Η συνέντευξη του κ. Μητσοτάκη για την οικονομία επιβεβαίωσε τα παλαιοδεξιάς κοπής χαρακτηριστικά που ο ίδιος επέλεξε να προσδώσει στο κόμμα και στην κυβέρνησή του. Μια παλαιοδεξιά όμως που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος διεθνώς. Στη συνέντευξη αυτή λοιπόν ο κ. Μητσοτάκης έκανε ουσιαστικά δύο πράγματα: (α) υπεραμύνθηκε της πολιτικής του, της βίαιης διανομής και αναδιανομής του πλούτου στους οικονομικά ισχυρούς, αλλά και τους φίλους της ΝΔ, μιας πολιτικής, επομένως, που δημιουργεί οικονομική ασφυξία για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών και (β) καθύβρισε τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αφενός επαναλαμβάνοντας την παραχάραξη της πρόσφατης ιστορίας, ότι δηλαδή η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψε την οικονομία και αφάνισε τη μεσαία τάξη, αφετέρου κατέφυγε στην κινδυνολογία ότι αν τυχόν ξανακυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ η επενδυτική βαθμίδα δεν θα επιτευχθεί και ο Αλ. Τσίπρας δεν θα αντέξει στην εξουσία περισσότερο από 40 ημέρες, διότι το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος δεν είναι παρά βουντού, όπως αυτά που οδήγησαν στην πτώση της βρετανίδας πρώην πρωθυπουργού. Εδώ θα επικεντρωθούμε στο (α). Για το (β) παραπέμπω αφενός στο δΤ του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όπου επισημαίνεται το αδικαιολόγητο της κινδυνολογίας από έναν πρωθυπουργό που έχει ατελέσφορα εξαγγείλει την επενδυτική βαθμίδα μια ντουζίνα φορές, αφετέρου στο δΤ του Ε. Τσακαλώτου, όπου ανασκευάζεται η παραχάραξη της ιστορίας, μεταξύ άλλων και με παραπομπή στο βιβλίο «Με την πλάτη στον τοίχο». Επισημαίνω μόνο ότι, αφενός η πολιτική για την οποία έπεσε της κ. Τρας είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την εκδοχή των trickle down economics που εφαρμόζει ο κ. Μητσοτάκης, αφετέρου η επίθεση του κ. Μητσοτάκη στην αξιωματική αντιπολίτευση με ψέματα και ύβρεις, με λεκτική βία δηλαδή αντί επιχειρημάτων, αποκαλύπτει τη διχαστική, εμφυλιοπολεμική μπορούμε να πούμε στρατηγική, που φαίνεται απαραίτητη για να περάσει η πολιτική βίαιης διανομής και αναδιανομής. Αυτά χρειάζονται βέβαια ανάλυση, την οποία δεν θα επιχειρήσουμε εδώ.
Η βίαιη διανομή και αναδιανομή
Η βίαιη διανομή και αναδιανομή του πλούτου ξεκίνησε αμέσως με την ανάληψη της εξουσίας από τον κ. Μητσοτάκη. Στο πεδίο της παραγωγής και διανομής του πλούτου, πρώτος στόχος ήταν η μισθωτή εργασία, όπου σειρά νομοθετημάτων αποδυνάμωσαν τη διαπραγματευτική θέση και τις αμοιβές της. Επιπλέον, η κυβέρνηση οργάνωσε και ολοκλήρωσε την εκποίηση δημόσιου πλούτου (ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ, Εθνική Ασφαλιστική, Τρ. Πειραιώς κ.λπ.). Στο πεδίο της αναδιανομής, ο κ. Μητσοτάκης εξάντλησε όλο τον δημοσιονομικό χώρο που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ό,τι κατάφερε η δική του κυβέρνησή αποκλειστικά σε φοροελαφρύνσεις, οι οποίες παρόλο που αφορούσαν και μερίδες της (ασαφώς) λεγόμενης μεσαίας τάξης, ευνοούσαν πρωτίστως τις μεγάλες επιχειρήσεις, τον μεγάλο πλούτο. Επιπλέον, χρησιμοποίησε τους πόρους της 13ης σύνταξης που θέσπισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να χρηματοδοτήσει την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Με την έλευση της πανδημίας, αυτή η πολιτική βίαιης διανομής και αναδιανομής εντείνεται. Η κυβέρνηση πάγωσε τον κατώτατο μισθό επί δύο χρόνια, δηλαδή και για τη χρονιά της ανάκαμψης, παρά τις αντίθετες προεκλογικές δεσμεύσεις. Επίσης χρησιμοποίησε τον δημοσιονομικό χώρο που προέκυψε από τη χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας καθώς και τους πόρους του ταμείου ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ για να στηρίξει πρωτίστως τις μεγάλες επιχειρήσεις και ίσα που να διατηρήσει στη ζωή τις μικρές και τους ελεύθερους επαγγελματίες, επιβαρύνοντας όμως με νέα χρέη. Είναι χαρακτηριστική εδώ η διαφορά της επιστρεπτέας προκαταβολής από τη δωρεάν στήριξη της Aegean με δεκάδες εκατ., (αντίθετα από τη γερμανική κυβέρνηση που στήριξε τη Luftahansa με τρόπο που τελικά προστέθηκαν χρήματα στο δημόσιο ταμείο). Και βεβαίως αυτοί οι δημόσιοι πόροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ούτε για την αναγκαία στήριξη του ΕΣΥ (με θλιβερό αποτέλεσμα τις διεθνείς πρωτιές της χώρας μας σε θανάτους). Επιπλέον, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την πανδημία ως ευκαιρία για όργιο απευθείας αναθέσεων και κλειστών διαγωνισμών, ενώ παράλληλα ο κ. Μητσοτάκης προώθησε πρόγραμμα υπερεξοπλισμών. Και σαν να μην έφταναν αυτά, μέσα στην κρίση της πανδημίας ψηφίζεται ο νέος Πτωχευτικός Νόμος με αποκλειστικό σκοπό τη ρευστοποίηση της περιουσίας της καταχρεωμένης μεσαίας τάξης και χωρίς καμία προστασία της κύριας κατοικίας. Έβαλε μπροστά δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης το σχέδιο Πισσαρίδη για εξολόθρευση της μικροεπιχειρηματικότητας χάριν, υποτίθεται, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Όταν ήρθε η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια, η βιαιότητα της αναδιανομής απογειώνεται. Διότι ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο επέτρεψε την αισχροκέρδεια των ενεργειακών εταιρειών αλλά την χρηματοδότησε με τα αυξημένα (εξαιτίας της ακρίβειας) δημόσια έσοδα και με άλλους δημόσιους πόρους (που έπρεπε να προορίζονται για μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση και για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης). Επιπλέον, ανέχθηκε την αισχροκέρδεια στην αγορά τροφίμων μοιράζοντας κουπόνια, αλλά και την αισχροκέρδεια των τραπεζών που εκδηλώθηκε τόσο με την απίστευτη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων - δανείων, όσο και με προμήθειες - χαράτσια.
Υπεράσπισή της βίαιης διανομής και αναδιανομής
Αυτήν ακριβώς την πολιτική υπεράσπισε ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του. Για το κομμάτι της μεσαίας τάξης, που είναι υπερχρεωμένοι εξαιτίας των αλλεπάλληλων κρίσεων, είπε ψευδώς ότι οι ευάλωτοι προστατεύονται με τον νέο πτωχευτικό κι έδωσε διάλεξη για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές που θα την ζήλευαν και οι τροϊκανοί. Για τους μισθούς, μας είπε ότι είναι βέβαιος πως οι επιχειρήσεις θα τους αυξήσουν, αποσιωπώντας την ανηλεή νομοθετική επίθεση της κυβέρνησής του στη μισθωτή εργασία. Για τους συνταξιούχους, μας είπε να αρκεστούν με τα κουπόνια της κυβέρνησης και τις αυξήσεις που προβλέπονται στον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ, αυξήσεις που τις παρουσίασε ως δικές του. Λοιδόρησε τους αγρότες που κινητοποιούνται διότι αυτό κάνουν κάθε χρόνο τούτες τις ημέρες. Ακόμη και τους βιομήχανους της ενεργοβόρου μεταποίησης, που εξέπεμψαν sos, τους γείωσε, παραπέμποντας σε ευρωπαϊκή λύση. Δικαιολόγησε τις απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς, ενώ για το αν αντέχει η ελληνική οικονομία τα δισ. των υπερεξοπλισμών… δεν του έγινε ερώτηση.
Όσο για την μακροοικονομική κατάσταση, εκεί θριαμβολόγησε. Παρά τα εισαγόμενα προβλήματα με την ακρίβεια, μας είπε, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετική, πράγμα που το πιστοποιούν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι υψηλές ξένες επενδύσεις, η αύξηση των εξαγωγών και η μείωση της ανεργίας. «Οι τρόποι που αντιμετώπισα την κρίση σε λίγα χρόνια θα διδάσκονται στα πανεπιστήμια». Ειλικρινά, το είπε κι αυτό! Έκανε βέβαια ότι δεν έχει ακούσει την κριτική ότι εξαιτίας της πολιτικής του η ανάπτυξη αυτή αφορά λίγους και ότι οι νέες θέσεις εργασίας είναι κατά κανόνα άθλιες. Όταν μάλιστα του επισημάνθηκε ότι ένας κρίσιμος δείκτης για την κατάσταση της οικονομίας, όπως το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, βαίνει ελλειμματικός και αυξανόμενος, ο κ. Μητσοτάκης το απέδωσε στην ενεργειακή ακρίβεια παρόλο που το έλλειμμα αυτό αυξάνεται και χωρίς τα καύσιμα.
Επίσης, εκ πρώτης όψεως, ο κ. Μητσοτάκης δεν φάνηκε να ανησυχεί για το γεγονός ότι όταν ξεπεραστεί με το καλό η παρούσα πληθωριστική κρίση που ενισχύει τα δημόσια έσοδα, τότε η σωρεία φοροαπαλλαγών του μεγάλου πλούτου που ο ίδιος θέσπισε, σε συνδυασμό με το εμπορικό έλλειμμα, ίσως δημιουργήσουν οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα. Απεναντίας εξήγγειλε και νέες φοροαπαλλαγές με τη μορφή μείωσης ασφαλιστικών εισφορών κι ενδεχομένως κάποιων έμμεσων φόρων. Αυτά όμως είναι μόνο εκ πρώτης όψεως. Διότι ο κ. Μητσοτάκης, παρόλο που δεν μπορεί να πει δημόσια, γνωρίζει πολύ καλά ότι όταν θεσπίζει φοροαπαλλαγές δεν μπορεί παρά να χρειαστεί να περικόψει δημόσιες δαπάνες. Έχει φροντίσει όμως γι’ αυτό: υποχρηματοδότησε και το ΕΣΥ (εξού η τωρινή κατάρρευσή του) και τη δημόσια παιδεία. Και το έκανε αυτό όχι από δημοσιονομική ανάγκη αλλά από πολιτική επιλογή. «Θα ανατριχιάσετε εσείς οι αριστεροί», μας έλεγε στις προγραμματικές δηλώσεις του, με όσα σχεδιάζω να κάνω στο ΕΣΥ. Είναι αλήθεια ότι τον καθυστέρησε κάπως η πανδημία, αλλά εκείνο το σχέδιο βρίσκεται πλέον σε πλήρη εξέλιξη: απαξίωση μέσω υποχρηματοδότησης και έλευση ιδιωτών ως σωτήρων. Τα ίδια και στην παιδεία, όπου την τεχνική εκπαίδευση την παρέδωσε στους ιδιώτες, ανατρέποντας την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς, ο κ. Μητσοτάκης, αν επανεκλεγεί, θα συνεχίσει αυτή την πολιτική επιθετικότερα. Σε τούτο συνηγορεί και ό,τι είπε για τους δημόσιους υπαλλήλους: νέο μισθολόγιο το 2024, με πριμ παραγωγικότητας. Που σημαίνει, αφενός ότι όπως και το 2022 έτσι και το 2023 οι δημόσιοι λειτουργοί θα αντιμετωπίσουν την κρίση ακρίβειας με τα κυβερνητικά κουπόνια και εκ των ενόντων, αφετέρου ότι από το 2024 ο κ. Μητσοτάκης σχεδιάζει αύξηση ελάχιστων μόνο μισθών και καθήλωση όλων των άλλων, με βάση την τιμωρητική αξιολόγηση. Να λοιπόν πώς πληρώνει και πώς θα συνεχίσει να πληρώνει, τις αθρόες φοροελαφρύνσεις του μεγάλου πλούτου: με την απαξίωση και ιδιωτικοποίηση της υγείας και της παιδείας. Γιατί η κοινωνική πλειοψηφία δεν πρέπει να το θέλει αυτό; Διότι 40 χρόνια τέτοιων πολιτικών υπέρ των ολιγαρχών και η κοινωνική πόλωση που τις συνοδεύουν μας έχουν δείξει ότι στραγγαλίζουν τόσο την οικονομία όσο και τη δημοκρατία. Διότι οι ΗΠΑ, να το πούμε αλλιώς, είναι παράδειγμα προς αποφυγή: η κοινωνική πλειοψηφία εκεί κατέληξε, αφενός να αλληλοσφάζεται, αφετέρου με στάσιμα επί δεκαετίες εισοδήματα, με υπέρογκα χρέη για στέγη, υγεία και παιδεία, με διαρκή κίνδυνο απώλειας της στέγης εξαιτίας των χρεών αυτών και με αδυναμία εξασφάλισης μιας αξιοπρεπούς σύνταξης.