Παραμονή των Χριστουγέννων του 2008 συνέβη στη χώρα μας ένα γεγονός που για όσους το βιώσαμε με τη στοιχειώδη συνείδηση έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μας. Η επίθεση με οξύ στην εργαζόμενη καθαρίστρια, στη συνδικαλίστρια, στη γυναίκα Κωνσταντίνα Κούνεβα. Η αγριότητα και τα συγκεκριμένα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτής της επίθεσης δεν ήταν κάτι που –τότε τουλάχιστον– μπορούσαμε ως κοινωνία να προσπεράσουμε ως γνώριμο ή αναμενόμενο. Ήταν ένα έγκλημα που τάραξε την κοινή γνώμη και οδήγησε έμπρακτα εκατοντάδες πολίτες να συνεισφέρουν ό,τι η καθεμιά και ο καθένας μπορούσε για να αντιμετωπιστούν οι τρομακτικές συνέπειες στη ζωή της. Έτσι συγκεντρώθηκαν τα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που χρειάστηκαν οι περισσότερες από 30 επεμβάσεις, για να αποκατασταθεί σε όποιο βαθμό ήταν ιατρικά δυνατό η βλάβη που προκάλεσε αυτή η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα.
Οι δύο δράστες της επίθεσης δεν εντοπίστηκαν από την αστυνομία και δεν συνελήφθησαν ποτέ. Η ποινική έρευνα έκλεισε με σημαντικές ελλείψεις. Με αποτέλεσμα να μη γίνει ποτέ ποινικό δικαστήριο για αυτό το συνταρακτικό γεγονός που άφησε ανεξίτηλες συνέπειες στη ζωή της εργαζόμενης και συνδικαλίστριας Κούνεβα. Έγινε μόνο αστικό δικαστήριο για να οριστεί αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος. Το 2013, η πρωτόδικη απόφαση έκρινε τον εργοδότη της, την ΟΙΚΟΜΕΤ, υπεύθυνο «γιατί δημιούργησε κλίμα σύγκρουσης εναντίον μου που οδήγησε στην επίθεση και όρισε αποζημίωση 250.000 ευρώ. Από αυτά μου έδωσε 60.000 και στη συνέχεια προσέφυγε στη δικαστική εξουσία» λέει η Κ. Κούνεβα. Η Κωνσταντίνα Κούνεβα είχε δεχτεί απειλές πριν την επίθεση ότι θα την σκοτώσουν αν συνεχίσει να διεκδικεί δίκαιους και σύννομους όρους εργασίας για τις συναδέλφους της, αν συνεχίσει δηλαδή να ασκεί το νόμιμο δικαίωμά της να συνδικαλίζεται. Ωστόσο, το Εφετείο, μετά από δυόμιση χρόνια, έκρινε ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια με το έγκλημα. Η Κούνεβα αποτάθηκε στον Άρειο Πάγο, ο οποίος, το 2018, επικρότησε την απόφαση του Εφετείου και ζήτησε από την ίδια να επιστρέψει στον εργοδότη της το ποσό της αποζημίωσης που είχε λάβει συν τα δικαστικά έξοδα.
«Δυόμιση ολόκληρα χρόνια περίμενα να βγει η απόφαση του Εφετείου. Στον ενάμιση χρόνο, είχα ζητήσει την αντικατάσταση του δικαστή διότι μου ήταν ακατανόητο γιατί υπάρχει τόση χρονοτριβή. Μου είπαν ότι δεν πρέπει να ανακατεύομαι», λέει στην Εποχή η Κ. Κούνεβα. «Εν τέλει και ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι καλώς έκρινε την υπόθεση το Εφετείο. Δεν μπορούσα να συμφωνήσω με αυτήν την απόφαση, ήταν άδικο και αντίθετο με όσα έχω βιώσει. Προσέφυγα σε οικονομικό δικαστήριο. Και αυτό απεφάνθη οριστικά και τελεσίδικα ότι πρέπει να επιστρέψω το μέρος της πρωτόδικα επιδικασθείσας αποζημίωσης. Προσπαθώ να μην περνά από την καρδιά και από το μυαλό μου, αλλά τέτοιες δικαστικές αποφάσεις είναι επικίνδυνες για όλη την κοινωνία».
Τέτοιες αποφάσεις έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά από χαρακτηριστικές παραλείψεις και πράξεις των λειτουργών της δικαστικής εξουσίας, το τελευταίο χρονικό διάστημα, που επιτείνουν ένα –απελπιστικό συχνά– αίσθημα ελλείμματος ισονομίας και δικαιοσύνης. «Τα δικαστήρια προκαλούν μεγάλη καταστροφή στην Ελλάδα», τονίζει η Κ. Κούνεβα. «Το 2018 προσέφυγα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταγγέλλοντας ότι η αστυνομία και η δικαστική εξουσία δεν κάνουν τη δουλειά της και περιμένω από εκεί την απόφαση».
«Τα χρήματα της αποζημίωσης προσπάθησα με χίλια ζόρια να τα κρατήσω απείραχτα. Και οι δεκάδες επεμβάσεις που χρειάστηκαν εξαιτίας της επίθεσης, κυρίως στη Γαλλία, οι οποίες κόστισαν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, πληρώθηκαν με τα χρήματα του κόσμου», επισημαίνει η Κ. Κούνεβα. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε εκεί που δεν μπόρεσε η δικαστική εξουσία. Το κράτος, εν είδει αποζημίωσης, έδωσε στην Κούνεβα ένα σπίτι και μια αναπηρική σύνταξη. Όμως ευθύνες δεν αποδόθηκαν για αυτό το έγκλημα. Απέτυχε και η πολιτεία να ελέγξει το γιατί. Γιατί η αστυνομία δεν έφερε στο δικαστήριο όλα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν πιο πιθανή μια καταδίκη;
Ο κόσμος ακόμα και σήμερα δεν ξεχνά. «Σταματούν και μου μιλούν στον δρόμο. Και νέοι αλλά περισσότερο μεγαλύτεροι. Ήταν κάτι πολύ βίαιο και όποιος μπορεί να συσχετιστεί με αυτό, σε σκέψη ή σε δράση, δεν μπορεί να ξεχάσει. Δεν πήγα να κάνω κάτι βίαιο, να τσακωθώ. Έκανα αυτό για το οποίο είχα εκλεγεί από τις συναδέλφους μου, να ασκήσω το δικαίωμα που μου αναγνωρίζει ο νόμος».
Παρόλα αυτά, η Κωνσταντίνα Κούνεβα είναι εδώ και όσα πίστευε και έπραττε παραμένουν παρόντα στη σκέψη και τη δράση της: «Είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι να είναι οργανωμένοι γύρω από το δικό τους συνδικάτο. Να ενημερώνονται και να λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εργασία και την ασφάλειά τους. Να προστατεύονται οι συνδικαλιστές για να επιτελούν αυτό τον σκοπό για όλους. Το 30% περίπου όλων των ατυχημάτων δηλώνονται ως εργατικά ατυχήματα. Και αυτά είναι μόνο όσα δηλώνονται ως τέτοια. Είναι πραγματικά καίριο να πάψει αυτή η ιδιότυπη γενοκτονία».