Η ένταση με την οποία τα κυρίαρχα, αλλά όχι μόνο, ελληνικά ΜΜΕ καταγγέλλουν καθημερινά τον αδιαμφισβήτητο τουρκικό εθνικισμό, στο όνομα του αντίστοιχου ελληνικού, μας έχει εμποδίσει να κατανοήσουμε την φύση του καθεστώτος Ερντογάν που φέτος συμπληρώνει είκοσι χρόνια από τότε που εγκαταστάθηκε στη γειτονική χώρα. Όμως, αν αυτό που απασχολεί τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς και τους «αναλυτές» των τηλεοπτικών παραθύρων είναι η σύγκριση της στρατιωτικής ισχύος των δύο χωρών, οι αντιεθνικιστές της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για τα χαρακτηριστικά του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού, δεδομένου ότι αυτή η γνώση θα μπορούσε να συμβάλλει στη συνεννόηση με τους ομολόγους τους στην Τουρκία προς όφελος της ειρήνης στην περιοχή μας. Ως συμβολή σ’ αυτήν την προσπάθεια μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε εδώ (με δικούς μας μεσότιτλους), σε δύο συνέχειες, ένα μεγάλο μέρος άρθρου του Τσιχάν Τουγκάλ, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, που δημοσιεύτηκε στο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021 (δηλαδή πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, που ενίσχυσε κάποιες τάσεις), του γνωστού βρετανικού περιοδικού New Left Review. Καλή ανάγνωση.
Χ. Γο.
Πριν από δέκα χρόνια, η Ουάσιγκτον χαιρέτιζε την Τουρκία του Ερντογάν ως παράδειγμα για τον μουσουλμανικό κόσμο –μια ισλαμική δημοκρατία ελεύθερης αγοράς, φιλοαμερικανική, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διάσημα πολιτιστικά μνημεία και όμορφες παραλίες. Συγχαίροντας, κατά την συνάντησή τους το 2009, τον ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), ο Ομπάμα τον διαβεβαίωνε ότι τον θεωρούσε «πρότυπο εταίρου». Σήμερα, με ίσως 50.000 αντιπολιτευόμενους στη φυλακή, μεταξύ των οποίων δεκάδες δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι, η Τουρκία εξάγει στη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν ριζοσπάστες ισλαμιστές μισθοφόρους από τους θύλακές της στη Συρία, συγκρούεται με τη Γαλλία, την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Κύπρο για τα δικαιώματα άντλησης φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, και επιβάλλει ένα βάναυσο καθεστώς κατοχής σε εκτάσεις της άλλοτε αυτόνομης κουρδικής ζώνης της Ροζάβα. Μετά από όλα αυτά, δεν προκαλεί έκπληξη η κραυγή «Ποιος ευθύνεται που χάσαμε την Τουρκία», που ακούγεται από το εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής, η βασική ανησυχία του οποίου είναι η αγορά από την Άγκυρα ρωσικών πυραύλων.
Λίγοι θα αμφισβητούσαν τη σημασία, στην τρέχουσα γεωπολιτική τάξη πραγμάτων, της Τουρκίας, μιας χώρας που βρίσκεται στο κρίσιμο από στρατηγική άποψη μεταίχμιο της Ευρώπης, των πρώην σοβιετικών συνόρων, του Ιράν, του Ιράκ και της Συρίας, μιας δύναμης του ΝΑΤΟ με αεροπορία εξοπλισμένη από τις ΗΠΑ, στρατό ξηράς 350.000 ανδρών και μια μεγάλη, αν και φτωχή σε πόρους, οικονομία. Όμως, δεν θα κερδίσουμε κάτι αν αντικαταστήσουμε τις παλιές αριστερές-φιλελεύθερες αυταπάτες για έναν δημοκρατικό ερντογανισμό με ηθικιστικές καταγγελίες για ισλαμοφασισμό ή με αυτοκρατορικές απειλές ότι η Τουρκία πρέπει να πάρει ένα μάθημα -ή, όπως το έθεσε ο Μπάιντεν, «να πληρώσει ένα τίμημα». Για να κατανοήσουμε τις αλλαγές που έχει υποστεί το καθεστώς πρέπει να κατανοήσουμε τα όρια του «τουρκικού μοντέλου». Αυτά με τη σειρά τους πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης και μιας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που έχει κατακερματιστεί από τις ίδιες τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Ο ιδιαίτερος ρόλος του στρατού
Εδώ χρειάζεται προσοχή. Ο ρόλος των δυνάμεων ασφαλείας, σε συνδυασμό με μια εκσυγχρονιστική πολιτική ηγεσία, ήταν βασικό θεμέλιο του νέου τουρκικού κράτους που αναδύθηκε από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη δεκαετία του 1920∙ ένα κράτος που συγκροτήθηκε -μετά την εξόντωση των Αρμενίων, την εκδίωξη των Ελλήνων και τη γλωσσική αφομοίωση των Κούρδων- στη βάση μίας θρησκείας, μίας γλώσσας, μίας σημαίας. Όμως η σημασία του στρατού, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας, ενισχύθηκε υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Ουάσιγκτον μετέτρεψε την Τουρκία σε ένα προπύργιο του ΝΑΤΟ στα νοτιοδυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ. Για έναν τόσο ζωτικό σύμμαχο, με τόσο άψογα «κοσμικές» στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ, οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να κλείνουν τα μάτια σε εγχειρήματα που καταπατούσαν κάθε δημοκρατικό κανόνα: στην προσάρτηση από την Άγκυρα της Βόρειας Κύπρου και την απέλαση από εκεί των ελληνοκύπριων κατοίκων∙ στη στρατιωτική χούντα του 1980-83, που διέλυσε το μαχητικό συνδικαλιστικό κίνημα και την ισχυρή, αν και κατακερματισμένη, άκρα Αριστερά μέσω μιας πολιτικής η οποία στηριζόταν σε μαζικές φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις, που άνοιξε το δρόμο στην εμπνεόμενη από το παράδειγμα του καθεστώτος Πινοσέτ στη Χιλή νεοφιλελευθεροποίηση που επέβαλε η κυβέρνηση Οζάλ∙ στoν τρόπο αντιμετώπισης της ανταρσίας των Κούρδων τη δεκαετία του 1990, όταν χρησιμοποιήθηκαν αμερικανικά όπλα για να βομβαρδιστούν και να εξοντωθούν οι πεινασμένοι χωρικοί των νοτιοανατολικών περιοχών της χώρας, με αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 30.000 ανθρώπων. Μόνο για το πρώτο από αυτά τα εγχειρήματα επιβλήθηκαν (βραχύβιες) κυρώσεις από τις ΗΠΑ, ενώ στη διάρκεια όλης της δεκαετίας του 1990 η ταλαιπωρημένη από την κρίση οικονομία της Τουρκίας έτυχε προνομιακής μεταχείρισης από το ΔΝΤ.
Είναι περιττό να πούμε ότι αυτή η ιστορία επηρεάζει τη συνεχιζόμενη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ να θέτουν το τουρκικό κράτος στην υπηρεσία της Δύσης, είτε ως επιτηρητή των προσφύγων, είτε ως οιονεί αστυνόμο για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών, είτε ως βάση των ΗΠΑ για διάφορους πολέμους. Ταυτόχρονα, η άποψη του AKP ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που πάντα την κακομεταχειρίζονται οι αλαζονικές δυτικές δυνάμεις είναι κατάφωρα ιδιοτελής, δεδομένου του δικού της δολοφονικού ιστορικού και της νεοϊμπεριαλιστικής έπαρσής της. Σε αντίθεση με τις δύο προαναφερθείσες απόψεις, το παρόν κείμενο υποστηρίζει ότι οι ελιγμοί της Άγκυρας από το 2012 και μετά, ακόμη και αν αυτές δεν έχουν -δεν μπορούν να έχουν- ως αποτέλεσμα μια συνεκτική νέα πορεία, στηρίζονται σε μια σύνθετη αλλά εύκολα αναγνωρίσιμη λογική του τουρκικού κράτους. Οι τελευταίες περιπέτειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η ενεργός παρέμβασή της στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη Λιβύη και η εμπλοκή στη συριακή επαρχία Ιντλίμπ είναι αποτέλεσμα των πολλαπλών αδιεξόδων -οικονομικών, εθνικών, γεωπολιτικών- που αντιμετωπίζει το φιλελεύθερο-ισλαμικό «τουρκικό μοντέλο» από τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Δείχνουν, επίσης, τα όρια της προσπάθειας του ερντογανισμού να δημιουργήσει μια νέα «εθνική» πορεία που να τα υπερβαίνει, δεδομένων των περιορισμών της εσωτερικής κατάστασης και του συνωστισμού που υπάρχει στο περιφερειακό τοπίο στο οποίο δραστηριοποιείται.
Η κατάκτηση της ηγεμονίας από το καθεστώς Ερντογάν
Σε παλιότερα κείμενά μου είχα υποστηρίξει ότι το αντικειμενικό αποτέλεσμα της ηγεμονίας του καθεστώτος Ερντογάν ήταν μια διπλή απορρόφηση -σύμφωνα με τη θεωρία του Γκράμσι περί παθητικής επανάστασης- των ριζοσπαστικών ενεργειών της ισλαμικής εξέγερσης κατά της παλιάς άρχουσας τάξης. Με τη διαμεσολάβηση του AKP, οι ενέργειες αυτές θα απορροφηθούν, πρώτον, από τον εγχώριο καταναλωτισμό, ο οποίος θα ωραιοποιηθεί από την πατριαρχική ευσέβεια∙ και δεύτερον, από τις πολιτικοοικονομικές και στρατιωτικές δομές της Δύσης, που θα νομιμοποιηθούν αφενός από την ισλαμική αλληλεγγύη -οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής προστατεύουν τους Αφγανούς από τις λεηλασίες των μη μουσουλμανικών στρατευμάτων του ΝΑΤΟ- και, αφετέρου, από τον παλιομοδίτικο εθνικισμό: η υποστήριξη από τον Ερντογάν της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ συζητήθηκε στα καφενεία ως ένα έξυπνο κόλπο για την ενίσχυση της «δικής μας» θέσης. Αυτή ήταν η συνταγή του «τουρκικού μοντέλου» που η κυβέρνηση Ομπάμα ήθελε να επεκταθεί σε όλη τη Μέση Ανατολή, κατά τις πρώτες μέρες της Αραβικής Άνοιξης.
Η αρχική απήχηση του AKP -ως η φωνή των απλών πατριωτών μουσουλμάνων, που για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν την λάμβαναν υπόψη οι «κοσμικές ελίτ» της Τουρκίας- αφορούσε κυρίως τους ιδιοκτήτες επαρχιακών επιχειρήσεων στην ενδοχώρα της Ανατολίας και τη συντηρητική μικροαστική τάξη. Αλλά γύρω από αυτόν τον κοινωνικό πυρήνα, οι ερντογανιστές δημιούργησαν ένα πολύ ευρύτερο ηγεμονικό μπλοκ. Το στελεχιακό δυναμικό του περιλάμβανε το σκοτεινό δίκτυο πιστών του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, που είχε μεγάλη επιρροή στην αστυνομία. Είχε επίσης απήχηση στα εκατομμύρια των ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από τη γη τους λόγω των περικοπών στις αγροτικές επιδοτήσεις ή των αναγκαστικών εκκαθαρίσεων των κουρδικών νοτιοανατολικών περιοχών και πετάχτηκαν ανάκατα στην επισφαλή προλεταριοποίηση γύρω από τις μεγάλες πόλεις, όπου το τζαμί και το σχολείο τούς πρόσφεραν μια ευκαιρία οργάνωσης και ανέλιξης μέσα στο χάος της αστικής ζωής∙ κάπως έτσι ήταν και η ιστορία της ζωής του ίδιου του Ερντογάν. Εμφανιζόμενο ως ένα νέο μοντέλο μουσουλμανικού κόμματος, ένα ανατολικό αντίστοιχο της Χριστιανικής Δημοκρατίας, υπέρ της ελεύθερης αγοράς, φιλο-νατοϊκό, φιλο-ευρωπαϊκό- το AKP κέρδισε και τη στήριξη πολλών Κούρδων της Τουρκίας και του μεγαλύτερου μέρους της αριστερής-φιλελεύθερης διανόησης, που το είδαν ως έκφραση της κοινωνίας των πολιτών ενάντια στο αυταρχικό κράτος και ως την καλύτερη ελπίδα για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ.
Κάθε επιτυχημένη ηγεμονική έκκληση είναι και μια πόλωση. Μετά την πρώτη του νίκη το 2002, το ΑΚΡ στράφηκε με αυξημένη αυτοπεποίθηση εναντίον των «κοσμικών ελίτ» της Τουρκίας -τη μεγαλοαστική τάξη, τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών- που το μόνο που αισθάνονταν για τους αμόρφωτους ισλαμιστές της επαρχίας ήταν περιφρόνηση. Ο αγώνας του AKP κατά της στρατιωτικής ηγεσίας έγινε μέσω της δικαστικής οδού. Το 1997, η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση είχε παρέμβει για να απομακρύνει μια προηγούμενη ισλαμική κυβέρνηση και να εκκαθαρίσει τις δυνάμεις ασφαλείας από τους υποστηρικτές της (ο ίδιος ο Γκιουλέν κατέφυγε στις ΗΠΑ, το 1997, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη και έκτοτε βρίσκεται εκεί, διευθύνοντας το δίκτυό του από απόσταση). Μετά το 2008, οι ερντογανιστές αντέστρεψαν την κατάσταση. Μετά από μια σειρά μακροχρόνιων δικών για απόπειρες πραξικοπήματος, με κατηγορούμενους δεκάδες στρατιωτικών, ενίσχυσαν τη θέση τους στο εσωτερικό με την εκκαθάριση των ανώτερων κλιμακίων του στρατού, που στελεχώθηκε εκ νέου με την γρήγορη προαγωγή αξιωματικών που τάσσονταν υπέρ του ΑΚΡ ή των γκιουλενιστών. Τι ακριβώς έγινε τότε, και πώς οι δίκες σχετίζονταν με τον συνεχιζόμενο εκσυγχρονισμό του στρατού από το ΝΑΤΟ, είναι ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο. Ήταν, όμως, σαφές ότι οι ερντογανιστές και οι γκιουλενιστές δεν είχαν στόχο να διαλύσουν τις αυταρχικές-μιλιταριστικές δομές του τουρκικού κράτους, αλλά να διεισδύσουν σ’ αυτές και να τις στελεχώσουν με τους δικούς τους ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά, το συγκεκριμένο φιλελεύθερο-ισλαμικό μοντέλο εξακολούθησε να προβάλλεται ως πρότυπο στον μουσουλμανικό κόσμο.
Η οικονομία
Το AKP ανέλαβε την κυβέρνηση το 2002 μετά την κατάρρευση του «ανόθευτου» νεοφιλελευθερισμού της δεκαετίας του 1990, ο οποίος είχε απαξιώσει σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά κόμματα. Η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση είχε βοηθήσει την μεταποίηση που ήταν στραμμένη στις εξαγωγές, αλλά είχε κάνει όλη την οικονομία ευάλωτη στους κλυδωνισμούς των κεφαλαιαγορών. Η οικονομία υπέστη σκληρό πλήγμα το 1997, όταν ξέσπασε η κρίση των ασιατικών αγορών και σταμάτησαν οι παγκόσμιες ταμειακές ροές προς την Τουρκία. Σε συνδυασμό με αυτήν την διεθνή δυναμική, η κακοδιαχείριση στη χώρα συνέβαλε στις σοβαρές υφέσεις του 1999 και του 2001∙ εν μέσω της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας και του πληθωρισμού έγινε περικοπή των κοινωνικών δαπανών, ενώ τα ετήσια φορολογικά έσοδα χρησιμοποιήθηκαν για την εξυπηρέτηση με εξωφρενικά επιτόκια του δημόσιου χρέους (ΣτΜ: δηλαδή των ομολόγων του δημοσίου) που κατείχαν μερικές μεγάλες εγχώριες τράπεζες. Ένας λόγος ζωτικής σημασίας που συνέβαλε στην κατάκτηση της ηγεμονίας από τον Ερντογάν ήταν η υπόσχεση που έδωσε να επιλυθούν τα μακροχρόνια οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας και να γίνει μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου.
Στα πρώτα χρόνια της θητείας του, το ΑΚΡ εφάρμοσε τις μεταρρυθμίσεις της «μετα-συναίνεσης της Ουάσινγκτον» που σχεδίασε ο Κεμάλ Ντερβίς, ένας κεντροαριστερός οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σημαντικό συστατικό αυτής της πολιτικής ήταν η ενθάρρυνση των νοικοκυριών να συνάπτουν τραπεζικά δάνεια. Όπως και αλλού στον κόσμο, το ιδιωτικό χρέος που στηρίχθηκε στη μοχλευμένη χρηματοδότηση έγινε μια «κρυφο-κεϋνσιανή» μέθοδος δημιουργίας ζήτησης. Ταυτόχρονα, το ΑΚΡ εφάρμοσε κάποια (επιλεκτικά) μέτρα που θύμιζαν κράτος-πρόνοιας, με αιχμή του δόρατος τον Πρόγραμμα Μαζικής Στέγασης (ΤΟΚΙ), που ιδιωτικοποίησε δημόσιες εκτάσεις και ενίσχυσε τις περιουσίες των μεγιστάνων των κατασκευών, αλλά παράλληλα έχτισε πλήθος νέων διαμερισμάτων για τους υποστηρικτές του καθεστώτος που ανήκαν στην κατώτερη και μεσαία τάξη (κυρίως σουνίτες και Τούρκους), οι οποίοι είχαν μετακομίσει και εγκατασταθεί στις μεγάλες πόλεις.
Οι διεθνείς επενδύσεις, που στράφηκαν στην απόκτηση γης και στην οικοδομική ανάπτυξη, ήταν ένας βασικός λόγος για τους επί μία δεκαετία υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Άρχισε η κατασκευή τεράστιων νέων έργων υποδομής, τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτήθηκαν από τα κράτη του Κόλπου. Σε κάθε γειτονιά ξεφύτρωσαν εμπορικά κέντρα, ενώ στα περίχωρα της Άγκυρας χτίστηκε ένα εντυπωσιακό προεδρικό συγκρότημα, το Λευκό Παλάτι, για αποκλειστική χρήση του Ερντογάν. Η δημοσιονομική πολιτική πήρε την μορφή της φιλανθρωπίας: το ΑΚΡ αύξησε τους φόρους (ιδίως των μεσαίων τάξεων) και διοχέτευσε τον πλούτο στους υποστηρικτές του. Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη και η έκρηξη της πολυτελούς κατανάλωσης πήγαιναν χέρι-χέρι με την αύξηση της ανασφάλειας, τις υπερ-εκμεταλλευτικές θέσεις εργασίας και τον αφανισμό του οικιστικού περιβάλλοντος. Οι φτωχοί και οι εργατικές τάξεις που στεγάστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΤΟΚΙ υπέφεραν περισσότερο από την αβέβαιη θέση τους μέσα σε αυτή τη νέα οικονομία - αλλά και οι μεσαίες τάξεις πάλευαν να επιβιώσουν. Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 2000, αυξήθηκαν οι αυτοκτονίες κάποιων καταναλωτών που όφειλαν πολλά χρήματα στις τράπεζες από τη χρήση των πιστωτικών καρτών τους.
Η Τουρκία αντιμετώπισε την οικονομική κατάρρευση του 2008 καλύτερα από ό,τι την ασιατική κρίση που είχε εκδηλωθεί μια δεκαετία νωρίτερα. Μετά από μια άμεση συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2009, η οικονομία ενισχύθηκε από τις εισροές κεφαλαίων, καθώς τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων που εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ και την ΕΕ ώθησαν τα κεφάλαια που εγκατέλειπαν τη Γουώλ Στριτ και την Ευρωζώνη στην αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων. Όπως οι οικονομίες των χωρών BRIC, έτσι και η Τουρκία αύξησε κατά πολύ τα χρηματικά της διαθέσιμα, γεγονός που έδωσε περαιτέρω ώθηση στην οικονομική μεγέθυνση που βασιζόταν στην αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Το χρέος των νοικοκυριών κορυφώθηκε φτάνοντας, το 2013, στο 53% του διαθέσιμου εισοδήματος, από το 5% που ήταν το 2002. Το AKP χαλάρωσε τους περιορισμούς για τις εγχώριες επιχειρήσεις που δανείζονταν σε δολάρια, με τις τράπεζες να λειτουργούν ως μεσάζοντες στις διεθνείς αγορές – κάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερο ευάλωτο ένα σύστημα που κινδύνευε ήδη λόγω των συναλλαγματικών κλυδωνισμών. Πέρα από αυτό, το AKP είχε στόχο την ενίσχυση των ισλαμικών αγορών ομολόγων, δημιουργώντας νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα για την τιτλοποίηση του χρέους.
Το 2013, η ανακοίνωση του Μπερνάνκι ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα σταματούσε την ποσοτική χαλάρωση, ανέστρεψε την πορεία αυτών των ροών κεφαλαίου, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους του τουρκικού οικονομικού θαύματος. Παρ' όλα αυτά, ενώ το 2014 η Βραζιλία και η Ρωσία βυθίστηκαν σε βαθιά ύφεση, το καθεστώς Ερντογάν κατάφερε να αναβάλει για αρκετά χρόνια την πληρωμή του λογαριασμού της αποτυχημένης πολιτικής του. Αυτό έγινε με το κόλπο της νομισματικής υποτίμησης, η οποία αύξησε τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων μεταποίησης και επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τον υπερχρεωμένο επιχειρηματικό τομέα, ενώ παράλληλα έγινε μεγάλη προσπάθεια για την διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα ενόψει των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων που αντιμετώπισε το AKP από το 2014 και μετά. Για το σκοπό αυτό, το καθεστώς ανέπτυξε μια οικονομική στρατηγική δύο επιπέδων. Από τη μία πλευρά, εμβάθυνε το «ενσωματωμένο νεοφιλελεύθερο» μοντέλο, επιταχύνοντας τα κατασκευαστικά έργα, βασιζόμενο σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη του Κατάρ για τη συνέχιση της ροής κεφαλαίων. Αυτά τα κεφάλαια προωθούνταν όλο και περισσότερο μέσω του Ερντογάν και της οικογένειάς του, με την τουρκο-καταριανή φιλία να προβάλλεται ως ένα διεθνές μοντέλο φιλελεύθερης-χρηματοοικονομικής ηγεσίας κατάλληλο για τη Μέση Ανατολή.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς προσπάθησε να προωθήσει εθνικά έργα μεταποίησης με πατριωτική χροιά. Ένα παράδειγμα είναι ο όμιλος παραγωγής στρατιωτικών και εμπορικών οχημάτων BMC, τον οποίο διευθύνει ο πρών μαοϊκός, Ετέμ Σαντζάκ. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι τα μαχητικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που συναρμολογούνται (με εισαγόμενα εξαρτήματα) από τον Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, κατασκευαστή όπλων και γαμπρό του Ερντογάν. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Μπαϊρακτάρ θα αποτελούσαν μια πηγή υπερηφάνειας των Τούρκων εθνικιστών στη Συρία, τη Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Μετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης