Τούτες τις μέρες το 1973, 12 φοιτητές και φοιτήτριες, παρουσίασαν τη γνωστή «Μελέτη των 12» της ΑΣΟΕΕ, όπως καταγράφηκε τότε από τα Μέσα Ενημέρωσης. Ήταν η πρώτη εμπεριστατωμένη ενέργεια που υπόβαλε προτάσεις προς τους φοιτητές, τους διανοούμενους και στη κοινωνία. Η χούντα μη θέλοντας να προχωρήσει σε άμεσα μέτρα καταστολής, λόγω του έντονα αναπτυσσόμενου φοιτητικού κινήματος, επέβαλε στη Σύγκλητο της ΑΣΟΕΕ να παραπέμψει τους 12 στο Πειθαρχικό Συμβούλιο της Σχολής, προκειμένου να τιμωρήσει με αποβολές τους φοιτητές/φοιτήτριες. Την ημέρα της απολογίας τους, 5 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μαζική φοιτητική συγκέντρωση (1.250 άτομα κατά την αστυνομία) στο προαύλιο της Σχολής, με πάθος και δύναμη, φωνάζοντας, έμμεσα, αντιδικτατορικά συνθήματα και τραγουδώντας το «Πότε θα κάνει Ξαστεριά» και Θεοδωράκη. Το πλήθος και η αγωνιστικότητα υποχρέωσε τη Σύγκλητο να επιβάλλει τη ποινή της απλής επίπληξης. Από κει και ύστερα το φοιτητικό κίνημα γιγαντώθηκε με κορύφωση την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η «Εποχή», προφανώς λόγω της επετείου, έλαβε και δημοσιεύει ένα όμορφο κείμενο από άγνωστο ή άγνωστη αποστολέα:
Όταν τις νύχτες του Γενάρη του 1973 κάθονταν και έγραφαν για τα προβλήματα της φοιτητικής ζωής –από τη στέγαση και το φαγητό, μέχρι τον τρόπο διδασκαλίας και το περιεχόμενο των μαθημάτων– και υπέγραφαν μια προκήρυξη που μιλούσε για ακαδημαϊκές ελευθερίες στο ελληνικό πανεπιστήμιο, δεν φαντάζονταν ότι συμμετείχαν σε μια γενναία πράξη αντίστασης κατά της χούντας, ούτε ότι θα έμεναν στην ιστορία ως οι συντάκτες/τριες της «Μελέτης των 12».
Πρωτεργάτες της πρώτης αντιδικτατορικής εξέγερσης –πριν από τη Νομική και το Πολυτεχνείο– χωρίς να το γνωρίζουν. Δεν ήταν ο ηρωισμός ο στόχος τους. Μόνο τις αγωνίες τους ήθελαν να καταγράψουν και να τις μοιραστούν με τους/τις συμφοιτητές/τριες τους, να δώσουν διέξοδο στα όνειρα τους, που τα έβλεπαν να στραγγαλίζονται από ένα ανελεύθερο και βάναυσο καθεστώς. Έτσι απλά, με την ορμή των 20 τους χρόνων και τη διάθεση να αλλάξουν ένα ελάχιστο κάτι στο αβάσταχτο ενός κόσμου που –εκτός συνόρων– έφτιαχνε Μάηδες και πορείες ειρήνης για να σταματήσει ο πόλεμος –στο Βιετνάμ τότε– και ρόκαρε διεκδικώντας κοινωνική δικαιοσύνη και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αψηφώντας τις συνέπειες στάθηκαν εκεί με ανεξάντλητη δύναμη και πλαισιώθηκαν από άλλους και άλλες και κάπως έτσι άντεξαν τα κατοπινά βασανιστήρια και τις διώξεις. Όταν έπεσε η χούντα, όταν στη συλλογική μνήμη προστέθηκαν οι νεκροί του Πολυτεχνείου και μια Κύπρος διχοτομημένη, ξαναγύρισαν στις σπουδές τους, τις ολοκλήρωσαν συνέχισαν τους αγώνες τους προσπαθώντας να κατακτήσουν το όραμα μέσα από δρόμους διαφορετικούς περισσότερο ή λιγότερο επαναστατικούς, απόλυτα αλληλέγγυους και ποτέ συντηρητικούς. Ήταν όμως και είναι –στο πέρασμα των χρόνων– πάντα μαζί στις προσωπικές στιγμές χαράς ή λύπης ή απλής γιορτής, με συνευρέσεις σε στέκια αγαπημένα ή με επαφές τηλεφωνικές συχνές. Πενήντα χρόνια μια γροθιά ο ένας για τον άλλο και ένα ασφαλές καταφύγιο. Και έχουν ένα δικό τους τρόπο να κοιτάζονται στα μάτια· ευθύ, διεισδυτικό, υποσχετικό.
Έτσι σας γνώρισα πριν από σχεδόν 20 χρόνια, άκουσα πολλές ιστορίες σας παλιές και καινούργιες, σας ένιωσα κοντά μου στον θρήνο του χαμού και αργότερα σας συνάντησα στη ροή των γεγονότων και των στιγμών ελπίδας. Και τώρα ξανά μαζί, μπροστά σε μια νέα απώλεια, κοιτάτε τον θάνατο κατάματα, όχι για να τον εμποδίσετε από άλλες συμφορές, αλλά για να επιβεβαιώσετε ψιθυριστά πως είναι τα έργα των ανθρώπων, που αφήνουν το αποτύπωμα τους σε μια εποχή και δημιουργούν τις μνήμες. Και αυτές είναι αθάνατες.