GKChesterton «Ουτοπία τοκογλύφων και άλλα δοκίμια», μετάφραση - εισαγωγή - σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Κίχλη, 2022

 

Μελετητής και λάτρης του Ντίκενς, του Μπέρναρντ Σο, του Τσόσερ, του Μπλέικ και του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον, συγγραφέας ενός αλληγορικού μυθιστορήματος, καθώς και μιας σειράς αστυνομικών ιστοριών που τον έκαναν διάσημο διεθνώς, μαχητικός δημοσιογράφος ο οποίος όπλιζε με λεπτή ειρωνεία τη γραφίδα του, γνωστός αφηρημένος, καθώς συχνά  χανόταν ή ξεχνιόταν μέσα στους δρόμους και στις συνοικίες της πόλης, θηριώδης το δέμας και λάτρης του φαγητού, του ποτού και της ακάματης εργασίας, ο Gilbert Keith Chesterton (1874-1936) είναι πριν και πάνω απ’ όλα ένας απολαυστικός γραφιάς, με όποιο ζήτημα κι αν καταπιαστεί. Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον ανά χείρας τόμο το αποδεικνύουν περίτρανα. Έχει, βεβαίως, συμβάλλει σε αυτό τα μάλα και η Κατερίνα Σχινά με τη σπουδαία μετάφρασή της - ξεχωρίζει και το μεστό εισαγωγικό της σημείωμα, ενώ οι σημειώσεις της στο τέλος του βιβλίου ρίχνουν άπλετο φως στα ιστορικά, στα πολιτικά και στα φιλολογικά συμφραζόμενα των τεκταινομένων.

 

Μέτωπο κατά του καπιταλισμού

       

Γραμμένα μεταξύ 1913-1915 για τη σοσιαλιστική εφημερίδα Daily Herald, τα τρία κείμενα που συγκροτούν τη συλλογή μιλούν για την κοινωνία, την οικονομία και τις εργασιακές σχέσεις της Αγγλίας στην αυγή του 20ού αιώνα («Ουτοπία τοκογλύφων»), όπως και για την παραπειστική λειτουργία ενός μεγάλου μέρους του βρετανικού Τύπου («Η κόπωση της Φλιτ Στρητ» και «Η τυραννία της κακής δημοσιογραφίας»). Με πλήθος ζωντανά παραδείγματα (από τους εν δράσει πολιτικούς, από τη λογοτεχνία ή την ιστορία της Βρετανίας και από την καθημερινή ζωή), με σπαρταριστούς (ποτέ μελοδραματικούς ή συναισθηματικούς τόνους), με ένα σταθερό πνεύμα αμφισβήτησης των παραδεδεγμένων αξιών και με ένα βραδυφλεγές πλην πέρα για πέρα διαβρωτικό χιούμορ -να γιατί η αξία των κειμένων του τεκμαίρεται πρωτίστως από την άρθρωση της γλώσσας και από τη δομή του λόγου του-, ο Τσέστερτον ανοίγει ένα πλατύ μέτωπο κατά του καπιταλισμού και των συνεπειών τις οποίες έχει για τον πρακτικό βίο των ανθρώπων η κοινωνική λογική του οικονομικού του συστήματος.   

Διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία το αρχέτυπο της μαρξικής και της μαρξιστικής θεωρίας, η καπιταλιστική συσσώρευση, δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική του και ο Τσέστερτον, ο οποίος δεν δηλώνει -και δεν είναι- μαρξιστής, παρακολουθεί δύο φαινόμενα περίπου εν τη γενέσει τους: το ένα είναι η ανάπτυξη των εμπορικών πολυκαταστημάτων και των αστικών εμπορικών δικτύων, το άλλο η εμπλοκή των πολιτικών και της πολιτικής με τις μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις. Τόσο το διευρυμένο εμπόριο όσο και οι μεγάλες επιχειρήσεις (πολλώ δε μάλλον ο συγχρωτισμός των τελευταίων με την πολιτική) παράγουν έναν ασυνήθιστο όγκο πλούτου. Ο εμπορικός πλούτος οφείλεται στην ικανότητα του διαφημιστικού μηχανισμού των παραγωγών και των πολυκαταστημάτων να πείσουν τον αγοραστή πως παρά την πιθανή οικονομική καχεξία και φτώχια του χρειάζεται πραγματικά αυτό το οποίο θέλουν να του πουλήσουν, πως το αστραφτερό προϊόν τους αποτελεί δική του εσωτερική ανάγκη. Τι κι αν το προϊόν είναι τέχνασμα και επινόηση; Τι κι αν οι καλλιτέχνες που μπερδεύονται με τη διαφήμιση μοιάζει σαν να διαπραγματεύονται το τίμημα της ψυχής τους με τον διάβολο; Η τέχνη βαδίζει απλώς στο χείλος ενός γκρεμού ο οποίος ετοιμάζεται να την καταβροχθίσει και ο καταναλωτής (ο Τσέστερτον δεν χρησιμοποιεί τη λέξη) επιτρέπει στον εαυτό του να αλλοιώσει την οικονομική και την ηθική του υπόσταση, ξοδεύοντας ποσά, αφενός χωρίς να χρειάζεται, αφετέρου χωρίς να τα έχει. Η ένταξη εξάλλου των επιχειρήσεων στην κονίστρα της πολιτικής υποδεικνύει το μέγεθος του διαθέσιμου πλούτου, ο οποίος αποκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο και αμέριστη πολιτική εξουσία. Ας σκεφτούμε όσα παρατηρεί ο Τσέστερτον με τους όρους του 21ου αιώνα: δυσθεώρητος πλούτος και οικονομική και πολιτική διαφθορά που κάνουν ακόμα και προπύργια της ανοιχτής αγοράς, όπως οι Financial Times, να ανησυχούν για τις τύχες τόσο της αγοράς όσο και των πολιτικών θεσμών.

Ο Τσέστερτον, μια και μιλάμε ήδη για το θέμα του Τύπου, δεν εμπιστεύεται παρά ελάχιστα τις εφημερίδες που εστιάζουν την προσοχή τους όχι στην παραγωγή πολιτικής, αλλά στα πρόσωπα των πολιτικών, τα οποία και εξυμνούνται με υπερβολές, λαθροχειρίες και πλασματικούς επαίνους - επειδή, όπως επιμένουν,  οι εφημερίδες κάτι τέτοιο το ζητάει το αναγνωστικό κοινό ενώ στην πραγματικότητα ο μοναδικός υπεύθυνος είναι ο δικός τους αγώνας να διεκδικήσουν λαϊκή επίφαση.

 

Απέραντη φυλακή

 

Δεν διστάζει ο Τσέστερτον να υποστηρίξει πως η ευκταία λύση για τα δεινά τα οποία τον ανησυχούν είναι η απαλλαγή από τα καπιταλιστικά βάρη. Αλλιώς, οι πάντες θα καταλήξουν δεσμώτες, μια και εκείνο το οποίο επιφυλάσσει στους πολίτες ο καπιταλισμός του πρώιμου 20ού αιώνα είναι η απειλή της απόλυσης και, χειρότερα, ο φόβος πως ολόκληρη η κοινωνία τριγύρω τους θα μετατραπεί κάποια στιγμή σε απέραντη φυλακή. Πρόκειται, βεβαίως, ας το ομολογήσουμε, για μια ουτοπία ελευθερίας, για έναν υποθετικό λόγο τρίτου είδους με ευχή ανεκπλήρωτη. Ο Τσέστερτον, παρόλα αυτά, είναι πεπεισμένος πως για τον καπιταλισμό φταίνε εξίσου οι Συντηρητικοί, το Εργατικό Κόμμα και οι σοσιαλιστές. Όπως τονίζει η Κ. Σχινά στην εισαγωγή της, ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για την παράδοση με τον τρόπο που ενδιαφέρεται ο Τ. Σ. Έλιοτ. Ο Έλιοτ στρέφεται στην παράδοση γιατί αποσκοπεί σε μια εκ των ένδον, ενδοκαλλιτεχνική αναγέννησή της την ώρα που τον ανατριχιάζει πολιτικά ο ριζοσπαστισμός της αρθρογραφίας του Τσέστερτον. Ο αρθρογράφος μας, ωστόσο, από τη μεριά του, δεν ευαγγελίζεται την κατάρρευση του καπιταλισμού για να πάει κόντρα στην παράδοση μα επειδή νιώθει πως ο καπιταλισμός θα απορρυθμίσει οσονούπω όλες τις παραδοσιακές δομές, ρίχνοντας τους ενδεείς και τους απροστάτευτους σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη περιπέτεια.

Οι ιδέες του Τσέστερτον,  ακόμα και αν δεν μπορούν να περηφανευτούν για τη συνέπεια και τη συνοχή τους, φτάνουν σε μας, ανεξαρτήτως των αναλογιών τους με τις ανησυχίες του καιρού μας, μέσα από το φίλτρο ενός απαράμιλλου ύφους: στρατηγική ειρωνεία για τη σταδιακή κατάκτηση -και άλωση- του εκάστοτε θεματικού του πυρήνα, ηθικές αξιώσεις αντί για οποιασδήποτε ηθικολογική απόχρωση, πολεμική ετοιμότητα με οχυρό τις παρακαταθήκες της τέχνης και της παιδείας (ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά τους δεσμούς με την παράδοση), οικείος και συνομιλητικός, αν όχι και εξομολογητικός τόνος. Ένας στιλίστας που ψέγει τον εκτραχηλισμό του πλούτου των χρόνων του χωρίς να παραχωρήσει ποτέ ούτε έναν πόντο από την ακεραιότητα και το ήθος της έκφρασής του.

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet