Μάρθα Καρπόζηλου «Τα ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα», Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2021
Μιλώντας ο Κ.Θ. Δημαράς στα 1980 για τα «καλά εργαλεία», δηλαδή τα έργα υποδομής της επιστημονικής έρευνας, έλεγε ότι «αν κάποτε προαχθεί η επιστημονική συνείδηση στην Ελλάδα, η εποχή μας θα τιμηθεί ιδίως γιατί κατέστησε, ή τουλάχιστον επεδίωξε να καταστήσει, κοινόχρηστα τα εργαλεία που είταν κάποτε προνόμια ολίγων […] και συνάμα επεδίωξε και επέτυχε να αυξήσει την χρησιμότητα των εργαλείων αυτών».
Ο Δημαράς εν προκειμένω κάνει έναν απολογισμό και φαίνεται να δικαιώνεται για άλλη μια φορά. Αφενός επειδή όντως την εποχή εκείνη ο βιβλιογραφικός αναβρασμός στο πεδίο των νεοελληνικών σπουδών υπήρξε άνευ προηγουμένου: μελέτες επί μελετών, προσθήκες επί προσθηκών και σημειώματα επί σημειωμάτων δημοσιεύονταν στο πεδίο της βιβλιογραφίας, οδηγώντας αργότερα στο τιτάνιο έργο που χάραξε ο Φίλιππος Ηλιού με την Ελληνική Βιβλιογραφία. Αφετέρου επειδή τότε όντως οι νεοελληνικές σπουδές αναπαράγουν τον εαυτό τους μέσω ενός consensus μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας: οι βετεράνοι σήμερα και νέοι ακόμη τότε ερευνητές καταγράφουν, αποδελτιώνουν και ταξινομούν τις κιτρινισμένες σελίδες άλλων αιώνων, προσφέροντας στην κοινότητα τον κόπο τους, καθιστώντας κτήμα κοινό τα έντυπα που βρήκαν στις δυσπρόσιτες βιβλιοθήκες, τα περιοδικά μου ρήμαζαν στα σπουδαστήρια, τα χειρόγραφα που είτε πωλούνταν με την οκά στους δρόμους είτε σάπιζαν σε κάποιο σεντούκι παλιού αρχοντικού. Δίπλα στους ανθρώπους υπήρξαν θεσμοί, σύλλογοι, επιστημονικές εταιρείες και συσσωματώσεις που υποστήριξαν εκείνη την κοσμογονία: το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, ο Όμιλος Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού, η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού κ.ά.
Η ηρωική εποχή
Πρόκειται για την ηρωική εποχή των νεοελληνικών σπουδών και έχει κάτι το συγκινητικό να σκεφτόμαστε ότι αυτός ο μόχθος δεν πήγε χαμένος, ότι σήμερα ανοίγουμε και συμβουλευόμαστε εκείνα τα ευρετήρια και εκείνες τις βιβλιογραφίες για την εργασία μας και ότι δίχως αυτά θα υπήρχαν κενά και χάσματα τεράστια, αχαρτογράφητες περιοχές, πλάνες και στρεβλώσεις μη συγγνωστές. Σε αυτό έγκειται ο δεύτερος λόγος του Δημαρά: τα εργαλεία εκείνα έγιναν αναπόσπαστο στοιχείο της επιστημονικής έρευνας. Προϋπόθεση όμως υπήρξε η «επιστημονική συνείδηση», δηλαδή τόσο η αντίληψη περί εν γένει επιστήμης –ο σωστικός χαρακτήρας της ιστορικής έρευνας εν προκειμένω– όσο και περί επιστήμης συνυφασμένης με κοινωνικές παραμέτρους – ο εκδημοκρατισμός της γνώσης, όπως προσφυώς λέμε σήμερα, η αντίληψη ότι η επιστημονική κοινότητα είναι μέρος του κοινωνικού συνόλου, ότι ο επιστήμονας με την εργασία του δεν συμβάλει μόνο σε ένα στενό και περίκλειστο πεδίο, αλλά διοχετεύει και καθιστά προσβάσιμη τη γνώση σε ένα ευρύτερο ακροατήριο προς όφελος τόσο της επιστήμης όσο και της κοινωνίας.
Το υλικό επιστέγασμα μιας συστηματικής έρευνας
Σε εκείνη την παλαιά και ακόμη μάχιμη φρουρά ανήκει η Μάρθα Καρπόζηλου που με το τελευταίο της δίτομο έργο έρχεται να καλύψει με τρόπο άρτιο και υποδειγματικό ένα κενό των νεοελληνικών σπουδών – τα περιοδικά του 19ου αιώνα. Η Καρπόζηλου έχει διαγράψει ήδη μια μακρά πορεία στο αντικείμενο, δίνοντάς μας έργα για τον Ελληνικό νεανικό Τύπο, 1830-1914 (1987), τα Ελληνικά οικογενειακά-φιλολογικά περιοδικά, 1847-1900 (1991), για τα Τεύχη-αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών, 1879-1997 (1999), τα Κριτικά κείμενα σε περιοδικά του 19ου αιώνα, 1831-1863 (2005) κ.ά. Η προνομιακή της σχέση με τον περιοδικό Τύπο, η ερευνητική της έφεση στον 19ο αιώνα και η πολυετής εμπειρία της είναι εκείνες οι παράμετροι που καθιστούν το τελευταίο της έργο κάτι παραπάνω από αξιόλογο.
Τα Ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, εκδομένα από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων σε δύο τόμους, έγχρωμα και με πλουσιότατη εικονογράφηση, με γραμματοσειρά ειδικά σχεδιασμένη από τον Γιώργο Ματθιόπουλο και πρόλογο της Έλλης Δρούλια, αποτελούν το υλικό επιστέγασμα μιας έρευνας σαράντα ετών και μιας συστηματικής ερευνητικής προσπάθειας σπάνιας ομολογουμένως. Ο πρώτος τόμος του έργου αποτελεί μια εκτενή εισαγωγή στον περιοδικό Τύπο του 19ου αιώνα, όπου τίθενται μεθοδολογικά ζητήματα, προσεγγίζεται ιστορικά και στην εξέλιξή του το αντικείμενο, ενώ θίγονται με τρόπο σύντομο, πυκνό και εποπτικό βασικές παράμετροι της έκδοσης και κυκλοφορίας των περιοδικών: τα είδη, η ύλη, το κοινό, ο χώρος και ο χρόνος δραστηριότητάς τους, το οικονομικό ζήτημα, οι συνδρομητές, οι χορηγοί κτλ. Κατόπιν συζητούνται τα βιβλιογραφημένα λήμματα – εδώ οι ενότητες αντιστοιχούν στον τρόπο εργασίας/καταγραφής, τον οποίο η Καρπόζηλου προτείνει ως προσφορότερο για τη μελέτη του περιοδικού Τύπου: οι τίτλοι και υπότιτλοι των περιοδικών, οι εκδότες και οι συνεργάτες τους, το μότο ως στοιχείο ταυτότητας, η έδρα και τα τυπογραφεία, η κυκλοφορία και η περιοδικότητα της έκδοσης, το σχήμα του εντύπου, οι συνδρομές και οι πωλήσεις, οι βιβλιοθήκες στις οποίες βρίσκονται σήμερα και τυχόν ψηφιοποιήσεις των περιοδικών, η αναγκαία δευτερογενής βιβλιογραφία και τυχόν ειδικότερα σχόλια. Ο πρώτος τόμος κλείνει με τα απαραίτητα ευρετήρια εκδοτών, τυπογραφείων και τόπων, ενώ αρκετοί είναι οι διαφωτιστικοί και χρήσιμοι στατιστικοί πίνακες που αναφέρονται, π.χ. στην ηλικία των εκδοτών, στους τόπους έκδοσης, στα τραβήγματα των εντύπων κτλ.
Αν ο πρώτος τόμος συνιστά ένα modus operandi, έναν τρόπο προσέγγισης των περιοδικών και μια εισαγωγή στο ειδικότερο θέμα των ελληνικών περιοδικών του 19ου αιώνα, τότε ο δεύτερος τόμος είναι ένα εργαλείο ασφαλούς πλοήγησης στον ωκεανό. Η Καρπόζηλου καταγράφει 589 περιοδικά κατ’ αλφαβητική σειρά, προσπαθώντας να δημιουργήσει το μέχρι πρότινος διαφυγόν corpus των περιοδικών του 19ου αιώνα. Ακολουθώντας την τυποποίηση που προτείνει στον πρώτο τόμο, από τον ογκώδη δεύτερο αυτόν τόμο παρελαύνει ένας ολόκληρος αιώνας – αν όχι εν δόξη και λαμπρότητι, σίγουρα κατά το δυνατόν πλήρης και σαφής, τοποθετημένος ευτάκτως και ισομερώς. Περιοδικά γνωστά, όπως η Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων του Ιακώβου Πιτζιπιού, η Εθνική Αγωγή του Γεωργίου Δροσίνη και η Εφημερίς των Κυριών της Καλλιρόης Παρρέν, συναντιούνται με λιγότερο γνωστά έντυπα, όπως τα Μύρια Όσα του Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίσση, το Παυσίλυπον του Δημοσθένους Χατζηαναγνώστου και την Ανατολή του Αυγουστίνου Λιβαθηνόπουλου – η συνάντηση αυτή είναι και οπτική, καθώς η Καρπόζηλου φρόντισε να δώσει έγχρωμες εικόνες των εντύπων, όχι για να διανθίσει, αλλά για να τεκμηριώσει την κάθε εγγραφή της.
Εφεξής
Τα Ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα συστηματοποιούν μια υπάρχουσα γνώση, δίνοντας όμως πολλά νέα στοιχεία στο φως και προτείνοντας μια μεθοδολογία έρευνας. Πριν και παράλληλα με την Καρπόζηλου, άλλοι μελετητές ασχολήθηκαν με τον περιοδικό Τύπο είτε σε έκταση είτε σε βάθος, προσφέροντας εργασίες για επιμέρους περιοδικά, ομάδες περιοδικών κ.τ.ό. Η συμβολή τους υπήρξε αναντιρρήτως σημαντική, ωστόσο η εργασία της Καρπόζηλου συνίσταται στη δημιουργία ενός άτλαντα, ενός πανοράματος – συνίσταται σε μια ολοκληρωμένη αποτύπωση του συνόλου του περιοδικού Τύπου ενός αιώνα εις βάθος και πλάτος ταυτόχρονα, γεγονός αναμφιβόλως αξιοθαύμαστο. Μπορούμε εν μέρει, λοιπόν, να πούμε ότι το εν λόγω έργο λύνει τα χέρια των μελετητών, καλύπτει ένα μείζονος σημασίας επιστημονικό κενό και, όπως κάθε μελέτη, δίνει ένα πλαίσιο για περαιτέρω έρευνα με συμπληρώσεις και αναθεωρήσεις.
Τέλος, το εύλογο ερώτημα: «Ξεμπερδέψαμε και με αυτό;». Η απάντηση είναι οπωσδήποτε αρνητική. Το έργο της Καρπόζηλου είναι ένα «καλό εργαλείο», προκειμένου να διευρύνει την έρευνα. Αν, όπως είπε ο Αλέξης Πολίτης, ο «δέκατος ένατος αιώνας είναι ο πατέρας μας», τότε οι λογαριασμοί μας μαζί του δεν έχουν κλείσει ακόμη – το αποδεικνύει το πλήθος των περιοδικών που παρουσιάζει η Καρπόζηλου και μένει να μελετηθεί, αλλάζοντας ίσως κάποιες αποχρώσεις στο κάδρο της πατρικής φιγούρας.