Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ δημοσίευσε μελέτη της Γεωργίας Καπλάνογλου, καθηγήτριας στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, για την άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα. Η μελέτη εξετάζει τη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019. Διαπερνά, δηλαδή τη δεκαετία της δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα και την εφαρμογή των τριών μνημονίων, εστιάζοντας σε δύο από τους βασικότερους φόρους που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα, τους φόρους κατανάλωσης και τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Όπως διαπιστώθηκε η αύξηση του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα, τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης (2009-2019) και των μνημονίων, «δεν συγκρίνεται με καμία άλλη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου και είναι της τάξης των 8,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, είναι με διαφορά η μεγαλύτερη ανάμεσα στις 38 χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και σχεδόν η πενταπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών αυτών, ο οποίος βρίσκεται κάτω από 2 ποσοστιαίες μονάδες». Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν τόσο στους έμμεσους φόρους όσο και στη φορολογία φυσικών προσώπων «στερούνται οικονομικής λογικής, τουλάχιστον από άποψη κοινωνικής δικαιοσύνης». Αυτοί δηλαδή που επωμίστηκαν το βάρος είναι αυτοί που δεν θα το άντεχαν, ενώ φτωχοποιήθηκε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, μόνο και μόνο από τις αλλαγές στη φορολογία φυσικών προσώπων, με αποτέλεσμα η νέα κρίση που αντιμετωπίζουμε από το 2022 να έχει εκτινάξει το δείκτη ανισοτήτων και να επιβάλλει μια φορολογική μεταρρύθμιση που θα αντιστρέψει την κατάσταση.
Αναλυτικότερα, όσον αφορά την έμμεση φορολογία, δηλαδή τον ΦΠΑ (αποφέρει το 60% των εσόδων), τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης (καύσιμα, τσιγάρα, οινοπνευματώδη που αποφέρουν το ¼ των συνολικών εσόδων) και λοιπούς φόρους (π.χ. φόροι στην αγορά και κατοχή αυτοκινήτων, τέλη συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας, φόρος ασφαλίστρων, κ.λπ), η Ελλάδα τη δεκαετία της κρίσης υιοθέτησε υψηλούς δείκτες σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του μεριδίου του ΑΕΠ που καταλαμβάνουν τα έσοδα από την έμμεση φορολογία.
Αν εστιάσουμε στο ερώτημα «ποιοι εν τέλει πληρώνουν τους έμμεσους φόρους στην Ελλάδα;» διαπιστώνουμε ότι η αύξηση (οι έμμεσοι φόροι απορροφούσαν το 2008 κατά μέσο όρο το 11,4% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, με την επιβάρυνση να εκτοξεύεται στο 15,2% το 2014 και περαιτέρω στο 15,7% το 2019) «δεν κατανεμήθηκε ισομερώς», όπως σημειώνεται. Συγκεκριμένα, κατά την πρώτη περίοδο (2008-2014) οι μεταβολές στην επιβάρυνση ήταν υψηλότερες στο μέσο της κατανομής αλλά και στο πλουσιότερο 20%, ενώ την περίοδο 2015-2019 η επιβάρυνση σταθεροποιήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα για το σύνολο των νοικοκυριών. Ειδικότερα, την περίοδο 2008-2014 ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς το μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών συγκράτησε το μερίδιό του στη συνολική κατανάλωση. Με δεδομένο ότι η συνολική καταναλωτική δαπάνη συρρικνώθηκε κατά ένα τέταρτο στη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά έκαναν μεγάλες περικοπές στον προϋπολογισμό τους, αφαιρώντας αγαθά πρώτης ανάγκης, καθώς σε αυτά αφιερώνεται σχεδόν το σύνολο των δαπανών τους. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, χωρίς όμως να καταφέρει να τις ανατρέψει. Έτσι, το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών στην Ελλάδα το 2019 αφιέρωνε το 66% του προϋπολογισμού του μόνο σε τρόφιμα και στέγαση, έναντι του 46% το 2008.
Η μελέτη ξεπερνά το χρονικό περιθώριο που έχει ορίσει και φτάνει και στο 2022 και τις ανατιμήσεις στα είδη διατροφής και την ενέργεια. Με το δεδομένο ότι στην Ελλάδα καταγράφεται ο έκτος υψηλότερος ρυθμός πληθωρισμού ανάμεσα στις 19 χώρες της ευρωζώνης (12,1% τον Σεπτέμβριο του 2022, έναντι 10% μ.ο. της Ευρωζώνης) γίνεται «σαφές και ίσως αναμενόμενο ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις στο κόστος ζωής τους». Όπως σημειώνεται «οι μελλοντικές εξελίξεις δεν προοιωνίζονται θετικές. Η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχότερων, τείνει να αποκτήσει μια δυναμική που καθορίζεται πρωτίστως από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα».
Το δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης εστιάζει στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Η επιλογή να αντικατασταθεί το αφορολόγητο από τη μείωση του φόρου, να καταργηθεί το πρόσθετο αφορολόγητο για τα παιδιά και να επιβληθεί εισφορά αλληλεγγύης είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση για το σύνολο σχεδόν των φορολογουμένων, και να είναι αναλογικά μεγαλύτερη για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 2014-2019 αύξησαν περαιτέρω τη μέση φορολογική επιβάρυνση, με εξαίρεση όσους ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια. Όπως συμπεραίνεται, ορισμένες μεταρρυθμίσεις «σήμαναν την ουσιαστική εγκατάλειψη της πολιτικής φορολογικών ελαφρύνσεων για τις οικογένειες με παιδιά, με αποτέλεσμα να επωμιστούν ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση, πολιτική που προκάλεσε τη δραματική επιδείνωση των δεικτών παιδικής φτώχειας που διαπιστώνεται σε πλήθος ερευνών».
Τούτων δοθέντων, «το αίτημα για προοδευτική φορολογία έχει αναδειχθεί κυρίαρχο, επειδή η αποδυνάμωση των αναδιανεμητικών χαρακτηριστικών του φορολογικού συστήματος έχει συμβάλει αποφασιστικά στην αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, σε πρωτοφανή και πλέον απειλητικά επίπεδα».
Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό
Η διαβούλευση φορέων για την αύξηση του κατώτατου μισθού έχει ξεκινήσει, με καταληκτική ημερομηνία την 28η Οκτώβρη και ορίζοντα την 10η Μάρτη για την εισήγηση του υπουργού Εργασίας προς το υπουργικό συμβούλιο. Τα σενάρια που ακούγονται είναι πολλά: αύξηση 5,5% με τον κατώτατο να φθάνει στα 751 ευρώ (από 713), αύξηση 7,75% δηλαδή στα 768 ευρώ και 9,9%, όσο περίπου είναι ο πληθωρισμός, δηλαδή στα 785 ευρώ.
Η πρόταση της ΓΣΕΕ αφορά αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ. Επιπλέον προτείνεται η επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
Ακόμα προτείνεται η αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου, η άμεση επαναφορά των τριετιών, η άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών), η ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας και η ρύθμιση και ο έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.