William Gardner Smith «Πρόσωπο από πέτρα», μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εισαγωγή: Adam Shatz, εκδόσεις Στερέωμα, 2022
Στο πλαίσιο της στρατευμένης αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, το έργο του William Gardner Smith (1927 -1974) αξιώνει μια θέση πλάι σ’ αυτά του James Baldwin και του Ralph Ellison. O Smith γεννήθηκε το 1927 σε μια εργατική γειτονιά μαύρων της Νότιας Φιλαδέλφειας και έπεσε θύμα ρατσιστικής βίας από πολύ νεαρή ηλικία. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τοποθετήθηκε στη Γερμανία όπου και έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Last of the Conquerors». Επιστρέφοντας κατάφερε να σπουδάσει, να γίνει δημοσιογράφος, να προσληφθεί στην εφημερίδα Pittsburg Courier και να γράψει το δεύτερο βιβλίο του, «Anger at Innocence». Στο μεταξύ είχε ασπαστεί τον μαρξισμό και η ματιά του είχε γίνει πιο διεθνική. Ασφυκτιώντας σε μια Αμερική όπου κυριαρχούσε ο ρατσισμός και ο μακαρθισμός, ο Σμιθ μετοίκησε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε για το Agence France Presse και γνωρίστηκε με δύο άλλους σπουδαίους αφροαμερικανούς συγγραφείς, τον Richard Wright και τον Chester Himes. Εκεί συνέγραψε τα μυθιστορήματα «South Street» και «The stone face». Το 1964 έζησε για ένα διάστημα στην Άκρα της Γκάνας (η πρώτη χώρα της υποσαχάριας Αφρικής που έγινε ανεξάρτητη), όπου συνέβαλε στη δημιουργία του πρώτου τηλεοπτικού σταθμού της χώρας, αλλά σύντομα, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση Νκρούμαχ, επέστρεψε στο Παρίσι. Το 1967 ταξίδεψε στην Αμερική, όπου και ολοκλήρωσε το τελευταίο του βιβλίο «Return to Black America». Πέθανε από λευχαιμία το 1974, σ’ ένα προάστιο του Παρισιού.
Δραπέτης από τον φυλετικό πόλεμο της Αμερικής
Κεντρικός ήρωας στο «Πρόσωπο από πέτρα» είναι ο αφροαμερικανός δημοσιογράφος Σίμιον Μπράουν, ο οποίος πέφτει θύμα ρατιστικών επιθέσεων και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του Φιλαδέλφεια και να εγκατασταθεί στο Παρίσι, ασφαλές καταφύγιο για τους μαύρους καλλιτέχνες και διανοούμενους. Ωστόσο, παρά την ευδαιμονία που του χαρίζει η πρωτόγνωρη ελευθερία στο Παρίσι, αρχίζει να υποψιάζεται ότι η Γαλλία δεν είναι ο φυλετικός παράδεισος που φανταζόταν: Η γαλλική κυβέρνηση πασχίζει να καταστείλει την επανάσταση στην Αλγερία, οι Αλγερινοί υφίστανται τη βία και την καχυποψία της αστυνομίας. Όταν ο Σίμιον φτάνει στο Παρίσι την άνοιξη του 1960, είναι ένας φυγάς, ένας δραπέτης από τον φυλετικό πόλεμο της Αμερικής. Κατατρυχόμενος από το τερατώδες πρόσωπο του ανθρώπου που του είχε επιτεθεί, ένα «πρόσωπο από πέτρα», προσπαθεί στην αρχή του μυθιστορήματος να το αναπαραστήσει στον καμβά. Πρόκειται, στην κυριολεξία, για μια λυτρωτική θεραπεία μέσω της τέχνης: «Έφυγα για να μην σκοτώσω», ομολογεί.
Στο Παρίσι, ο Σίμιον συναστρέφεται άλλους εξόριστους ομοεθνείς του, αλλά όχι μόνο. Παίρνει μέρος στις πυρετώδεις συζητήσεις τους, που λαμβάνουν χώρα σε νυχτερινά μπαράκια και μπουάτ, υπό τους ήχους της τζαζ (του John Coltrane μεταξύ άλλων). Ο συγγραφέας σκιτσάρει σε αυτές τις σελίδες τη γεωγραφία του paris noir του ’60. Καθώς οι συζητήσεις φουντώνουν, ο Σίμιον διαπιστώνει ότι μεταξύ όσων ευνοούνται με προνόμια είναι και οι μαύροι ομοεθνείς, συνομήλικοί του, που αρνούνται να υποστηρίξουν τον αγώνα των Αλγερινών, εν μέρει επειδή φοβούνται μήπως απελαθούν από τη Γαλλία, αλλά και επειδή δεν θέλουν να συνδεθούν με μια περιφρονημένη μειονότητα. Άλλοι πάλι, όπως η Μαρία, η Πολωνοεβραία ερωτική σύντροφος του Σίμιον, επιζήσασα των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, αποστρέφονται τους Άραβες επειδή τους φοβούνται, ενώ και οι ίδιοι οι Άραβες αποστρέφονται τους Εβραίους επειδή τους θεωρούν συνεργούς (και ευνοημένους) των Γάλλων στις διώξεις που υφίστανται. Ο τίτλος εξάλλου του βιβλίου, «Πρόσωπο από πέτρα», αναφέρεται στο πρόσωπο του ρατσισμού, που ο συγγραφέας υπαινίσσεται ότι ενυπάρχει σε όλους μας.
Μια διπλή θεώρηση
Σελίδα με τη σελίδα, παρακολουθούμε τον Σίμιον να αφυπνίζεται περισσότερο, να ριζοσπαστικοποιείται περισσότερο και να εκδηλώνει, με όλους τους κινδύνους που διακυβεύονται από αυτό (σύλληψη, απέλαση), την έμπρακτη αλληλεγγύη του στους αλγερίνους επαναστάτες. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του και ο Adam Shatz, αρχισυντάκτης της αμερικανικής έκδοσης του London Review of Books, «ενστερνιζόμενο τον διεθνισμό, το μυθιστόρημα υποστηρίζει σθεναρά ότι η εξορία δεν χρειάζεται να είναι μια παραληρηματική φαντασίωση ή μια αυτοαναφορική απόδραση από τις ηθικές σου υποχρεώσεις. Αυτό που έχει σημασία, αυτό που είναι τελικά “μαύρο” για τον Σμιθ, δεν είναι ζήτημα ταυτότητας ή τόπου αλλά συνείδησης, καθώς και της δράσης που εμπνέει αυτή η συνείδηση». Για το θέμα της αυτοεξορίας σημειώνει εξάλλου και ο παλαιστίνιος διανοούμενος Edward Said: «επειδή ο εξόριστος βλέπει τα πράγματα τόσο από την άποψη αυτού που έχει μείνει πίσω, όσο και αυτού που είναι πραγματικά εδώ και τώρα, υπάρχει μια διπλή θεώρηση που δεν αντιμετωπίζει ποτέ μεμονωμένα τα πράγματα... Από αυτή την αντιπαραβολή παίρνει κανείς μια καλύτερη, ίσως και καθολική, ιδέα για το πώς να προσεγγίσεις, ας πούμε, ένα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Είναι εν τέλει χάρη στην εμπειρία της εξορίας και τη στράτευσή του στον αγώνα των Αλγερινών που ο Σίμιον κατορθώνει να αντιληφθεί βαθύτερα τον αμερικανικό ρατσισμό, εγγράφοντάς τον στην ευρύτερη ιστορία της δυτικής κυριαρχίας. Έχοντας ατσαλώσει πια την ιδεολογία και την αυτογνωσία του, παίρνει την απόφαση να αφήσει την ασφάλεια που του παρέχει το Παρίσι και να επιστρέψει στις ΗΠΑ, για να συνδράμει τους αγώνες των Αφροαμερικανών στην πατρίδα του. Πλέον δεν τους αποκαλεί «μαύρους Αμερικανούς», αλλά «Αλγερινούς της Αμερικής». «Δίνουν μια μάχη πιο σκληρή από εκείνη οποιουδήποτε αντάρτη σε οποιοδήποτε βουνό. Πολεμούν το πρόσωπο από πέτρα».
Της Γης οι κολασμένοι
Πλησιάζοντας προς το τέλος, το μυθιστόρημα φτάνει στην κορύφωσή του με τα τραγικά γεγονότα της 17ης Οκτωβρίου 1961 και τη σφαγή εκατοντάδων Αλγερινών στους δρόμους του Παρισιού από την αστυνομία. Οι Αλγερινοί είχαν κατέβει κατά χιλιάδες σε ειρηνική διαδήλωση, οργανωμένη από το FLN (Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο), για να διαμαρτυρηθούν για την απαγόρευση κυκλοφορίας που τους είχε επιβληθεί. Η αστυνομία ήταν διψασμένη για αίμα. «Σε όλο το μήκος του Σηκουάνα, αστυνομικοί σήκωναν αναίσθητους Αλγερινούς από το πλακόστρωτο και τους πετούσαν στο ποτάμι».
Ο Σίμιον, βλέποντας τους αστυνομικούς να λιανίζουν με τα κλομπ τους μια γυναίκα με μωρό στην αγκαλιά, γρονθοκοπεί τον αστυνομικό που της είχε επιτεθεί, συλλαμβάνεται και καταλήγει στο πίσω μέρος μιας κλούβας. Ένας Αλγερινός που κάθεται δίπλα του, του λέει: «Salud, frère» - «Γεια σου, αδελφέ». Της γης οι κολασμένοι, όπως έγραφε και ο Franz Fanon.