Βαρλάμ Σαλάμοφ «Ιστορίες από την Κολυμά», μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις Άγρα, 2022
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ ήταν 22 ετών, φοιτητής, όταν συνελήφθη για πρώτη φορά, το 1929, επειδή μοίραζε στους συμφοιτητές του το περίφημο «Γράμμα προς το Συνέδριο», τη γνωστή «Πολιτική διαθήκη» του Λένιν, στην οποία ο Λένιν επέκρινε καταστάσεις (κομματική γραφειοκρατία) και πρόσωπα (Στάλιν, για τον οποίο ζητούσε να μην είναι στη θέση του Γ.Γ. του κόμματος) και έκανε προτάσεις υπέρ του πλουραλισμού και της δημοκρατίας στο κόμμα. Ο Σαλάμοφ εξορίστηκε, για να αφεθεί ελεύθερος το 1932. Το 1937 συλλαμβάνεται πάλι για «αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση» και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα στην Κολυμά, στα ορυχεία χρυσού, όπου καταδικάζεται εκ νέου σε δέκα χρόνια για «αντεπαναστατική προπαγάνδα». Από το στρατόπεδο βγαίνει το 1951 αλλά του επιβάλλεται να παραμείνει στην Κολυμά, απ’ όπου του επιτρέπουν να φύγει τον Νοέμβριο του 1953 (τον Μάρτιο είχε πεθάνει ο Στάλιν), χωρίς όμως να του δοθεί άδεια να γυρίσει στη Μόσχα. Στην πρωτεύουσα επέστρεψε τελικά το 1956, μετά την πλήρη αποκατάστασή του, αλλά με την υγεία του σε πολύ κακή κατάσταση πλέον, για να βιώσει την τραυματική δυσκολία της προσαρμογής σε μια ζωή εκτός φυλακής, μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού.
Τότε, το 1956, αρχίζει να γράφει τις πρώτες ιστορίες για την Κολυμά, συνθέτοντας λίγο-λίγο ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα (ίσως το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου) που έχουν γραφτεί για τα στρατόπεδα εργασίας, αλλά και γενικότερα για τη ζωή σε τέτοιες ακραίες συνθήκες εγκλεισμού. Ο Σαλάμοφ γράφει κείμενα που υπερβαίνουν κατά πολύ το βάρος της μαρτυρίας, καθώς οι ολιγοσέλιδες ιστορίες του οικοδομούν βήμα-βήμα ένα τεράστιο (περίπου 1600 σελίδες, στην παρούσα έκδοση της Άγρας) ψηφιδωτό φτιαγμένο από τα υλικά της πιο δυνατής και ευαίσθητης συνάμα λογοτεχνίας. Μιας λογοτεχνίας, που ξεφεύγει από την αναμενόμενη, ίσως, καταγγελία, καθώς η βιωματική μυθοπλασία του μετατρέπεται σε υπαρξιακή διερώτηση και ηθική αναζήτηση και προβληματισμό για τα ίδια τα όρια (ή, αλλιώς, την περίφημη «ουσία») του ανθρώπου.
Η έκδοση αυτή περιέχει το έργο στην ολοκληρωμένη του μορφή (είχε κυκλοφορήσει ξανά το 2011 από τις εκδόσεις Ίνδικτος, στην ίδια μετάφραση): 145 ιστορίες, χωρισμένες σε έξι ενότητες, με τον τίτλο της πρώτης ενότητας να δίνει και τον γενικό τίτλο του βιβλίου. Ιστορίες όπου συναντιούνται η μυθοπλασία με το βίωμα και τα γεγονότα. Η ατίθαση σιβηριανή φύση ολόγυρα, το ορυχείο και οι προνομιούχες δουλειές που μπορεί να σημαίνουν λίγο παραπάνω ζωή, η σκληρά διαστρωματωμένη και άγρια κοινωνία του στρατοπέδου είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το τοπίο των ιστοριών του Σαλάμοφ. Εκεί κινούνται, ζουν και πεθαίνουν ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι, διευθυντές («υπάρχουν λίγα θεάματα τόσο εκφραστικά όσο οι βαλμένες δίπλα δίπλα ροδομάγουλες από το αλκοόλ, καλοθρεμμένες, ευτραφείς, βαριές από το λίπος φιγούρες των ιθυνόντων του στρατοπέδου») και πρώην κατήγοροι που έχει έρθει η σειρά τους να είναι κρατούμενοι, θύματα και θύτες («εδώ όλοι οι δολοφόνοι αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα, όπως διευκρινίζει κι ο ίδιος», μας λέει στον πρόλογό της η Ελένη Μπακοπούλου), ξένοι κομμουνιστές και στελέχη της Κομιντέρν όπως ο Γάλλος που «εκτός από το κρύο και την πείνα, βασανιζόταν και ηθικά – δεν ήθελε να καταλάβει πώς αυτός, μέλος της Κομιντέρν, βρέθηκε εδώ, σε ένα σοβιετικό κάτεργο», όλοι μέσα σε ένα σύστημα φόβου που συντρίβει το σώμα και την αξιοπρέπεια σε κάθε φάση και στιγμή («οι ανθρώπινες ιδιότητες δοκιμάζονται όχι μόνο κι όχι τόσο στο κελί της φυλακής, αλλά […] σε κάποιο ανακριτικό γραφειάκι»).
Ο καθένας και η καθεμιά, μέσα σε αυτό το σύστημα, αντιμετωπίζει διαρκώς διλήμματα που τον ή την αλλάζουν, και αυτό στην ουσία αφορά τους πάντες, δεσμώτες και δεσμοφύλακες: «κάθε λεπτό στρατοπεδικής ζωής είναι ένα δηλητηριασμένο λεπτό. Μαθαίνει να μισεί τους ανθρώπους. Οι αντιλήψεις του για την ηθική άλλαξαν, κι ο ίδιος δεν το παρατηρεί αυτό». Τα σημάδια είναι πολύ βαθιά, και η απελευθέρωση είναι συχνά εξίσου δύσκολη, μπορεί και πιο οδυνηρή, μια «αδύνατη» απελευθέρωση: «είναι πολύ δύσκολο να απελευθερώνεσαι […] αναγκάζεσαι να ξαναμάθεις να ζεις», κουβαλώντας την αγωνιώδη βεβαιότητα: «δεν θα με καταλάβουν ποτέ, δεν θα μπορέσουν να με καταλάβουν. Θα τους φέρω έναν καινούργιο φόβο, έναν ακόμα φόβο στους χιλιάδες άλλους φόβους που γεμίζουν τη ζωή τους».
Ο Σαλάμοφ αποφεύγει τις βαρύγδουπες διατυπώσεις, τις φραστικές κορυφώσεις, εισάγοντας στο χαμηλόφωνο, πεζό συχνά, κείμενό του φράσεις που μέσα σε λίγες λέξεις αποτυπώνουν ολόκληρους κόσμους ή καταστάσεις και οργανώνοντας μια αφήγηση που πάλλεται εσωτερικά και ξαφνικά δίνει γροθιές στο στομάχι, με χαρακτηριστικό τον τρόπο που κλείνει πολλές από τις ιστορίες του: «τη μεθεπομένη η παγωνιά μειώθηκε στους τριάντα βαθμούς, ο χειμώνας τελείωνε πια».
Μέσα από το ημίφως των ιστοριών του Σαλάμοφ αναδύεται μια πραγματικότητα αφόρητα σκληρή, όπου οι καθημερινοί θάνατοι από βία ή από αρρώστιες και η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής δεν είναι πάντα η βαναυσότερη πλευρά της. Αποτυπώνοντας, με πικρή ειρωνεία κάποιες στιγμές («οι ιθύνοντες είχαν καταλάβει ξαφνικά ότι η γνώση των μυστικών της κυκλοφορίας του αίματος δεν συνδέεται οπωσδήποτε με την αντισοβιετική προπαγάνδα»), όλο τον παραλογισμό των στρατοπέδων, το βιβλίο μετατρέπεται, μεταξύ άλλων, και σε μια σπουδή στην εξουσία και στο πώς αυτή επιδρά στους ανθρώπους (χαρακτηριστικό δείγμα, οι κρατούμενοι που γίνονται ομαδάρχες και μετατρέπονται, κάποιοι, σε γρανάζι στην «απεχθή εξουσία πάνω στη ζωή των άλλων»).
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ πέθανε τον Ιανουάριο του 1982. Οι Ιστορίες από την Κολυμά εκδόθηκαν εντός Σοβιετικής Ένωσης για πρώτη φορά το 1989.