Tadashi Suzuki «Πολιτισμός είναι το σώμα», μετάφραση: Αναστάσης Ροϊλός, εκδόσεις Κείμενα, 2021
«Όλος ο κόσμος είναι ένα νοσοκομείο
και όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες
είναι απλοί τρόφιμοι».
Ο Ταντάσι Σουζούκι ίδρυσε το 1976 τη θεατρική ομάδα SCOT στην Τόγκα της Ιαπωνίας και είναι ο εμπνευστής του ομώνυμου διεθνούς φεστιβάλ. Σήμερα το συγκρότημα περιλαμβάνει έξι θέατρα, χώρους προβών και καταλύματα και συνεισφέρει ουσιαστικά στην ευημερία του χωριού. Η περίπτωση του Σουζούκι είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη καθώς δεν πρόκειται μόνο για έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του σύγχρονου θεάτρου αλλά και για έναν δάσκαλο με μια σπουδαία μέθοδο, η οποία πηγάζει από την προσωπική του ανθρωπολογική, πρακτική φιλοσοφία. Η μέθοδος αυτή μπορεί εκ πρώτης όψεως να δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται αποκλειστικά στους εμπλεκόμενους με το σανίδι, επί της ουσίας όμως έχει να κάνει με τον άνθρωπο γενικότερα και τη σωματική λήθη: «Ίσως αυτό που επιδείνωσε την τάση της μοντέρνας κοινωνίας να ευνοεί το προϊόν σε σχέση με τη διαδικασία, είναι η σταδιακή απεμπλοκή του σώματος από την καθημερινή ζωή». Το έλλογο ον που εξελίχτηκε σε δίποδο συσσωρεύει αντικείμενα, εφευρέσεις, επιτεύγματα κατά τη διάρκεια της Ιστορίας, τα οποία το αποσπούν από τη φυσική ενστικτώδη κατάσταση και από τη σχέση του με τη γη, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται από την αρχή, από το σημείο εκκίνησης, και να ονομάζει πολιτισμό τα υλικά αγαθά. Για τον Σουζούκι «πολιτισμένη κοινωνία […] είναι εκείνη της οποίας τα μέλη καλλιεργούν τις αντιληπτικές και εκφραστικές τους ικανότητες μέσω της έμφυτης ζωικής τους ενέργειας». Εξ ου και η μέθοδός του στηρίζεται ιδιαιτέρως στα πόδια και στην άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτά φωνή αλλά και στα άλλα πόδια, τα ατροφικά, τα σημερινά ανθρώπινα χέρια.
Με βάση αυτή τη θεωρία ο συγγραφέας μιλάει για τον Τσέχοφ, τον Ίψεν, τον Μπέκετ, τον Σέξπιρ, τον Ευριπίδη, τον Στανισλάφκι, τον Γκροτόφκι, αναλύει τα σκηνοθετικά συστήματα των τελευταίων αλλά και τα ρεαλιστικά ─ανεπιτυχή κατ’ αυτόν─ ανεβάσματα που είναι του συρμού στη χώρα του. Μακριά από οποιονδήποτε διδακτισμό, καταθέτει ξεκάθαρες απόψεις για την υποκριτική, τη σκηνοθεσία και την αισθητική, οι οποίες συχνά συνοδεύονται από ένα ευχάριστα ελαφρά πικρό χιούμορ.
Από την παράδοση (θέατρα Νο και Καμπούκι) ως το σύγχρονο δράμα και από την τελετουργία και το προ-κειμενικό θέατρο ως την αρχαία τραγωδία, οι κώδικες δείχνουν να αλλάζουν ενώ, επί της ουσίας, το σημείο μηδέν, το δικό τους big bang, παραμένει κοινό και μη ρεαλιστικoύ τύπου. Γύρω από αυτόν τον άξονα περιστρέφονται η φιλοσοφία του Σουζούκι, οι σκηνοθετικές δουλειές του και εν τέλει το βιβλίο, το οποίο πραγματεύεται ουσιαστικά την «τέχνη της παραπλάνησης» ή αλλιώς της «γοητείας».
Όπως και στις Βάκχες, η συλλογική σωματικότητα ─σε μια κοινωνία εγκεφαλική και ομογενοποιημένα παγκοσμιοποιημένη, με βαθιές εθνικιστικές κρίσεις ταυτότητας─ δημιουργεί σοβαρές αναταράξεις. Βαθιά πολιτικό, το κείμενο παρασύρει στην εγκατάλειψη του εγώ και ωθεί στην εξερεύνηση των άκρων και του άλλου. Το ορατό πίσω από την όραση ─στα διάκενα του βίου και του θεατρικού έργου─ αποτελεί ένα νέο ζητούμενο, το οποίο ακουμπάει αποκλειστικά στην όξυνση και το τρόχισμα των αισθήσεων και στον αυστηρά ελεγχόμενο εκτροχιασμό του σώματος. Εξ ου και, στις σκηνοθεσίες του, ο Σουζούκι ανακατεύει ξανά την τράπουλα, αφαιρεί τα περιττά χαρτιά και αφήνει τον θεατή να συμπληρώσει τις μαύρες τρύπες, με τη βοήθεια μουσικών θεμάτων και με τη λογική «μαγνητικού τομογράφου».
Γιατί εν αρχή ην το όναρ: Κι αν κάπου στην πορεία χάνονται τα όνειρα, «ας παλέψουμε με το πείσμα του ηττημένου μπροστά σε ένα ανέλπιδο μέλλον. Αν το κάθε άτομο επιλέξει να ζήσει έτσι, θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει την οικουμενικότητα της ανθρώπινης ζωής». Διότι «αν όλος ο πλανήτης είναι ένα νοσοκομείο, ίσως πράγματι να μην υπάρχει ελπίδα για ανάρρωση. Ωστόσο […] ακόμη κι αν οι προσπάθειές μας αποδειχτούν μάταιες, η αποστολή μας […] είναι να διερευνούμε αδιάκοπα τις νοητικές επιδημίες που μπαίνουν εμπόδιο στις εξαιρετικές δυνατότητες του ανθρώπου».
Τέλος, το βιβλίο είχε την τύχη να μας συστηθεί από τον Αναστάση Ροϊλό, έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, γνώστη της μεθόδου του Σουζούκι, ο οποίος έχει διαμείνει στην Τόγκα και που, δίχως να είναι μεταφραστής, κατορθώνει ─από ένα κείμενο γραμμένο στα αγγλικά─ να πείσει ότι το πρωτότυπο είναι στα ελληνικά, ελληνικά που συνομιλούν με έναν αέρα ιαπωνικής λιτότητας, κάτι που ενισχύεται από την ιδιαίτερα καλαίσθητη και εμπλουτισμένη με ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό έκδοση.