Τι συμβαίνει στην «αγία ελληνική οικογένεια» την ημέρα της επετείου γάμου των γονιών, όταν κάποιοι γιορτάζουν, ενώ κάποιοι άλλοι εύχονται να μην είχε υπάρξει ποτέ; Ποιο λήμμα της εγκυκλοπαίδειας γράφει για την υγεία της γιαγιάς; Γιατί ένας πλανόδιος παλιατζής επιμένει να διαλαλεί την πραμάτεια του έξω από την πόρτα ενός παραδοσιακού μεσοαστικού σπιτιού;
Με άξονα τρία γεύματα γύρω από ένα τραπέζι, αναπαρίσταται η πραγματικότητα της ελληνικής οικογενειακής συνθήκης. Η ρουτίνα της, οι βίαιοι μηχανισμοί, τα μυστικά και οι κόκκινες λέξεις που την διατρέχουν, αποτίοντας έτσι φόρο τιμής, σε όλα εκείνα που από φόβο δεν ειπώθηκαν και ανασυνθέτοντας το ερώτημα: μήπως κάναμε κάπου λάθος;
Ο Πάνος Κούγιας, αριστούχος απόφοιτος του πρώτου τμήματος σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου, μετά την αποφοίτησή του, υπογραφεί την παράσταση «Ναπάλμ Χάσταγκ Φάμιλι: Μια οικογενειακή ιλαροτραγωδία» σε κείμενο και σκηνοθεσία δική του, με τους Νίκο Ιατρού, Κατερίνα Κριστό, Αντώνη Σανιάνο, Δάφνη Σκρουμπέλου, Ματίνα Στάμου. Το έργο κάνει πρεμιέρα στις 20 Φεβρουαρίου, στο θέατρο Φούρνος και θα παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μμ, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης ο σκηνοθέτης Πάνος Κούγιας μιλά στην Εποχή για την ιλαροτραγωδία που θα μας θυμίσει την ομορφιά της ζωής.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το έργο «Ναπάλμ Χάσταγκ Φάμιλι»;
Ήθελα να μιλήσω, με αφορμή τα δικά μου βιώματα, για το πώς αντιλαμβάνομαι τους βίαιους μηχανισμούς που διατρέχουν εδώ και δύο αιώνες -από την τουρκοκρατία και έπειτα- τις φλέβες της ελληνικής παραδοσιακής οικογένειας. Ποια ζητήματα τεχνηέντως αποσιωπούμε, τι αφήνουμε κλειδωμένο στις κρεβατοκάμαρες και τις ντουλάπες μας, τι παραχώνουμε με πολλή φροντίδα κάτω από τα ωραία χαλιά των σαλονιών μας. Η θεματική της γιορτής, και συγκεκριμένα της επετείου γάμου, μου φάνηκε ιδανική για να αναπτυχθεί κάτι τέτοιο.
Οι Έλληνες ακόμα και σήμερα, έχουμε μια παθολογική σχέση με τον γάμο. Τον θεωρούμε εφαλτήριο της ευτυχίας, εισιτήριο για τη δημιουργία απογόνων, ηθική αποκατάσταση σε μια κοινωνία που πάντα είναι έτοιμη να σου προσάψει κάτι αρνητικό, κάποια ρετσινιά, ειδικότερα αν είσαι γυναίκα. Όσο και αν υποφέρουμε βέβαια κάτω από τη μπότα αυτού του δεσμού, αρνούμαστε να αναζητήσουμε θαρραλέες λύσεις, μένουμε σε σχέσεις κατεστραμμένες, εκπαιδευόμαστε και εκπαιδεύουμε τους άλλους σε μια περιρρέουσα δυστυχία και συντηρούμε μια τοξική συνθήκη υπό το δόγμα του «Και τι να κάνουμε; Οικογένεια είναι, θα περάσει».
Και η δομή της αρχαίας τραγωδίας, έπαιξε κάποιο ρόλο στη συγγραφή του έργου;
Ταυτόχρονα, η ίδια η δομή της αρχαίας τραγωδίας αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης. Στις σκηνές του έργου, απαντώνται όλα τα μέρη της κλασικής τραγωδίας. Ο πρόλογος, όπου παρέχονται οι βασικές πληροφορίες για τους ήρωες και ο θεατής προϊδεάζεται για το τι περίπου θα ακολουθήσει, η πάροδος, όπου εισάγεται το εισόδιο τραγούδι του χορού, εν προκειμένω ένα ρεμπέτικο τραγούδι το οποίο θα διατρέξει όλη τη ραχοκοκαλιά του έργου, το επεισόδιο, στο οποίο προωθείται η πλοκή και αναπτύσσεται ως κεντρικό συμβάν η σχέση των δύο γονιών, το στάσιμο, στο οποίο η δράση εξελίσσεται μέσα από ένα ποιητικό στοχασμό με το «φευγιό» όλων των συγγενών και η έξοδος, όπου αποτελεί και την καταληκτήρια σκηνή αυτής της οικογενειακής «τραγωδίας», στην οποία, μέσω μιας καθολικής κάθαρσης, οι δύο γονείς καλούνται να αναρωτηθούν γύρω από το εάν τελικά, έκαναν και οι ίδιοι κάπου λάθος.
Η παράσταση είναι ο απολογισμός μιας μοναδικής ημέρας, εκείνης της επετείου γάμου των γονιών. Γιατί επιλέξατε ως αφετηρία του έργου σας αυτή την επέτειο;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: Είμαι κατά βάση μελό, ως άνθρωπος. Με γοητεύει πολύ ο ηττημένος άνθρωπος με τα στραβά του, τις μικρότητες, τους φόβους, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του. Ακόμα και στη δουλειά μου, αδυνατώ να πάρω σαφή απόσταση από οτιδήποτε θεωρείται κλισέ και προκαλεί συγκίνηση. Αν και στο σύγχρονο θεατρικό σύμπαν θεωρείται ξεπερασμένο και πορνογραφικό το δάκρυ και η συγκίνηση, εγώ δεν μπορώ να το αποφύγω. Κάτι μέσα μου βρίσκει μια ακρογιαλιά μέσω αυτού του κώδικα. Με την επέτειο, λοιπόν, συμβαίνει αυτό ακριβώς το παράδοξο. Οι άνθρωποι φοράμε τα καλά μας ρούχα, τους καλούς μας τρόπους, τα καλά μας χαμόγελα, δίνουμε τόπο στην οργή και το ρίχνουμε στη γιορτή. Είναι σαν να βρίσκεται κάτι θαμμένο μέσα βαθιά στο στομάχι μας και μια φορά κάθε χρόνο μάς γεννά αυτή την ακόρεστη, σχεδόν πρωτόγονη δίψα για ευτυχία.
Τι αποκαλύπτεται για την οικογένεια μέσα από τα τρία γεύματα;
Μέσα από τρία, σχεδόν αρχετυπικά γεύματα, τα οποία συγκεντρώνουν μια εξίσου αρχετυπική -από άποψη δομής- οικογένεια γύρω από ένα κοινό τραπέζι, αυτό που αποκαλύπτεται είναι η προβληματική σχέση των γονιών, η οποία «μολύνει» με τη δυσλειτουργία της τους πάντες και τα πάντα. Μια τετελεσμένη, οριακή σχέση σε κρίση, σε κατάσταση έτοιμη να εκραγεί. Μια γονεϊκή σχέση, που μόνο η πιο ανείπωτη και τρομώδης τραγωδία θα μπορούσε να τους φέρει κοντά. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Ποια η απάντηση της οικογένειας στο ερώτημα «μήπως κάναμε κάπου λάθος;»;
Αυτό είναι κάτι που καλείται να συμπληρώσει ο θεατής, προσωπικά, από τη δική του βιογραφία. Η συγκεκριμένη οικογένεια θέτει το ερώτημα και σακατεύεται μπροστά στα μάτια του για να διαμορφώσει με αυτή την ηρωική, σχεδόν ιπποτική, της πράξη τη σκέψη: «μήπως τελικά οφείλουμε να έρθουμε πιο κοντά;»
Έχετε χαρακτηρίσει το έργο ως οικογενειακή ιλαροτραγωδία. Τι θέλετε να κρατήσει ο θεατής από την παράσταση;
Αν κοιτάξουμε ελάχιστα γύρω μας, θα παρατηρήσουμε πως, πολύ συχνά, στη ζωή, η τραγικότητα και η κωμικότητα συνυπάρχουν. Είναι οι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεχτούμε λοιπόν τον αφορισμό πως «η τέχνη μιμείται τη ζωή» είναι κάτι που δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε αναξιοποίητο. Οι ήρωες αυτού του σπιτιού «ολοσχερώς πάσχουν». Είναι τραγικοί. Βαθιά τραγικοί. Και αυτό είναι που μας γεννά την κωμωδία και το γελοίο. Γελάμε με τα παθήματα τους, πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο θα ξορκίσουμε οποιαδήποτε κοινή μοίρα ή ομοιότητα με εκείνους και ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε αν κάτι πυρηνικό, κάτι που ούτε στους ίδιους μας τους εαυτούς δεν τολμάμε να ομολογήσουμε, μπορεί να μας δένει μαζί τους. Αυτό ας κρατήσει ο θεατής. Είναι καιρός να επιστρέψουμε στην «ομορφιά». Ό,τι και αν σημάνει αυτό για τον καθένα. Αρκετά με την απανταχού σκληρότητα, μπουχτίσαμε.