Μετά την τριήμερη συζήτηση στη βουλή για την πρόταση δυσπιστίας, συζητάμε με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Θοδωρή Δρίτσα τις συνέπειες των παρακολουθήσεων, το πώς τις αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα και τις αναγκαίες παραιτήσεις.
Μόλις ολοκληρώθηκε η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, μετά τις αποδείξεις για παρακολουθήσεις έξι ατόμων από την ΕΥΠ. Γιατί επιλέχθηκε αυτή η οδός, αφού η εμπιστοσύνη των βουλευτών είναι δηλωμένη;
Σπάνια υπάρχει συγκυρία, ώστε μία πρόταση δυσπιστίας να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της «δεδηλωμένης» και την πτώση της κυβέρνησης. Ωστόσο, η πρόταση δυσπιστίας είναι σε κοινοβουλευτικό επίπεδο η κορυφαία πρωτοβουλία αμφισβήτησης μιας κυβέρνησης. Νομίζω ότι ορθά επιλέξαμε αυτή την οδό, θέτοντας στο κέντρο των εξελίξεων το ζήτημα της δημοκρατίας και της αντίστασης σε αυτό το ιδιότυπο παρακράτος που έχει αναπτυχθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε όλα, σχεδόν, τα πεδία. Στην οικονομία, στα ζητήματα κοινωνικής οργάνωσης, στο προσφυγικό, στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, στον πολιτισμό και βέβαια εν προκειμένω στη λειτουργία της ΕΥΠ. Πρόκειται για ένα παράλληλο κράτος προσωποπαγές και ακραία ταξικό, που το ονόμασαν «επιτελικό».
Η ΕΥΠ ήταν συχνά αμαρτωλή και κατά το παρελθόν. Εδώ όμως πρόκειται για σχεδιασμό κορυφής και όχι για «ρυπαρά δίκτυα» που ενήργησαν σε βάρος του πρωθυπουργού, πρόσφατη εφεύρεση τελικής αλλά εμφανώς ενοχικής άμυνας, ως πέπλο προστασίας του Μητσοτάκη. Μιας ύστατης προσπάθειας δηλαδή, αποποίησης ευθυνών που προϋποθέτει βέβαια τη συσκότιση και τη συγκάλυψη. Γι’ αυτό καλά κάναμε και θέσαμε το ζήτημα στο ανώτερο επίπεδο κοινοβουλευτικού ελέγχου, αν και το ζήτημα αυτό είναι τόσο μεγάλο, που πράγματι δεν φτάνει μία πρόταση δυσπιστίας. Χρειάζεται ταυτόχρονα και παράλληλα, να ενθαρρύνουμε μία πρόταση γενικευμένης αντίστασης, μία μάχη υπεράσπισης της δημοκρατίας επίμονη και επίπονη. Όχι αφηρημένα και γενικόλογα, αλλά στοχευμένα ως προϋπόθεση και εργαλείο για την κοινωνική δικαιοσύνη, την κοινωνική συνοχή, τα ατομικά και συλλογικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Με αυτή την έννοια, η μάχη αντίστασης δεν μπορεί να έχει μόνο εκλογικό στόχο, αλλά πρέπει να έχει ακόμα μεγαλύτερο βάθος, να είναι διαρκής, συστηματική και κυρίως δεσμευτική για την επόμενη μέρα, για μια άλλη ποιότητα και ένα διευρυμένο περιεχόμενο δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η ενεργητική συμμετοχή των κοινωνικών δυνάμεων είναι περισσότερο από ποτέ απολύτως αναγκαία.
Είμαστε θαρρείς μπροστά σε μία νέα διαιρετική τομή, αντίστοιχη του μνημόνιο-αντιμνημόνιο ή του υπέρ/κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών;
Πράγματι είμαστε μπροστά σε μια αναγκαία διαιρετική τομή, που σχηματικά θα την λέγαμε «δημοκρατία-αυταρχισμός». Αυτή δεν ανακύπτει μονάχα από τις παρακολουθήσεις, αλλά και από το επιτελικό κράτος Μητσοτάκη, την αστυνομία στα πανεπιστήμια, την αντιμετώπιση του προσφυγικού ως ένα ζήτημα ελληνοτουρκικών αντιθέσεων με ό,τι σημαίνει αυτό για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη γενικευμένη καλλιέργεια του φόβου, τη φαυλότητα και την επικοινωνιακή χειραγώγηση και πολλά-πολλά άλλα. Η ανάγκη γι’ αυτήν την τομή δεν έχει μόνο ελληνική διάσταση, αλλά και ευρωπαϊκή και διεθνή. Έχουμε μπροστά μας μία γενικευμένη αρνητική πορεία που πρέπει να ανακοπεί και να αλλάξει κατεύθυνση. Για τις υποκλοπές, η αιχμή σήμερα είναι να σπάσει αυτό το παρακρατικό απόστημα και να αποκατασταθεί η συνταγματική νομιμότητα, με την οποία στο άρθρο 19, απαγορεύονται απολύτως οι παρακολουθήσεις, με δύο μόνο περιοριστικές εξαιρέσεις, υπό τον απόλυτο έλεγχο της ΑΔΑΕ και της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Δεν είναι νομικισμός αυτό που λέω. Χωρίς να κάνουμε αυθαίρετες ταυτίσεις, καλό είναι να αναγνωρίσουμε μία ιστορική αναλογία με τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του `60 που γέννησαν το παλλαϊκό κίνημα 1-1-4, απέναντι στην κατάργηση από τα ανάκτορα της λαοπρόβλητης κυβέρνησης του 53% της Ένωσης Κέντρου. Δεν είναι το ίδιο, αλλά είμαστε μπροστά σε μία διαρκή απειλή σε βάρος μιας εξαιρετικά σημαντικής συνταγματικής κατάκτησης, ένα πρωτεύουσας σημασίας δημοκρατικό δικαίωμα, όπως είναι το δικαίωμα στην ελευθερία της επικοινωνίας. Η ΑΔΑΕ εντέλλεται, όχι απλώς δύναται, να περιφρουρήσει αυτήν την απολύτως απαραβίαστη συνταγματική αρχή προστασίας των επικοινωνιών. Ο κ. Ράμμος λοιπόν, έχει την συνταγματική αλλά και εκ του νόμου υποχρέωση να κάνει όσα έχει κάνει μέχρι τώρα. Η συζήτηση που γίνεται εμφανίζοντας τον κ. Ράμμο χειραγωγούμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ ή και συναλλασσόμενο με τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει άθλια και επικίνδυνα κίνητρα.
Τη δεκαετία του ’60 το παρακράτος καλλιεργήθηκε από την τότε Δεξιά, αλλά το κράτος -ιδίως με τη δολοφονία Λαμπράκη- λειτούργησε. Δεν λοιδόρησε τον Σαρτζετάκη, ούτε τον Δελαπόρτα, ούτε βεβαίως τον Λαμπράκη. Η στάση της κυβέρνησης δεν θα έχει συνέπειες εντός της ΝΔ; Πώς αποδέχεται αυτή την κατάσταση;
Χωρίς βεβαίως να εξαγνίζουμε τίποτα για την τότε εποχή, το παρακράτος του καραμανλικού και βασιλικού κράτους, τότε ήταν πιο αυτονομημένο. Αυτό δεν απαλλάσσει τον Καραμανλή από τις ευθύνες του. Δεν περίμεναν βέβαια ότι ο Δελαπόρτας και ο Σαρτζετάκης θα είχαν αυτή τη στάση, όταν ηγεμόνευε ο συνωμότης εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κόλλιας. Στη ελληνική εκδοχή μεταδημοκρατίας, ο Μητσοτάκης εγκολπώνεται στοιχεία ενός παράλληλου συγκεντρωτικού προσωποπαγούς ελέγχου του κράτους. Κανείς δεν μπορεί να περιμένει ότι μία μυστική υπηρεσία θα είναι «γειτονιά των αγγέλων», αλλά σίγουρα ο δημοκρατικός πολιτικός έλεγχος της ΕΥΠ είναι πάντα μία υποχρέωση και θα έπρεπε να είναι μία εγγύηση απέναντι σε κάθε εκτροπή. Ο Μητσοτάκης επέλεξε τον προσωπικό και όχι τον συνταγματικό έλεγχο της ΕΥΠ και τον ανέθεσε μάλιστα, στον απολύτως θεσμικά αναρμόδιο και ανεξέλεγκτο, Δημητριάδη! Αυτό είναι η αρχή του σκανδάλου και είναι ζήτημα πάρα, πάρα πολύ σοβαρό.
Δε νομίζω ότι μπορούν τώρα, σε προεκλογική περίοδο, να υπάρξουν έντονες δημόσιες αντιδράσεις από στελέχη της ΝΔ, πέραν αυτών που έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής. Οι ρωγμές όμως στο μπλοκ των δυνάμεων που αναφέρονται στη ΝΔ, είναι εμφανείς. Και αντίστοιχα είναι αξιοσημείωτη, η γενικευμένη αντίδραση επιστημόνων, διανοούμενων και κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Εδώ είναι και η δική μας ευθύνη. Η μάχη που δίνουμε για τις υποκλοπές δεν πρέπει να αποτυπωθεί ως ένα ζήτημα που αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Είμαστε και πρέπει να είμαστε πρωτοπορία στη μάχη απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, οφείλουμε όμως να είμαστε και ηγεμονική πολιτική δύναμη, σε μία ευρύτερη λαϊκή δημοκρατική εγρήγορση χωρίς αυτοεπιβεβαιωτικά σύνδρομα. Η επιδίωξη αυτή πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι σταθερή πυξίδα για μας και για όλα τα άλλα μέτωπα και περιεχόμενα, της πολιτικής αλλαγής που επιθυμούμε.
Ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε «επιδιώκω τη σύγκριση και όχι τη σύγκρουση». Γιατί επιλέγουν τη γραμμή «όλοι ίδιοι είμαστε»;
Η Δεξιά πάντα στα δύσκολα δραπετεύει. Γιατί είναι παράταξη κατ’ εξοχήν εξουσιαστική. Επιλέγει να κουκουλώνει τα πράγματα και να ανασυγκροτείται με τις λιγότερες δυνατές αρνητικές συνέπειες. Ο Μητσοτάκης θα μπορούσε να μετατρέψει την πρόταση δυσπιστίας σε πρόταση ψήφου εμπιστοσύνης. Δεν το τόλμησε, γιατί η φυγή θα ήταν αφτιασίδωτη. Προτίμησε να συζητηθεί μεν η πρόταση δυσπιστίας, επιλέγοντας τον αμυντικό αλλά ενοχικό αντιπερισπασμό να αναδείξει πόσο… «διεφθαρμένος» είναι ο ΣΥΡΙΖΑ! Από την αρχή της συζήτησης βάρεσαν τα κανόνια εμπρηστικού λόγου -Γεωργιάδης, Μαρκόπουλος και λοιποί- για να δώσουν τον τόνο. Ούτε καν ασχολήθηκαν να βρουν κάποιες δικαιολογίες για τις υποκλοπές. Ως να μην υπάρχουν… Επιχείρησαν να διαμορφώσουν μία άλλη ατζέντα, αλλά η αλλοπρόσαλλη άμυνά τους δεν ήταν καν «κατενάτσιο».
Οι παρακολουθούμενοι γιατί δεν διαφοροποιήθηκαν; Τι μας δείχνει η στάση τους; Ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε μόνο ότι δεν του είναι ευχάριστο.
Κατά τη γνώμη μου, ο Κ. Χατζηδάκης δεν δικαιούται να είναι υπουργός και να φέρνει και νομοσχέδια. Ένας υπουργός ο οποίος παρακολουθείται, δεν χαίρει της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού, άρα δεν έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση. Εκείνη όμως που συνεχίζει να χαίρει εμπιστοσύνης είναι η αρμόδια εισαγγελέας, η κα. Βλάχου, η οποία υπέγραφε ανά δίμηνο τις παρακολουθήσεις. Επί πολλά, πολλά συνεχή δίμηνα! Και ξέρετε, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως προέκυψε από το πόρισμα της ΑΔΑΕ, παρακολουθείτο για δύο χρόνια. Τουλάχιστον δώδεκα φορές υπεγράφη η εισαγγελική έγκριση της παρακολούθησης! Πώς γίνεται να κάνουν λόγο τώρα για «ρυπαρά δίκτυα», όταν ο πρωθυπουργός υπερασπίζεται και καλύπτει ακόμα την εισαγγελέα;
Οι στρατιωτικοί που παρακολουθούνταν δεν πρέπει να παραιτηθούν;
Η παρακολούθηση της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, θέτει τεράστια ζητήματα. Εμείς πάντως στον Τομέα Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, είμαστε πιο προσεκτικοί στις δημόσιες τοποθετήσεις μας, με δεδομένο ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι πολιτικά πρόσωπα. Το ζήτημα της παραίτησης του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρου δεν το έχουμε θέσει και δεν θα μπούμε σε προσωπικού χαρακτήρα αντιπαράθεση με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό που αναδεικνύουμε, είναι την ευθύνη αυτού του επικίνδυνου πρωθυπουργού που κατάφερε να υπονομεύσει ακόμα και το κύρος της στρατιωτικής ηγεσίας.
Στο διεθνές τοπίο πώς θα εκληφθεί αυτό το σκάνδαλο; Δεν επηρεάζει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, δεν έχει διαρραγεί το απόρρητο των Ενόπλων Δυνάμεων;
Προφανώς η ελληνική Πολιτεία εκτίθεται ως προς την ποιότητα της δημοκρατίας και ως προς το κύρος της. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν επιπτώσεις. Αυτή όμως είναι μία πιο σύνθετη συζήτηση γιατί συχνά και η διεθνής πραγματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό προβληματική, παρά τη σχετική αντοχή κατακτημένων όρων δημοκρατικής λειτουργίας.
Πώς ερμηνεύεις τη στάση του ΚΚΕ, που επέλεξε στη συζήτηση να εξισώσει τη ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τη γραμμή «όλοι ίδιοι είναι»;
Το ΚΚΕ νομίζω ότι είναι εγκλωβισμένο στις συνέπειες των επιλογών του περιβόητου ’89. Κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι. Επιλέγει μία πολιτική διατήρησης δυνάμεων και διαρκούς… «πρωταρχικής συσσώρευσης». Επιμένει να μην τολμά να συμβάλει σε κοινωνικές συμμαχίες που μπορούν να φέρουν κοντά εργαζόμενους ανθρώπους που παρά τη διαφορετική κομματική τους προτίμηση, μπορούν να ενωθούν σε κοινούς αγώνες, ώστε να πολλαπλασιαστεί η δυναμική των προσδοκιών τους. Είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες της συγκυρίας. Θα ήταν πολύ σημαντικό εάν η κοινωνική δυναμική βοηθήσει να αλλάξουν αυτές οι επιλογές.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ χαρακτήρισε ως «δώρο» στη ΝΔ την πρόταση δυσπιστίας.
Όντως αυτή ήταν μία αρχική επιπόλαιη προσέγγιση. Γρήγορα βέβαια την άλλαξαν, αν και κράτησαν τη ρητορική ίσων αποστάσεων για «κοκορομαχίες» κ.λπ. Δεν είναι καθόλου «δώρο» η πρόταση μομφής. Η ΝΔ είναι πολύ στρυμωγμένη. Γι’ αυτό και είναι σε διαρκή άμυνα και μάλιστα ενοχική και άτσαλη με πολλές «τρύπες». Από τη στιγμή που δεν μπορεί να βρει ο Μητσοτάκης την πολιτική γενναιότητα να παραιτηθεί, δεν έχουν άλλη επιλογή και αυτό σηματοδοτεί πολιτική ήττα. Σε αυτές τις συνθήκες, εμείς με τίποτα δεν πρέπει να περιοριστούμε μονοσήμαντα στο στόχο, της αναγκαίας βέβαια, συσπείρωσης του δικού μας κόσμου. Τώρα χρειάζεται να εργαστούμε με σεμνότητα, συνέπεια και έμπνευση, ώστε να αντιτάξουμε μία εμπράγματη πολιτική και να στείλουμε στην ελληνική κοινωνία ένα δυνατό μήνυμα αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής, στηριγμένη σε αρχές και αξίες. Αυτή είναι η δική μας μάχη και υποχρέωση για να φέρουμε την πολιτική αλλαγή.