Eπτά μικρές ιστορίες συνθέτουν τη νέα ταινία του Βασίλη Μαζωμένου, επτά ιστορίες ακραίας αγάπης, όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «είναι μια ταινία που επιχειρεί να μιλήσει για την αγάπη. Την αγάπη την οποία, οι ήρωες της ταινίας, αναζητούν και προσπαθούν να συναντήσουν με κάθε τρόπο, ακόμα και με έκνομες ενέργειες. Όπως ο διψασμένος στην έρημο ψάχνει για νερό. Αυτοί λοιπόν οι ήρωες, εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε δυο κόσμους, την ψάχνουν, την βρίσκουν ή την χάνουν στην προσπάθεια τους να εξαγνιστούν. Να… καθαρίσουν. Παράλληλα, το φόντο είναι η σύγχρονη Ελλάδα που, σαν τους ήρωες της ταινίας, βρίσκεται ακινητοποιημένη και αμήχανη ποια κατεύθυνση να πάρει».
Ένας μοναχός ηγείται μιας πομπής. Ένα κορίτσι διασώζεται από την πορνεία. Δύο κολεγιόπαιδα γίνονται δράστες βίαιων περιστατικών. Ένας ηλικιωμένος πέφτει θύμα μιας αστυνομικού. Ένα ζευγάρι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του. Μια γυναίκα εκφράζει τον θυμό της σε έναν δημόσιο υπάλληλο. Ένας άνδρας απάγει τον καλύτερό του φίλο. Βέβαια, η παραπάνω σύντομη περιγραφή δεν δίνει τίποτε παραπάνω από ένα απλό περίγραμμα μιας ταινίας η οποία επιχειρεί να ανιχνεύσει και να διεισδύσει βαθιά στο σώμα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Το «Καθαρτήριο» του Βασίλη Μαζωμένου μιλάει για τη σύγχρονη Ελλάδα της ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάπτωσης. Πρόκειται, λοιπόν, για επτά ιστορίες καθημερινής τρέλας μέσα στις οποίες μπορούμε άνετα να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας κι αυτό είναι κάτι που πληγώνει, εάν και εφόσον το συνειδητοποιήσουμε. Το μενού του Μαζωμένου έχει από όλα τα καλά: Θρησκόληπτους, πατριδοκάπηλους, παιδεραστές, βίαιους συζύγους, μπάτσους, γραφειοκράτες και βιαστές. Αλλά έχει και καλούς ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν μέσα σε αυτόν τον συρφετό να παραμείνουν άνθρωποι. Κι αν κάποιες φορές ο σκηνοθέτης γίνεται κυνικός -κάτι που για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μπορεί να αποφύγει- και κάποιες άλλες αναγκάζεται να γίνει μπουρλέσκ για να διακωμωδήσει καταστάσεις, στην ουσία παραμένει βαθιά ανθρώπινος. Γιατί μέσα από όλες αυτές τις καταστάσεις που αφηγείται αναδεικνύει τη μοναξιά, τη συντροφικότητα, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Δεν παραμένει, δηλαδή, στο καταγγελτικό επίπεδο αλλά προσπαθεί να διακρίνει και να αναδείξει πρόσωπα πίσω από τα προσωπεία.
Με ένα καλοδουλεμένο σενάριο ο σκηνοθέτης δεν αφήνει τις ιστορίες του ξεκρέμαστες αλλά τις συνδέει, δημιουργώντας έτσι μια συνέχεια, ένα σύνολο. Οι ιστορίες «εφάπτονται» η μία της άλλης, οι χαρακτήρες μετακινούνται από τη μία στην άλλη και από κομπάρσοι μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές.
Ο Βασίλης Μαζωμένος κάνει μια καθαρά πολιτική ταινία. Όχι με την κλασική έννοια του όρου, που για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω κι αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Μια ταινία η οποία δεν φοβάται να αναμετρηθεί με αυτό που είμαστε και αυτό που ζούμε, δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά για όλα, χωρίς να κλείσει τα μάτια και το στόμα.
Το «Καθαρτήριο» δεν αποτελεί, λοιπόν, τον προθάλαμο προς τον Παράδεισο, όπως αναφέρει η Καθολική Εκκλησία, αλλά τον προθάλαμο προς την Κόλαση, σύμφωνα με τον Δάντη και… σύμφωνα με τον Μαζωμένο, φυσικά. Γιατί, ως γνωστόν Παράδεισος δεν υπάρχει, μωρό μου!
Με το «Καθαρτήριο» μπορούμε να πούμε πως ολοκληρώνεται η Τριλογία της Κρίσης που ξεκίνησε το 2016 με τις «Γραμμές» κι ακολούθησε το 2019 με την «Εξορία».