«Ο Τσαρλς Σίμικ είναι μία πρόταση / Μία πρόταση έχει αρχή και τέλος […] Ποιο είναι το αντικείμενο της πρότασης; Το αντικείμενο, μικροί μου, δεν φαίνεται ακόμη.» Οι στίχοι αυτοί (σε μετάφραση του Ντίνου Σιώτη) ανήκουν στον ποιητή Τσαρλς Σίμικ που γεννήθηκε στο Βελιγράδι το 1938 με το όνομα Ντούσαν και σε ηλικία 16 ετών μετανάστευσε με την οικογένεια του στις ΗΠΑ, για να αποτελέσει μέσα στα χρόνια -όχι απλώς μια αναγνωστική πρόταση- αλλά έναν από τους κορυφαίους και πολυβραβευμένους ποιητές της αμερικανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας.
O Σίμικ, κάτοχος βραβείου Πούλιτζερ και δαφνοστεφής ποιητής για το 2007 στις ΗΠΑ, έφυγε από τη ζωή στα 84 του χρόνια στις 9 Ιανουαρίου του 2023, έχοντας αναγνωριστεί για τη μοναδικότητα της φωνής του. Μιας ποιητικής φωνής που ενέπλεξε με δεξιοτεχνία τον μύθο, τα σέρβικα δημοτικά τραγούδια της πατρίδας του, το σουρεαλιστικό στοιχείο, το μαύρο χιούμορ μιας αφοπλιστικής αποδόμησης του κόσμου όπως τον ξέρουμε.
Ο Σίμικ -με σταθερή παρουσία στα γράμματα από την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1967 έως και τον Αύγουστο του 2022, όταν και κυκλοφόρησε το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του- προσέγγισε με τρόπους εκπληκτικά ευρηματικούς μερικές από τις πιο σκοτεινές σελίδες της συλλογικής ιστορίας και του πολύ προσωπικού του βιώματος από την Γιουγκοσλαβία των παιδικών του χρόνων.
Μοιράζομαι εδώ ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του ποιήματα. Έχει τίτλο «Δύο σκύλοι» και έχει μεταφραστεί από τον Στρατή Χαβιαρά στην ωραία έκδοση που μας παρέδωσαν με τον Ντίνο Σιώτη υπό τον τίτλο «Η μουσική των άστρων» (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2010).
Γράφει ο Σίμικ:
Γέρικο σκυλί φοβάται τη σκιά του
Σε κάποια πόλη του νότου.
Την ιστορία αυτή μου την είπε
Μία γυναίκα που έχανε το φως της,
Ένα καλοκαιριάτικο βραδάκι
Ενώ σέρνονταν οι σκιές
Από τα δάση του Νιου Χάμσαϊρ,
Ένας δρόμος μακρύς μ’ ένα σκυλί
Μόνο, στενάχωρο
Κι ένα ζευγάρι σκονισμένες κότες,
Κι ο ήλιος να βαράει αλύπητα όλη μέρα
Σ’ εκείνη την ανώνυμη πόλη του Νότου.
Μου θύμισε τους Γερμανούς που μόλις
Είχανε βροντήξει τις μπότες τους
Περνώντας έξω από το σπίτι μας το 1944.
Καθώς ο κόσμος στεκόταν στα πεζοδρόμια
Και τους κοίταζε με την άκρη του ματιού,
Η γη να τρέμει, περνάει, περνάει ο θάνατος…
Ένα άσπρο σκυλάκι έτρεξε στον δρόμο
Και μπερδεύτηκε στα πόδια των στρατιωτών.
Το κλότσησαν και πέταξε σαν να είχε φτερά.
Όλο αυτά τα πράγματα βλέπω!
Τη νύχτα να πέφτει. Ένα σκυλί με φτερά.
Απόλυτο δείγμα γραφής από έναν ποιητή που αγαπήθηκε από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, με πολλά ποιήματά του να μνημονεύονται και να μεταφράζονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα κατά διαστήματα. Ενδεικτικά από τους Γιώργο Χουλιάρα, Ελεάννα Πανάγου και Χάρη Βλαβιανό, μέχρι και τις πρόσφατες αποδόσεις των Παναγιώτη Ιωαννίδη και Δημήτρη Πέτρου.
Μοιάζει ο Σίμικ να είχε ανακαλύψει στην ποίησή του έναν ασφαλή τόπο συνάντησης Ανατολής και Δύσης, όπου τα Βαλκάνια όνειρά του εξακολουθούν να μας συγκινούν, να μας ξαφνιάζουν, καθώς αφηγούνται μη γραμμικά μερικές από τις πιο παλιές ιστορίες των ανθρώπων. Η νύχτα, το άγνωστο, ο φόβος, ο θάνατος είναι θέματα που κυριαρχούν στο έργο του Σίμικ με τρόπους πολλές φορές τραγικά ανάλαφρους και γι’ αυτό συνταραχτικούς. Γραφή μεγάλης ακρίβειας και οικονομίας, ενστικτώδης, αινιγματική, «άγρυπνη» και οπωσδήποτε οδυνηρή κατά τη μεταγλώττιση της από έναν σπουδαίο παραμυθά με σπάνιο πνεύμα.
Γι’ αυτό και η σύρτις αποσύρεται με δύο ποιήματα του Σίμικ (σε μετάφραση του Δημήτρη Πέτρου) όπου κοινός παρονομαστής είναι το στοιχείο μιας αλλιώτικης ποιητικής παραβολής. Το δίδαγμα ένα: ο άνθρωπος μόνος και το τέλος προδιαγεγραμμένο.
Μάτια με το ζόρι ανοιχτά
Πόσο σκληρά εργάζεται ο θάνατος,
πόσες ώρες περνάει στη δουλειά κανείς δεν το σκέφτεται.
Η νεαρή σύζυγος στο σπίτι πάντα μόνη
σιδερώνει τα ρούχα του.
Οι όμορφες κόρες
στρώνουν το βραδινό του τραπέζι.
Οι γείτονες χαρτοπαίζουν στις αυλές
ή απλώς κάθονται στα σκαλιά
και πίνουν μπύρα.
Ο θάνατος, στο μεταξύ, σε άγνωστες γειτονιές
ψάχνει κάποιον βαριά άρρωστο,
όμως η διεύθυνση παραδόξως λάθος,
ακόμα κι ο θάνατος δεν βγάζει άκρη
μ’ όλες αυτές τις κλειστές πόρτες.
Αρχίζει να βρέχει.
Μεγάλη θυελλώδης νύχτα προβλέπεται.
Ο θάνατος, χωρίς μια εφημερίδα να καλύψει το κεφάλι του, χωρίς ένα
κέρμα να τηλεφωνήσει σ’ εκείνη που μαραζώνει
καθώς ξεντύνεται αργά, νυσταγμένη
και τεντώνεται γυμνή στο κρεβάτι
από τη μεριά του θανάτου.
Άτιτλο ποίημα από τη συλλογή «The world doesn’t end»
Ο φύλακας άγγελος μου φοβάται το σκοτάδι.
Δεν το παραδέχεται, με στέλνει μπροστά, λέει επιστρέφει σε ένα λεπτό. Πολύ σύντομα δεν βλέπω τίποτα. «Αυτή πρέπει να είναι η πιο σκοτεινή γωνιά του ουρανού», ψιθυρίζει κάποια πίσω μου. Όπως φαίνεται ο φύλακας άγγελος της λείπει κι αυτός.
«Είναι εξωφρενικό», της λέω. «Τα δειλά βρομόπαιδα μας εγκατέλειψαν», ψιθυρίζει.
Και φυσικά, από όσο γνωρίζουμε, μπορεί και να είμαι ήδη εκατό χρονών, κι εκείνη απλώς ένα νυσταγμένο κοριτσάκι με γυαλιά.