που αφήνουν οι άνθρωποι μέσα σε αυτήν την πολύ ειδική συνθήκη που είναι το δικαστήριο. Για πολλούς είναι κι ένα θέατρο, γιατί υπάρχει και κάποια επιτελεστικότητα στη συνάντηση των υποκειμένων με τους δικαστικούς θεσμούς. Πρόκειται για μια εγγενώς άνιση συνάντηση, που αφήνει όμως περιθώρια δράσης και στα ίδια τα υποκείμενα και αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Οι άνθρωποι, τότε, όπως και τώρα, όταν πήγαιναν σε μια δίκη δεν πήγαιναν απροετοίμαστοι. Oπότε, θέλω να δω πώς τα υποκείμενα που εμπλέκονταν στα συγκεκριμένα σεξουαλικά εγκλήματα, οι θύτες, τα θύματα, οι μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας, οι δικαστές, οι αστυνομικοί, οι δημοσιογράφοι, στη συνέχεια, αξιοδοτούσαν αυτά τα γεγονότα, πώς αφηγούνταν όλες αυτές τις ιστορίες βίας, που ήταν διαφορετικές ανάλογα με το ποιος μιλούσε κάθε φορά, και τι διεκδικούσε ο καθένας από τη μεριά του. Και πώς τα σεξουαλικά εγκλήματα διαπλέκονταν με τις κυρίαρχες ηθικές αξίες, τις κοινωνικές και έμφυλες σχέσεις και πώς άλλαζαν μέσα στον χρόνο.
Γράφεις ότι τα δικαστικά έγγραφα προσφέρουν στην ερευνήτρια ένα σπάνιο παράθυρο για την παρατήρηση του κόσμου, που έχει ωστόσο ανοιχτεί από τους θεσμούς απονομής δικαιοσύνης και τους αξιωματούχους για να καλύψει τις δικές τους υπηρεσιακές ανάγκες.
Ναι, γιατί τα τεκμήρια αυτά, όπως και διάφορα άλλα υλικά του παρελθόντος, είναι διαμεσολαβημένα και πρέπει κανείς να ξέρει πώς να τα διαβάζει: να αναγνωρίζει αφενός το πλαίσιο του μηχανισμού δικαιοσύνης και του ποινικού νόμου, αλλά και τις συνθήκες μέσα στις οποίες έχει παραχθεί αυτό το υλικό. Τα πρακτικά μιας δίκης, που τότε δεν ηχογραφούνταν βέβαια, τα έγραφε κάποιος πρακτικογράφος, και εννοείται πως δεν σημείωνε όλα όσα λέγονταν στη δικαστική αίθουσα. Μπορούμε να εικάσουμε ότι έγραφε κατά παραγγελία του δικαστή, ότι πολύ συχνά παρενέβαινε στον τρόπο που μιλούσαν οι μάρτυρες και άλλαζε τη γλώσσα τους σε καθαρεύουσα, στη γλώσσα δηλαδή της διοίκησης. Οπότε, ακούμε τους ανθρώπους να μιλούν μια γλώσσα που σίγουρα δεν ήταν η δική τους. Δεν έχουμε τις αγορεύσεις, δεν έχουμε τις ερωτήσεις δικηγόρων και ενόρκων, κι έτσι εμφανίζονται όλοι οι μάρτυρες να επιδίδονται σε έναν ατελείωτο μονόλογο. Είναι πάρα πολύ διαμεσολαβημένα κείμενα. Μέσα στις ρωγμές, λοιπόν, δουλεύουμε και με ό,τι αναδύεται από εκεί, που δεν είναι όμως καθόλου λίγο.
Όταν έφτανε η υπόθεση στα δικαστήρια, συχνά δεν πίστευαν την κοπέλα. Εκτός από την ηθική, ποια άλλα ήταν τα κριτήρια;
Όταν αναφερόμαστε σε δίκες για βιασμό, έχει φανεί ότι στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, όπως και αλλού, για να γίνει πιστευτή μια γυναίκα ότι είχε βιαστεί, θα έπρεπε αυτό που της έχει συμβεί να μπορεί να μετατραπεί σε νομικό τεκμήριο. Υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην πραγματική ζωή, στην εκτός μηχανισμού δικαιοσύνης ζωή, και στο πώς αναγκαζόταν το θύμα να μεταφέρει την εμπειρία του για να γίνει τεκμήριο ενοχής για τον κατηγορούμενο, μέσα στο δικαστήριο. Καταρχάς, θα έπρεπε να υπάρχουν σωματικές αποδείξεις, σαφείς ενδείξεις άσκησης βίας πάνω στο σώμα, που να έχουν πιστοποιηθεί από γιατρό/ιατροδικαστή. Δηλαδή μια κοπέλα που είχε δεχθεί μια επίθεση σ’ ένα χωριό στις αρχές του 20ού αιώνα θα έπρεπε μετά να επισκεφτεί γιατρό, που μπορεί και να μην υπήρχε, κι αυτός να έχει καταγράψει κακώσεις πάνω στο σώμα της που, όπως ξέρουμε σήμερα, δεν υπάρχουν σε όλες τις σεξουαλικές επιθέσεις. Θα έπρεπε ακόμη να το έχει πει αμέσως σε κάποιον άλλον.
Η κοινωνική τάξη παθούσας και θύτη έπαιζε σημαντικό ρόλο.
Υπάρχει μια ταξική διάσταση πολύ ξεκάθαρη. Δεν έφταναν συχνά υποθέσεις στο δικαστήριο όταν ο θύτης ανήκε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί. Γιατί προφανώς δεν βίαζαν πιο σπάνια άντρες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Παραθέτεις ένα παράδειγμα όπου ο άντρας ήταν εφέτης και η κοπέλα υπηρέτρια, οπότε αυτή δεν είχε καμιά ελπίδα να δικαιωθεί.
Από το υλικό προκύπτει ότι όταν υπήρχε τέτοια τεράστια ταξική ανισότητα ανάμεσα στον θύτη και το θύμα, η πλάστιγγα του νόμου θα έγερνε προς την αθωότητα του θύτη.
Ένας μύθος διαρκείας, στον οποίο αναφέρεται και η Τζοάνα Μπερκ[4], ήταν ότι οι γυναίκες με τις κινήσεις του σώματός τους μπορούσαν ν’ αποφύγουν τον βιασμό, οπότε, αν δεν το κατόρθωναν, αυτό σήμαινε ότι μ’ έναν τρόπο, έμμεσα, συναινούσαν στην πράξη.
Αυτή ήταν μια κοινή παραδοχή που εδραιώθηκε, με την αιγίδα του επιστημονικού λόγου, ήδη από τον 19ο αιώνα, σε διάφορα εγχειρίδια ιατροδικαστικής που δίδασκαν πώς αποδεικνύεται ένας βιασμός ιατροδικαστικά: έγραφαν πως «δεν είναι δυνατόν να κουμπώσει ένα σπαθί σε μια θήκη που πάλλεται». Η κεντρική ιδέα ήταν ότι τα «καλά κορίτσια» έπρεπε ν’ αντιστέκονται σε κάθε σεξουαλική επαφή. Τότε, δεν αναγνωριζόταν ότι κάποια μπορούσε να παγώσει, όπως συμβαίνει σήμερα. Επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά ότι η αγωνία μιας γυναίκας να διασώσει την τιμή της έπρεπε να είναι τέτοια, ώστε να της δίνει τη δύναμη ν’ αντισταθεί πολύ σθεναρά, ακόμα και με κίνδυνο να χάσει τη ζωή της. Κι έτσι πολλές γυναίκες που είχαν βιαστεί τον 19ο αιώνα στην Αγγλία, αυτό το ξέρουμε σίγουρα, όταν έφταναν στο δικαστήριο μπορεί να δήλωναν ότι είχαν λιποθυμήσει, προκειμένου να ξεπεράσουν το εμπόδιο που έβαζε αυτή η αντίληψη και να μην θεωρηθεί ότι δεν είχαν αντισταθεί αρκετά.
Στο κείμενό σου «Κατεστραμμένα» κορίτσια», αναφέρεις ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, με παρεμφερές επιχείρημα: Η 25χρονη Μαριγώ μήνυσε τον 24χρονο Μανόλη ότι τη βίασε σε απόμερη περιοχή του νησιού, αλλά κατά τους δικαστές «…ο βιασμός δεν έλαβεν χώραν [...] διότι ούτε εύκολον είναι να βιάσει τις μίαν νεανίδα 25 ετών […] ούτε να μην είναι καταφανή τα ίχνη ταύτης επί τε του προσώπου και των ενδυμάτων[...]» Έτσι οι δικαστές συμπέραναν ότι η καταγγέλλουσα ναι μεν δεν βιάστηκε, αλλά είχε, ωστόσο, πειστεί από τον κατηγορούμενο να ενδώσει, μετά από υπόσχεση γάμου που, αφού δεν τηρήθηκε, αυτή αναγκάστηκε να προσθέσει τα της βίας. Εδώ, με κάποιον τρόπο, οι δικαστές δεν δικαιολογούν την παθούσα;
Ναι, με την έννοια ότι η αφήγησή της δεν διέθετε όλα τα τυποποιημένα στοιχεία που περίμεναν να ακούσουν για να στοιχειοθετήσουν βιασμό. Στην υπόθεση αυτή, που είναι από το 1928, οι δικαστές θεωρούν ότι η Μαριγώ υποχρεώθηκε να υποβάλει μήνυση για βιασμό καθώς ήταν ενήλικη και δεν την κάλυπτε πλέον ο νόμος για «αποπλάνηση ανηλίκου».
Πώς επέλεξες τα παραδείγματα που χρησιμοποιείς; Να μιλήσουμε λίγο για τον δικό σου τρόπο έρευνας.
Όταν μελετάς εκατοντάδες υποθέσεις, αρχίζεις να ξεχωρίζεις κάποια κοινά μοτίβα. Κι αυτό συμβαίνει σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις, όχι μόνο στα σεξουαλικά εγκλήματα. Υπάρχουν ιστορίες που εμπίπτουν σε συγκεκριμένα μοτίβα: Το βασικό σενάριο στις υποθέσεις αποπλάνησης ανηλίκου, μια και μόλις το συζητήσαμε αυτό, δείχνει κορίτσια που συναίνεσαν στη σεξουαλική επαφή με κάποιον που είχε υποσχεθεί ότι θα τις παντρευτεί. Ήταν τόσο συχνό αυτό το μοτίβο, ώστε υπήρχε ειδική κατηγορία του νόμου γι’ αυτό, η αποπλάνηση «ανηλίκου κόρης αμέμπτων ηθών». Ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας αποπλανούσε ένα ανήλικο κορίτσι με ψευδείς υποσχέσεις γάμου. Ένα άλλο μοτίβο είναι εκείνο που ένας άντρας μπορεί να βιάζει μία γυναίκα που δεν τον θέλει για να την εκδικηθεί ή για να την «καταστρέψει» και έτσι να εκβιάσει τη συναίνεσή της στον γάμο.
Τι διαχώριζε την αποπλάνηση από τον βιασμό;
Το στοιχείο της βίας. Στην αποπλάνηση θεωρητικά δεν υπήρχε βία. Υπήρχε συναινετική συνεύρεση αλλά θα πρέπει να αναρωτηθούμε πού έμπαιναν τα όρια, κάθε φορά, για κάθε ανήλικο κορίτσι. Τι σήμαινε τότε συναινώ ελεύθερα, με ελεύθερη βούληση;
Γράφεις σ’ ένα σημείο ότι στον νόμο για την αποπλάνηση υπάρχει μια οπισθοχώρηση το 1911.
Με την έναρξη της βενιζελικής διακυβέρνησης εισάγεται μια διάταξη που ορίζει ως πολύ κεντρική την ηθική υπόσταση του θύματος, προκειμένου να αναγνωριστεί το ποινικό αδίκημα αποπλάνησης. Αυτό σήμαινε ότι όποια δεν ήταν «καλό κορίτσι», αν και ανήλικη, δεν θα είχε καμία τύχη αν ισχυριζόταν ότι αποπλανήθηκε. Πριν, ο νόμος δεν ανέφερε ότι ήταν απαραίτητο να είναι «ηθικό» ένα κορίτσι για να αποπλανηθεί. Υπήρχε μόνο το ηλικιακό κριτήριο. Επίσης, από το 1911 και μετά, ο νόμος άρχισε να προβλέπει και τον γάμο ως επανορθωτική κίνηση, έπαυε δηλαδή τη δίωξη αν στο μεταξύ ο θύτης είχε παντρευτεί το θύμα. Αυτή η διάταξη είχε μάλιστα ξεμείνει στο ελληνικό ποινικό δίκαιο μέχρι το 2018!
Να κλείσουμε με τον Σήφη. Τελικά πώς εξελίχθηκε η δίκη του;
Ο Σήφης καταδικάστηκε για βιασμό, καθώς δεν έπεισε δικαστές και ενόρκους ότι είχαν από παλιά ερωτική σχέση με την Λουκία. Για να αποδείξει μάλιστα τους ισχυρισμούς του έφερε στο δικαστήριο ερωτικές επιστολές που είχε τάχα γράψει η ίδια. Μόνο που η Λουκία ήταν, όπως αποδείχθηκε, αγράμματη.
Η Δήμητρα Βασιλειάδου διδάσκει Κοινωνική και Πολιτισμική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και είναι η επιστημονική υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος Brintima (www.brintima.com).
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. www.rchumanities.gr/dimitra-vassiliadou/
2. To ερευνητικό έργο «Brutal Intimacies. A History of Rape in Modern Greece 1900s-1960s» {Brintima} https://www.brintima.com/ χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ (2021-2024, αρ. έργου 9) και υλοποιείται στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.)
3. Δήμητρα Βασιλειάδου, Κατεστραμμένα κορίτσια: Ηθική, γαμηλιότητα και δικαστική πρακτική στη νησιωτική Ελλάδα, 1914-1940 στο Δήμητρα Βασιλειάδου - Γλαύκη Γκότση (επ.), Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα, Συλλογικό έργο, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2020.
4. Joanna Bourke, «“Μελαγχολικές αφηγήσεις” και το τραύμα του βιασμού: Πλαισιώνοντας ιστορικά τη σεξουαλική βία», στο Δήμητρα Βασιλειάδου - Γλαύκη Γκότση (ο.π.), σ. 123.