«Light Negative Positive - Η Ελληνικότητα της Χρύσας» στο Άλεξ Μυλωνάς
Θα επιλέξω δύο παραδοχές ως εναρκτήριο σημείο του σκεπτικού που θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε στο κείμενο τούτο, με αφορμή την έκθεση της Χρύσας «Light Negative Positive - Η Ελληνικότητα της Χρύσας» στο Άλεξ Μυλωνάς του MOMus.
Πρώτον, η σύγχρονη Ελλάδα, ως πολιτεία και κοινωνία, δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με τη σύγχρονη τέχνη, ιθαγενή και αλλοδαπή. Θεωρούμε ιδιαίτερα προβληματικό το γεγονός ότι ακόμα και οι μεγάλοι μουσειακοί οργανισμοί της χώρας έχουν να επιδείξουν ελάχιστες μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις σημαντικών Ελλήνων εκπροσώπων της σύγχρονης τέχνης ούτε καν αυτών έστω των ολιγάριθμων καλλιτεχνών που πραγματικά κατέκτησαν μια θέση στη διεθνή σκηνή στην οποία μπορεί ακόμη και να αναδείχθηκαν συμ-πρωταγωνιστές στη διαμόρφωση ρευμάτων και κινημάτων – όπως η Χρύσα ή ο Γιάννης Κουνέλης και ο Λουκάς Σαμαράς.
Δεύτερον, ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα πάσχει και ασφυκτιά από την πάγια αδράνεια και επιθετική αδιαφορία πολιτικής ηγεσίας και πληθυσμού. Ο ίδιος, συντηρείται χείριστα και δια-κοσμείται άθλια και όσες φορές επιλέγεται η σύγχρονη τέχνη ως συνομιλητής του, το αποτέλεσμα είναι είτε κακόγουστο είτε, στη διαφορετική περίπτωση που οι επιλογές είναι καλές και δυναμικές, δεν γίνονται αποδεκτές εύκολα από το λεγόμενο ευρύτερο κοινό. Η σημερινή «τριτοκοσμική» εικόνα του κέντρου της Αθήνας, ακόμα και μπροστά από την εμβληματική αθηναϊκή τριλογία επί της Πανεπιστημίου, η τύχη όλων των μεγάλων και ιστορικών πλατειών της πρωτεύουσας, τα έργα τέχνης που επιλέγονται να τις κοσμίσουν αλλά και η σχέση του κοινού με αυτά, το μαρτυρούν χωρίς καμία αμφιβολία και σε όλους τους τόνους.
Σε αυτό το πλαίσιο και για την περίπτωση που εξετάζουμε, έχουμε να αναφέρουμε μια αναδρομική έκθεση της Χρύσας το 1980 στην Εθνική Πινακοθήκη (!) και τη δυσανεξία των πολλών όταν πρωταντίκρυσαν το μεγάλο γλυπτό της Χρύσας στον προαύλιο χώρο του Μεγάρου Μουσικής της Αθήνας ή το άλλο στο σταθμό του μετρό της πρωτεύουσας.
Η τρέχουσα λοιπόν έκθεση του μουσείου Άλεξ Μυλωνάς, αν και μικρή σε έκταση, είναι ιστορικού χαρακτήρα και ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και σίγουρα τιμά το μουσείο και τους επιμελητές του. Δεν φτάνει όμως για να ανατρέψει τους παραπάνω ισχυρισμούς μας και την όλη κατάσταση που περιγράψαμε.
Η δημιουργία μιας «ποιητικής» του φωτός
Ο κεντρικός πυρήνας της έκθεσης «Light Negative Positive - Η Ελληνικότητα της Χρύσας», αποτελείται από μια ενότητα σχεδίων της καλλιτέχνιδας, τα οποία δώρισαν ο αρχιτέκτονας, ερευνητής και συγγραφέας Αλέξανδρος Τζώνης (Alexander Tzonis) και η σύντροφός του Liane Lefaivre το 2017 στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και σήμερα ανήκουν στη συλλογή του MOMus. Το 1968, ο Τζώνης έγινε καθηγητής στο Graduate School of Design του Harvard και ανέλαβε υπεύθυνος του νέου εκθεσιακού προγράμματος του πανεπιστημίου. Ανάμεσα στις εκθέσεις που οργάνωσε και επιμελήθηκε ήταν και αυτή της Χρύσας με τίτλο «Light Negative Positive», την άνοιξη της ίδιας χρονιάς στο Robinson Hall του Harvard Yard, στην οποία παρουσιάζονταν γλυπτά της με νέον και σχέδια. Τα έργα συνδυάζονταν με μεγάλης κλίμακας τυπώματα σχεδίων του Auguste Rodin από το βιβλίο του «Les cathédrales de France» (1914). Ο συνδυασμός είχε στόχο να καταδείξει τη συμβολή της Χρύσας στη δημιουργία μιας «ποιητικής» του φωτός.
Η ενότητα αυτών των σχεδίων που παρουσιάζονται στην έκθεση στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά αφορούν μερικές από τις σημαντικότερες συνθέσεις της Χρύσας τη δεκαετία του 1960, όπως «Οι Πύλες της Times Square» και η «Κλυταιμνήστρα», καθώς και συνθέσεις της με «αναλύσεις» γραμμάτων της αλφαβήτου. Η έκθεση περιλαμβάνει ακόμη την πρωτότυπη αφίσα της έκθεσης του 1968 σχεδιασμένη από την ίδια την Χρύσα, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά έργα της, προερχόμενα από τις Συλλογές του MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, από τις Συλλογές του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) και τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Alpha Bank, καθώς και προσωπικές φωτογραφίες της Χρύσας από την Ελένη Μυλωνά.
Ποια είναι η Χρύσα
Η Χρύσα Βαρδέα γεννήθηκε το 1933 στου Ζωγράφου. Η οικογένειά της, αν και καταγόταν από τη γνωστή μανιάτικη οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων, ήταν φτωχή, ενώ ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν τον γνωρίσει. Αρχικά σπούδασε κοινωνική πρόνοια στην Αθήνα, εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα για την υποστήριξη των σεισμόπληκτων της Ζακύνθου το 1953, αλλά τον ίδιο χρόνο έφυγε από την Ελλάδα για το Παρίσι για να σπουδάσει στην Académie de la Grande Chaumière, ενώ συνέχισε τις καλλιτεχνικές της σπουδές στο Σαν Φρανσίσκο, στο California School of Fine Arts. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε τη σειρά «Κυκλαδικά βιβλία», λευκά γύψινα εκμαγεία χαρτόκουτων συσκευασίας, των οποίων οι χαράξεις από τα διπλωμένα φύλλα του χαρτονιού και η λευκή τους απλότητα παραπέμπουν σε κυκλαδίτικα ειδώλια. Προφανώς δεν χαρακτηρίστηκαν άδικα από την κριτικό τέχνης Μπάρμπαρα Ρόουζ ως προάγγελος του μινιμαλισμού. Την ίδια περίοδο δημιούργησε ζωγραφικά έργα και επιτοίχιες κατασκευές από μέταλλο ή γύψο στις οποίες αποτυπώνει ανάγλυφα γράμματα και σύμβολα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επηρεασμένη από το ζωντανό αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης και ειδικότερα από την China Town και την Times Square, πρωτοπορεί εντάσσοντας τον φωτισμό νέον στα έργα της. Από τα κορυφαία έργα της περιόδου αυτής είναι ακριβώς το μνημειακού χαρακτήρα «The Gates to Times Square» του 1966, ένα τρίμετρο γλυπτό από γαλάζιο νέον, ατσάλι και πλέξιγκλας μέσω του οποίου ο θεατής βυθίζεται σ’ έναν κόσμο από σύμβολα και φως.
Η Χρύσα συνεργάστηκε με την Betty Parsons Gallery, με την PACE Gallery και με τον θρυλικό έμπορο τέχνης Λίο Καστέλι, πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις και πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στα σημαντικότερα αμερικανικά μουσεία, όπως το ΜΟΜΑ, το Whitney Museum of American Art και το Solomon R. Guggenheim. Το όραμα της εκφράζεται μέσα από το παιχνίδι με το φως, την αρμονική οργάνωση των συνθέσεων, τα εμβληματικά ιδεογράμματα και τις αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, στο Βυζάντιο ή στη γυναικεία υπόσταση. Τη δεκαετία του 1980 ξεκίνησε να χρησιμοποιεί κυψελωτό αλουμίνιο μαζί με νέον σε επίτοιχες γλυπτικές συνθέσεις που καταλαμβάνουν επιθετικά τον χώρο με αγγλική και κινέζικη γραφή και συχνά αναφέρονται σε γνωστούς μητροπολιτικούς δρόμους και πλατείες, όπως η Mott Street, η Piccadilly Circus και η Chinatown. Την περίοδο 1992-1994 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μετέτρεψε έναν παλιό κινηματογράφο σε εργαστήριο, δημιουργώντας τη «Cinema Oasis», μια σειρά έργων από αλουμίνιο, νέον και ηχογραφήσεις από την πόλη της Αθήνας, τα οποία εκτέθηκαν στη Leo Castelli Gallery το 1996. Η Χρύσα επέστρεψε στην Αθήνα το 2007 όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της τον Δεκέμβριο του 2013.
Έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές καθώς και σε συλλογές σημαντικών μουσείων όπως το Albright-Knox Art Gallery, το MoMA και το Whitney Museum of American Art στη Νέα Υόρκη, το Hirshhorn Museum and Sculpture Garden στην Ουάσινγκτον, το Walker Art Center στη Μινεάπολη, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα. Έχει πάρει μέρος στις σημαντικότερες εκθέσεις στην Ευρώπη, όπως στην Ντοκουμέντα στο Κάσελ (1968, 1977) και στην Μπιενάλε της Βενετίας (1972). Στην Ελλάδα παρουσίασε την πρώτη της ατομική το 1979 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, ενώ το 1980 όπως ήδη αναφέραμε οργανώθηκε αναδρομική της έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το σίγουρο είναι ότι η Χρύσα δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται και να ψάχνει νέους δρόμους και τρόπους έκφρασης στην τέχνη. Ποιος λοιπόν θα οργανώσει μια νέα μεγάλη (αναδρομική) έκθεση με έργα της Χρύσας αναδεικνύοντας τον ρόλο της στη σκηνή του 20ού αιώνα και θέτοντας φυσικά τα ερωτήματα του σήμερα;