Μεγάλη συζήτηση στην Ιταλία για το περίφημο άρθρο 41 bis, του νόμου για το καθεστώς των φυλακών υπ’ αριθ. 354/1975, που εισήχθη το 1986 από τον νόμο Γκοτσίνι και αφορούσε, αρχικά, αποκλειστικά τις περιπτώσεις εσωτερικής έκτακτης ανάγκης ή εξέγερσης στις φυλακές, ενώ μετά από τη βομβιστική επίθεση της Cosa Nostra, το 1992, στην οποία βρήκε τον θάνατο ο εισαγγελέας Τζοβάνι Φαλκόνε, η σύζυγός του και τρεις αστυνομικοί που τον συνόδευαν, αφορά και τους κρατουμένους που ανήκουν σε εγκληματική οργάνωση τύπου μαφίας.
Ο στόχος του άρθρου 41 bis είναι να εμποδίσει την επικοινωνία ανάμεσα στους κρατουμένους και την οργάνωση. Όσοι υπόκεινται σε αυτό το καθεστώς, αποκαλούμενο «σκληρή φυλακή», κρατούνται σε απομόνωση, σε ειδικούς τομείς χωριστούς από την υπόλοιπη δομή, παρακολουθούνται 24 ώρες το 24ωρο, έχουν δικαίωμα επισκέψεων μία φορά τον μήνα και χωρίς άμεση επαφή, τους επιτρέπεται μόνο ένα τηλεφώνημα τον μήνα και έχουν ελάχιστες ή καμία δυνατότητα να δέχονται αντικείμενα ή χρήματα από το εξωτερικό περιβάλλον. Η αλληλογραφία τους ελέγχεται και μπορούν να βρεθούν στο προαύλιο για δύο ώρες, το πολύ, την ημέρα και σε μια ομάδα όχι μεγαλύτερη των τεσσάρων ατόμων.
Η διάρκεια του ειδικού αυτού καθεστώτος είναι τέσσερα χρόνια, αλλά είναι δυνατό να παραταθεί και για επόμενες περιόδους, ίσες με δύο έτη κάθε φορά. Στο 41 bis υπάγονται επίσης εγκλήματα τρομοκρατίας ή ανατροπής της δημοκρατικής τάξης μέσω βίαιων πράξεων.
Στο καθεστώς του άρθρου 41 bis υπάγεται και ο αναρχικός Αλφρέντο Κόσπιτο, ηγέτης της Άτυπης Αναρχικής Ομοσπονδίας- Επαναστατικού Μετώπου. Έχει καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλακή, λόγω βομβιστικών ενεργειών κατά των καραμπινιέρων και για τον τραυματισμό στα πόδια ενός διευθυντή της εταιρείας Ansaldo Nucleare. Η ποινή του είναι πιθανό να μεταβληθεί σε «ergastolo ostativo», δηλαδή σε ισόβια κάθειρξη χωρίς οιουδήποτε είδους ωφελήματα ή εναλλακτικές μορφές έκτισης της ποινής ή υφ’ όρων απόλυση. Αυτού του είδους η ισόβια κάθειρξη, εξετάζεται από το Ακυρωτικό Δικαστήριο λόγω αντισυνταγματικότητας.
Ο Αλφρέντο Κόσπιτο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σχεδόν ολοκληρωτική απομόνωσή του για 10 μήνες, έπειτα από 10 χρόνια φυλακής, έχει φθάσει στις 102 ημέρες απεργίας πείνας. Η κατάστασή του είναι απελπιστική και κινδυνεύει να πεθάνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι σύντροφοί του διαδηλώνουν ζητώντας να αποφευχθεί ο θάνατός του, ακόμη και όσοι έχουν πολιτικές διαφωνίες μαζί του. Οι επιθέσεις σε Ρώμη, Αθήνα, Βερολίνο και Βαρκελώνη δεν φαίνεται να τον βοηθούν, μάλλον το αντίθετο. Η δικαστική εξουσία και, ακόμη περισσότερο, η κυβέρνηση Μελόνι, που ψήφισε τον νόμο για το ergastolo ostativo, δεν δείχνουν να συγκινούνται. «Το κράτος δεν εκφοβίζεται», λέει η Μελόνι.
Η μεταφορά του Κόσπιτο στο νοσοκομείο της φυλακής της Όπερα, στα περίχωρα του Μιλάνου, δεν πρόκειται, σύμφωνα με τον δικηγόρο του, να αλλάξει την απόφασή του να οδηγήσει μέχρι τα άκρα τη διαμαρτυρία του. «Θα τον μετατρέψουν σε μάρτυρα», δηλώνει.
Είναι τουλάχιστον δύο δεκαετίες που οι κοινωνικοί επιστήμονες και οι μελετητές των φυλακών στέκονται κριτικά απέναντι στη συστηματική εμφάνιση εκτάκτων μέτρων σε σχέση με την τακτική Δικαιοσύνη, καθώς και στη συστηματική υπερβολή των δηλωμένων εκτάκτων αναγκών και την επαναλαμβανόμενη επέκτασή τους σε διαφορετικές καταστάσεις και διαφορετικά άτομα από εκείνα για τα οποία προορίζονταν αρχικά. Οι ποινικολόγοι και οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν ονομάσει αυτό το φαινόμενο «Ποινικό Δίκαιο του εχθρού».
Η επιβολή του άρθρου 41 bis κινδυνεύει τελικά να καταλήξει σε εξουδετέρωση του ατόμου, σε στέρηση κάθε οικογενειακής και ανθρώπινης σχέσης, σε μια ποινή θανάτου εν ζωή. Πώς είναι δυνατό η ποινική μεταχείριση ενός ανθρώπου να μοιάζει τόσο με εκδίκηση;
Με το ίδιο του το σώμα, ο Κόσπιτο μάς κάνει να αναρωτηθούμε αν το κράτος δικαίου μπορεί να ταυτίζεται με τη βία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να οδηγήσει έναν άνθρωπο να προτιμήσει τον θάνατο. Αν εκείνος πεθάνει, το ερώτημα δεν θα εκλείψει.