Δημήτρης Τζιόβας «Η Ελλάδα από την χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», μετάφραση: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Γιάννης Στάμος, εκδόσεις Gutenberg, 2022

 

Πώς βλέπουν οι ξένοι την Ελλάδα και πώς εμείς τον εαυτό μας; Ποιος ο ρόλος της κουλτούρας και των ταυτοτήτων στη Μεταπολίτευση; Μπορεί η μελέτη τους να προσφέρει αξιόπιστες απαντήσεις σε πολιτικά ερωτήματα; Είναι οι κουλτουραλιστικές προσεγγίσεις επαρκείς για την ερμηνεία κοινωνικών αντιθέσεων και διαιρετικών τομών; Μπορεί μια πολιτισμική θεώρηση της Μεταπολίτευσης να εξηγήσει τις αμφιθυμίες μιας ειρηνικής, δημοκρατικής, αλλά συχνά πολιτικά ακατανόητης εποχής με μακρά διάρκεια, επιμέρους φάσεις και αλλεπάλληλες μεταβάσεις; Τέτοια ερεθιστικά ερωτήματα προκαλεί η τολμηρή συνθετική μελέτη του Δημήτρη Τζιόβα που επιχειρεί να συγκροτήσει ένα αναστοχαστικό ερμηνευτικό σχήμα για την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη της Ελλάδας από την πτώση της χούντας μέχρι την κρίση.

Τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου προσεγγίζουν τη Μεταπολίτευση ως εποχή αντιφάσεων, ανταγωνιστικών αφηγημάτων και πολιτικών χρήσεων της κουλτούρας, καθώς στο επίκεντρο βρέθηκαν συχνά διαφιλονικούμενα ζητήματα ταυτοτήτων (έθνος, ελληνικότητα, λαϊκότητα, ιθαγένεια, φύλο, σχέση με Ευρώπη, Βαλκάνια, αρχαιότητα, οθωμανικό παρελθόν κ.ά). Στο πρώτο και στο τελευταίο κεφάλαιο ο Τζιόβας ελέγχει εύστοχα τις κυρίαρχες στη Μεταπολίτευση ευρωκεντρικές και ντετερμινιστικές μεθόδους ανάλυσης (εκσυγχρονισμός-πολιτισμικός δυισμός, εξάρτηση-υποανάπτυξη), που αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στα χρόνια της κρίσης, και ερμηνεύει τις επανανακαλύψεις (rebranding) της Ελλάδας με υπερβάσεις ή αναβιώσεις στερεοτυπικών, κρυπτο-αποικιοκρατικών και αισθητικοποιημένων εικόνων που συνόδευσαν τη διεθνή μιντιακή της πρόσληψη στην περίοδο των μνημονίων: ρομαντικός μύθος, δυστοπία, εξωτική χώρα, ουτοπία αντίστασης κ.λπ. Στα υπόλοιπα κεφάλαια το βιβλίο ασχολείται με θέματα όπως ο εξευρωπαϊσμός, ο αντιδυτικισμός, τα διεκδικούμενα παρελθόντα, οι ετερότητες, η γλώσσα, η θρησκεία, η λογοτεχνία, τα μέσα ενημέρωσης, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, η νεολαία, ο φεμινισμός και η κουίρ κουλτούρα, σχολιάζοντας με πυκνό αλλά προφανώς όχι εξαντλητικό τρόπο ποικίλα αναλυτικά παραδείγματα: τάσεις, πολιτισμικές πρακτικές, θεσμούς που σχετίζονται με τον ρόλο του κράτους (ως «απρόθυμου φορέα του εκσυγχρονισμού») ή της αγοράς αλλά και λογοτεχνικά ή πολιτισμικά κείμενα χωρίς τη διάκριση υψηλού - χαμηλού, από τον Αγγελόπουλο ως τον Λάνθιμο κι από τον Βαλτινό ως τις τηλεοπτικές διασκευές.

 

Από την πολιτική στην κουλτούρα

 

Κεντρική θέση του βιβλίου είναι ότι η Μεταπολίτευση δεν ήταν μόνο πολιτική στροφή, αλλά και πολιτισμική. Ο Τζιόβας εκκινεί από την παραδοχή ότι στην περίοδο αυτή συντελείται σταδιακή μετατόπιση από την πολιτική στην κουλτούρα με την ευρύτερη, ανθρωπολογική έννοια του όρου. Αναδεικνύει έτσι την κρισιμότητα που απέκτησε η μάχη για πολιτισμική ηγεμονία, δίπλα σ’ αυτή για πολιτική εξουσία. Η αμφίρροπη έκβαση είχε ως αποτέλεσμα, παρά τις αντιστάσεις, τους αναχρονισμούς και τις αμφιθυμίες, τη μετάβαση από την πολιτισμική ομοιογένεια στην ποικιλομορφία, σε μια πιο ανοιχτή και συμπεριληπτική κοινωνία. Η λέξη-κλειδί που περιγράφει την εξέλιξη είναι το δυσμετάφραστο «diversity» με τις συνδηλώσεις του: διαφορά, ποικιλότητα, πλουραλισμός, ετερογένεια, πολυτασικότητα, υβριδισμός. Αυτή η ποικιλομορφία παρήγαγε αντιφάσεις που περιπλέκουν τις πολιτισμικές διχοτομίες, με χαρακτηριστική την εκτίμηση ότι η ετερότητα βρήκε υποστηρικτές κυρίως στην παρωχημένη παρά στην εκσυγχρονιστική κουλτούρα, δείγμα της αναντιστοιχίας ανάμεσα στις ταυτότητες των κομμάτων και τις πολιτικές που ακολούθησαν.

Αν η πολιτική λογίζεται ως διαδικασία αλλαγών από πάνω προς τα κάτω, η κουλτούρα, ειδικά μετά την αποδιοργάνωση των ιδεολογικών ταυτοτήτων και την υποχώρηση των πολιτικών προταγμάτων, νοείται ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Είναι μάλιστα, κατά τον συγγραφέα, το κατεξοχήν πεδίο, όχι μόνο συμβολικό, όπου παραμένουν ξεκάθαρες οι διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς - Δεξιάς, προόδου - συντήρησης, αναδεικνύοντας και εσωτερικές διαιρέσεις, ειδικά στον χώρο της Αριστεράς που, όπως εύστοχα σημειώνει, «διαιρέθηκε από τον μεταμοντερνισμό». Ο Τζιόβας θεωρεί πως η ταυτότητα ενώνει τις δύο περιόδους της Μεταπολίτευσης (1974-1989, 1990- ), αν και η ανάλυσή του δίνει έμφαση σε φαινόμενα που εντείνονται στη δεύτερη περίοδο, καθώς στην πρώτη το πρωτείο της πολιτικής παραμένει αδιαμφισβήτητο και η αλληλεπίδραση με την κουλτούρα ασθενέστερη. Ισχυρίζεται πάντως πειστικά ότι σε πολλές περιπτώσεις οι διεργασίες και οι συγκρούσεις στο πεδίο της κουλτούρας προηγήθηκαν των πολιτικών και θεσμικών παρεμβάσεων. Περιγράφει έτσι μια διαδικασία διεκδικήσεων από κάτω προς τα πάνω ως βασικό χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης. Σχολιάζοντας την εντεινόμενη ακαδημαϊκή και πολιτισμική ενασχόληση με την ετερότητα, υποστηρίζει ότι «η κουλτούρα δείχνει στην κοινωνία τον δρόμο». Τις αργές και δυσδιάκριτες πολιτισμικές μεταβάσεις, αξιοποιώντας εργαλεία της κοινωνικής και μετα-αποικιακής θεωρίας (Bhabha, Spivak) τις μελετά ως σύνθετα φαινόμενα, που δεν έχουν τελεολογικό ή κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά αναδεικνύουν τη δυναμική της αμφιθυμίας.

 

Η λογοτεχνία ως μέρος της κουλτούρας

 

Για τον Τζιόβα το πέρασμα από τη λογοτεχνία στις πολιτισμικές σπουδές είναι εξόχως τολμηρό. Το βιβλίο υιοθετεί ένα εξωστρεφές, διαθεματικό και διεπιστημονικό μοντέλο ανάλυσης που έχει ενδιαφέρον να συζητηθεί. Η λογοτεχνία, την οποία εδώ και δεκαετίες μελετά ως νεοελληνιστής, ενσωματώνοντας αναστοχαστικά τις αλλεπάλληλες στροφές της θεωρίας, εξετάζεται ως μέρος της κουλτούρας. Ο δυναμικός τρόπος που συνδέει, συνθέτει και συσχετίζει διαφορετικά πεδία προϋποθέτει αναγνώσεις με διαγώνια και πολυπρισματική ματιά. Προκειμένου να περιγράψει πολιτισμικές μεταβάσεις που επέδρασαν στο κοινωνικό σώμα ακολουθεί το μεθοδολογικό παράδειγμα των σύγχρονων αγγλοσαξονικών πολιτισμικών σπουδών που αρδεύονται από τη μετα-αποικιακή θεωρία και τονίζουν τη διάσταση της υποδεέστερης (subaltern) κουλτούρας των αφανών υποκειμένων. Ο αναλυτικός σχολιασμός και ο (ανα)θεωρητικός στοχασμός υποστηρίζονται με ποικίλα παραδείγματα που σχηματοποιούν με ενάργεια τις αντιθέσεις. Συναρμολογείται έτσι ένα πολυσυλλεκτικό παζλ, προφανώς επιλεκτικό και ελλειπτικό αλλά επιδεκτικό σε προσθήκες.

Παρότι σε κάποια σημεία διακρίνονται οι ραφές της αρχικής αγγλικής έκδοσης, το βιβλίο παραμένει χρηστικό και ερεθιστικό για το ελληνικό κοινό. Δοκιμάζει συνθέσεις και συμπληρώνει με γόνιμο τρόπο τη βιβλιογραφία της Μεταπολίτευσης, από τα πεδία της ιστοριογραφίας (Λιάκος και Αυγερίδης, Γαζή, Κορνέτης (επιμ.)), της λογοτεχνικής κριτικής (Χατζηβασιλείου, Κοτζιά, Κούρτοβικ), της φιλολογίας (Δημητρακάκης, Νάτσινα (επιμ.)), των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών (Βούλγαρης, Παναγιωτόπουλος). Η ευρηματική αξιοποίηση της εκτενέστατης ελληνικής και αγγλόφωνης βιβλιογραφίας είναι από μόνη της ένα επίτευγμα που αναδεικνύει τη Μεταπολίτευση ως το πιο ζωηρό σήμερα ακαδημαϊκό πεδίο μελέτης.

 

Δείγμα διαλογικής κριτικής

 

Κλείνω με μία παρατήρηση. Αν και ένας συγγραφέας δεν είναι υποχρεωμένος να ενσωματώνει στον στοχασμό του τον αντίλογο, θεωρώ πως λείπει από το βιβλίο ένας κριτικός σχολιασμός για το κατά πόσο οι ριζοσπαστικές ή φιλελεύθερες πολιτικές της ταυτότητας, με την κριτική που δέχονται σήμερα για άνοιγμα της κερκόπορτας στον ακραίο σχετικισμό και υπονόμευση των κεντρικών προταγμάτων της νεωτερικότητας, μπορούν να λειτουργήσουν ως καθολικά εργαλεία ανάλυσης για τις δυτικές κοινωνίες της μετανεωτερικότητας. Πόσο μάλλον που η «ταυτοτική στροφή» υιοθετείται στο βιβλίο ως σχήμα για να περιγράψει αναδρομικά και υπό το βλέμμα της κρίσης και την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Το βιβλίο του Τζιόβα, κατεξοχήν δείγμα διαλογικής κριτικής, αν συναντούσε στην Ελλάδα ένα πιο γόνιμο διανοητικό περιβάλλον θα προκαλούσε μεγαλύτερες συζητήσεις. Η προστιθέμενη αξία του, που ενισχύει την αμηχανία της υποδοχής, βρίσκεται στο ότι πολιτικά δεν συντάσσεται με κανένα από τα διαθέσιμα ιδεολογικά και παραταξιακά αφηγήματα, αλλά αναζητά νέους δρόμους κατανόησης του πρόσφατου παρελθόντος. Χωρίς να υποδύεται την ουδετερότητα, ο Τζιόβας, κοσμοπολίτης αλλά όχι αποσυνάγωγος, από τη θέση του διασπορικού διανοούμενου γράφει απροκατάληπτα και αδογμάτιστα, με αποστασιοποιημένο βλέμμα και κυρίως αντικρίζοντας την Ελλάδα στη διάθλασή της με τον δυτικό κόσμο και όχι με τον ομφαλό της. Στην εποχή της αβεβαιότητας και της διακινδύνευσης η επιστροφή στις μεγάλες αφηγήσεις, με την «ερμηνευτική της ετερογένειας» που κομίζει το βιβλίο, είναι ένα γοητευτικά παράτολμο εγχείρημα, ενώ όπως συμβαίνει με τα έργα των μεγάλων δασκάλων αφήνει ανοιχτές για διερεύνηση πολλές υποθέσεις εργασίας.

 

Κώστας Καραβίδας Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet