Πάντοτε πίστευα πως στον τομέα του πολιτισμού προτιμούμε να κοιτάμε προς τα πίσω παρά προς τα μπρος. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ως μύθος συγκρότησης και ταυτότητας, ως χρέος και ιερή διαθήκη, υπήρξε το απόλυτο σημείο ετεροκαθορισμού. Ένα βάρος που μοιάζει αδύνατον να σηκώσεις, μια προσταγή που μοιάζει αδύνατον να ακολουθήσεις. Οι υπερθετικοί όροι αντιμετώπισης, οι στρογγυλεμένες επιφάνειες που δεν παραχωρούν χώρο για αστερίσκους ή διαφωνίες, η ουσιαστική άγνοια που κατοικεί συχνά στο υπέδαφος του θαυμασμού ορίζει το πεδίο αυτό ως ιερό και αμετακίνητο. Η κληρονομιά είναι ο πολιτισμός μας, το παρελθόν είναι το παρόν μας. Και μεις περισσότερο κληρονόμοι παρά αυθύπαρκτες οντότητες εντός του πολιτιστικού πεδίου.
Πάντοτε πίστευα πως η συνθήκη αυτή προέκυπτε κυρίως από ιδεολογία. Ότι ήταν ένας εσωτερικευμένος συντηρητισμός οριζόντιος που τελικά μέσα στις δεκαετίες έγινε κοινός τόπος. Η ευκολία του θαυμαστικού και η βολική παραδοχή πως δεν χρειάζεται να ρίξεις μπόι όταν στέκεσαι στους ώμους των γιγάντων. Η περιούσια καταγωγή που εξασφαλίζει μια περιούσια αυτοεικόνα στα παιδιά της. Αγάλματα, μνημεία, αρχαία θέατρα, τσιτάτα σε ακατάλληλα χείλη, τοπωνύμια, ονόματα δρόμων, μιμήσεις κτιρίων, μιμήσεις κοσμημάτων, πομπώδη ονόματα παιδιών. Μια εύκολη σύνδεση με μια μεγάλη δεξαμενή ικανή να τροφοδοτεί με νόημα τη χώρα για αιώνες.
Κατά την περίοδο του σύγχρονου καθεστώτος, είναι η πρώτη φορά που ένιωσα (πιο πολύ αίσθημα παρά συμπέρασμα) πως οι λόγοι αυτής της προτεραιότητας του παρελθόντος –όπως αυτοί μετατρέπονται σε πολιτική μέσω του υπουργείου Πολιτισμού– δεν είναι ιδεολογικοί. Είναι οικονομικοί. Το παρελθόν είναι το μεγάλο αγροτεμάχιο και το παρόν το αυθαίρετο που έχει χτιστεί πάνω του. Η αξιοποίηση του παρελθόντος μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Άρα στο πλαίσιο της απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς είναι χρήσιμο, ικανό προς ακραία εκμετάλλευση. Δεν βρισκόμαστε πια μπροστά σε έναν συντηρητισμό, ή μια αρχαιοπρέπεια αλλά μπροστά στον κυνισμό της αγοράς. Μια σειρά από χειρισμούς του υπουργείου με πιο πρόσφατα –και πιο ξεκάθαρα προς αυτή την κατεύθυνση– παραδείγματα τη συλλογή Στερν ή τον δανεισμό των Ελγινείων μαρμάρων δείχνουν ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Προς μια κυνική εκμετάλλευση στο πλαίσιο της συνολικής τουριστικοποίησης της χώρας. Χωρίς –έστω υπερφίαλη– περηφάνια αλλά με την κουτοπονηριά του εμπόρου της πιάτσας.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητή και η απόλυτη περιφρόνηση των ανθρώπων της τέχνης από την πλευρά του υπουργείου με πιο πρόσφατο παράδειγμα το προεδρικό διάταγμα για τους ηθοποιούς και τις δραματικές σχολές. Ο σύγχρονος πολιτισμός είναι το μη αποδοτικό κομμάτι του πολιτισμού. Δεν μπορεί να πουληθεί (ή ακόμη και αν γινόταν αυτό θα ήθελε έναν μακρόπνοο σχεδιασμό και πού να τρέχεις τώρα…) άρα δεν μας αφορά. Οι καλλιτέχνες γίνονται οι ίδιοι οι αγοραστές του προϊόντος που παράγουν. Οι συγγραφείς πληρώνουν για τα βιβλία τους, οι ηθοποιοί δεν πληρώνονται για τις παραστάσεις τους, οι κριτικοί για τις κριτικές τους κτλ. Ο σύγχρονος πολιτισμός μετατρέπεται σε ένα χόμπι το οποίο ασκεί όποιος αντέχει να το αγοράζει (γιατί και η μη πληρωμή στην πραγματικότητα αγορά είναι).
Και έτσι το παρελθόν συνεχίζει να κυριαρχεί επί του παρόντος μας. Αυτή τη φορά όμως εκπορνευμένο. Ένας απολίτιστος πολιτισμός μεταφρασμένος σε ταληράκια, μια τουριστική πλαστικοποίηση, μια πολτοποίηση του μεγαλείου μακριά από κάθε ζωντανή ανάσα.
Αλλά ο πολιτισμός δεν είναι τα μάρμαρα ή οι πεσμένες κολώνες. Είναι η ανθρώπινη βούληση μέσα σε αυτά. Είναι πρωτίστως οι άνθρωποι του πολιτισμού. Του παρελθόντος αλλά κυρίως του παρόντος. Οι αγωνίες, οι δοκιμές και τα επιτεύγματά τους. Η συνομιλία τους με την εποχή και τις εποχές. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν περιφρονηθεί βάναυσα. Και ένα κράτος που περιφρονεί τους καλλιτέχνες στην πραγματικότητα περιφρονεί την ίδια την κοινωνία.