Θωμάς Τσαλαπάτης «Η ομορφιά των όπλων μας», εκδόσεις Αντίποδες, 2021
Την πρώτη φορά που ο Θωμάς μού μίλησε για αυτό το βιβλίο ήταν εν μέσω της πρώτης καραντίνας. Τον είχα πετύχει στον δρόμο και μιλήσαμε στα γρήγορα, λες και κάναμε κάτι κακό, κι από απόσταση 10 μέτρων λες κι ετοιμαζόμασταν για μονομαχία. Βέβαια, όλη εκείνη η περίοδος είχε κάτι το πολεμόπληκτο και πολεμοχαρές, τόσο στη φρασεολογία όσο και στην κινησιολογία της, οπότε είναι μάλλον λογικό ότι το βιβλίο αυτό, «Η ομορφιά των όπλων μας», ως γνήσιο παιδί της καραντίνας, αποτελεί μια συλλογή πράξεων βίας που τελούνται, κατά σειρά εμφάνισης: ενάντια στη φαινομενική ηρεμία της καθημερινότητας (στην ενότητα του βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Περιστατικά»), την αστική ευγένεια (στην ενότητα «Οι ορθοί σου τρόποι»), την επίσημη ιστορία («Η ιστορία έτσι κι όχι αλλιώς»), τη λογική και τις προερχόμενες από αυτή πράξεις («Τα έμπρακτα») και, τέλος, ενάντια στην έννοια, ενότητα, υπόσταση αλλά και φορητότητα του έθνους-κράτους («Σημαίες»).
Αυτές οι πράξεις βίας μπορούν να ιδωθούν είτε ως πράξεις ξεχωριστές, με το κάθε ένα από τα 37 μείον 1 ποιήματα (μετράω τη Δήλο και την Επιστροφή στη Δήλο ως ένα) να αποτελεί και από μία, είτε ως μία και μόνη πράξη που εκτυλίσσεται σε πολλά επεισόδια.
Τι εννοώ όταν λέω πράξεις βίας; Διαβάζοντας την Ομορφιά των όπλων μας, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως υπάρχει ένας μηχανισμός που την διατρέχει, κάτι σαν μέθοδος αποσταθεροποίησης, όχι πρωτόγνωρη στη δουλειά του Θωμά, που νομίζω βρίσκει σχεδόν καθολική εφαρμογή σε αυτό το βιβλίο. Σχηματικά, τα βήματα πάνε κάπως έτσι:
Βήμα πρώτο: το ποίημα ξεκινάει από κάτι γνώριμο και οικείο που μπορεί να πάρει τη μορφή μιας ιστορικής προσωπικότητας, όπως στην ενότητα «Η ιστορία έτσι κι όχι αλλιώς», τμημάτων του ανθρώπινου σώματος, όπως τα χέρια στο ομώνυμο ποίημα, τη μορφή ενός ζώου, όπως το ποντίκι που σουλατσάρει στο πάτωμα κατά τη διάρκεια μιας δεξίωσης όπου κρίνεται το μέλλον μιας ολόκληρης φυλής, του ονόματος του ίδιου συγγραφέα του βιβλίου ή ενός εγχειριδίου καλής συμπεριφοράς. Οικεία, επίσης, μας είναι στο πρώτο αυτό βήμα τα τοπωνύμια και τα εθνικά και πατριδωνυμικά που φιγουράρουν στις Σημαίες, αλλά και οι μεμονωμένες λέξεις και έννοιες που αλέθονται στη μηχανή του κιμά που θέτουν σε λειτουργία τα «Έμπρακτα».
Βήμα δεύτερο: σχεδόν από την αρχή, το οικείο και γνώριμο ανοικειοποιείται, το χαλί τραβιέται κάτω από τα πόδια μας και στη θέση του μένει μια αμφισβήτηση, το αποτύπωμα μιας σακατεμένης διαλεκτικής αντιπαράθεσης, ένας τόπος μετέωρος και στερημένος ή καλύτερα απελευθερωμένος από βεβαιότητες. Με άλλα λόγια μια τρύπα, όπου χωράνε φράσεις όπως οι ακόλουθες:
«Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία παρεξήγηση» (στο «Πολύ νεκρός για να πεθάνει»).
Ή: το πάτωμα άρχισε να πλημμυρίζει, τα έπιπλα να επιπλέουν, και το πρώτο πράγμα που κατρακύλησε ήταν το πρόσωπό του (στο «Τα βουνά του φεγγαριού»).
Ή: μέσα στην ατέλειωτη πτώση, όλα μοιάζουν. Η ταχύτητα του κενού τα εξισώνει. Λυτά, τα μαλλιά μπλέκουν μεταξύ τους. Τα μάτια βυθίζονται σε άλλα μάτια (στο «Ένας ηγεμόνας»).
Ή: Είμαι η βουβή κορδέλα/ Που ξεκινάει από το στόμα μου/ Και πουθενά δεν πηγαίνει (στο «Θωμάς Τσαλαπάτης»).
Ή: Δεν είναι μόνο το επικλινές της υπόθεσης/ δεν είναι καν η μονίμως υγρή επιφάνεια που διαρκώς ανανεώνεται./ Είναι κυρίως όσα προσπαθούν να πνιγούν εκεί μέσα (στο «Κέρασμα»).
Εκτός από φράσεις, στην τρύπα που διανοίγει το δεύτερο αυτό βήμα χωρούν επίσης και εικόνες ολόκληρες, όπως εκείνη στο «Η ημέρα που εισέβαλα στη Δανία», όπου ο αφηγητής-εισβολέας, με τα πολλά και αφού, όπως μας λέει: «Εισέβαλα και εισέβαλα/ στη χώρα αυτή/ που όλοι ονομάζουν Δανία» τελικά φτάνει και την βρίσκει άδεια και το νερό ακόμα να κυλάει χωρίς θόρυβο.
‘Άλλες εικόνες: οι Ινδοί που κουβαλάνε τη διαμελισμένη και άρα πληθυντική, όπως χαρακτηρίζεται, χώρα τους στους ώμους τους στο «Από την κοίτη του ποταμού Βραχμαπούτρα».
Ή εκείνη όπου ο κόσμος συρρέει σε μια χώρα που μπορεί να είναι η Πολωνία αλλά μπορεί και όχι, αφού όπως διαβάζουμε, μια χώρα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πρόθεση συλλογική.
Ή εκείνη στο ποίημα «Ισλανδία», όπου πάλι ο αφηγητής αναρωτιέται:
«Και τις πιο σκοτεινές μου ώρες πάντα σκέφτομαι: τι θα γινόταν αν το νησί αυτό άλλαζε όνομα;
Αν ξυπνούσαν ξαφνικά και το έβρισκαν αλλαγμένο.
Θα άλλαζαν όνομα και αυτοί;
Ή μήπως θα άλλαζαν νησί;»
Και τα λοιπά και τα λοιπά, σχεδόν, με έμφαση στο σχεδόν γιατί υπάρχουν κι εξαιρέσεις, σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Αυτή η ενεργοποίηση μιας ακρωτηριασμένης διαλεκτικής που είναι κάτι παραπάνω από απλή παραδοξολογία (εξαιτίας, ακριβώς, της αρχιτεκτονικής δομής της) δεν είναι, όπως προανέφερα, πρωτόγνωρη για τη δουλειά του Τσαλαπάτη. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από την Άλμπα:
«Εδώ εισπνοή και εκπνοή ταυτίζονται προς ένα και μόνο σημείο. Τεμάχια αέρα και φιμωμένοι οδοδείκτες, ο χρόνος κάθετος στην ευθεία του εδάφους και κάθε κατεύθυνση επιστροφή.
Εδώ να προσέχεις την πτώση σου γιατί κανείς δε γνωρίζει μέσα σε ποιο Εδώ πρόκειται να σηκωθείς. Η φωνή μας εδώ τίποτα άλλο, παρά απάντηση στην ηχώ που προηγήθηκε».
Ούτε, όμως, και μέσα στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών και θεωρητικών ρευμάτων της εποχής κατά την οποία ο Τσαλαπάτης κι οι συνομήλικοί του/μας ενηλικιωθήκαμε και συνεχίζουμε να κολυμπάμε, όπου το πουλόβερ των μεγάλων ιδανικών και ιδεολογημάτων ξηλώνεται εδώ και κάτι παραπάνω από μισό αιώνα, είναι πρωτόγνωρη η συγκεκριμένη κίνηση. Το θέμα δεν είναι να εντοπίσουμε τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, αλλά να δούμε τι συμβαίνει σήμερα, όταν ένας άνθρωπος της δικής μας εποχής και γενιάς, δηλαδή της δεύτερης κατά σειρά γενιάς που δεν έχει ζήσει πόλεμο, αποφασίζει να πάρει τα όμορφα όπλα του και να επιτεθεί. Να πάρει αμπάριζα και να βγει, ανοίγοντας τόσα πολλά μέτωπα ταυτόχρονα και διαπράττοντας όλες αυτές τις πράξεις βίας απέναντι σε μεγαλοαφηγήματα όπως το έθνος-κράτος, ο εαυτός, ο ηρωισμός, η αστική ευγένεια αλλά κι η ίδια η λογική της λογικής που τοποθετεί αυθαίρετα έννοιες τη μία δίπλα στην άλλη για να δημιουργήσει ενότητες και κατασκευές εκεί που, πριν την πράξη, εδώ επίσης τη μαθηματική, δεν υπήρχε τίποτα.
Αυτή η πολυμέτωπη επίθεση είναι, νομίζω, η χρησιμότητα και ο μεγάλος πλούτος της Ομορφιάς των όπλων μας.
Όσο για την ίδια την ομορφιά, ας περάσουμε, κλείνοντας, στο βήμα τρία:
Τι γίνεται, λοιπόν, στο τρίτο βήμα, στην τρίτη πράξη μιας διαλεκτικής από αυτές που κάνουν τον Χέγκελ να κάνει κωλοτούμπες στο μνήμα του;
«Τίποτα», θα μπορούσε να απαντήσει κάποια ή κάποιος σε αυτό το ερώτημα, και κατά μία έννοια θα είχε δίκιο. Όπως και στο θέατρο, στο κλείσιμο του κάθε ποιήματος μένουμε με την εμπειρία της απορίας, χωρίς να μας έχει δοθεί κάποια χειροπιαστή λύση. Δεν ξέρουμε, π.χ. αν η Ινδία ξανακόλλησε ούτε και τι απέγινε τελικά το ποντίκι. Ωστόσο, η οπτική γωνία έχει ήδη μετατοπιστεί. Και μαζί της έχει ήδη προκύψει η συνειδητοποίηση ότι πίσω από αυτό που βλέπουμε ως ένα υπάρχουν πολλά, και απροσδόκητα. Ορίστε δύο πράξεις που είναι κάτι παραπάνω από ένα τίποτα.
Το κείμενο αποτέλεσε ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου, τον Νοέμβριο του 2022.