Σκέψεις αφού παρακολουθήσαμε το συνέδριο για τις «Στρατηγικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας»
Η διοργάνωση του συνεδρίου «Αναζητώντας τον άλλο δρόμο. Στρατηγικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», από τρείς οργανώσεις έρευνας και προβληματισμού (Όμιλος Μετάβαση για τη Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Έτερον Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή), που ανήκουν στον χώρο της Αριστεράς, αποτέλεσε μια ευχάριστη, αλλά και χρήσιμη πρωτοβουλία. Παράλληλα, το επιστημονικό ενδιαφέρον των 12 θεματικών ενοτήτων και των εισηγήσεων, των περισσοτέρων από 50 ομιλητών, η παρουσία των οποίων έδειξε ένα αξιόλογο επίπεδο γνώσεων και εμπειρίας (επιβεβαιώνοντας ότι το επιστημονικό δυναμικό στην Αριστερά είναι πλήρως ενταγμένο στην επιστημονική κοινότητα), αλλά ταυτοχρόνως προσέφερε την ευκαιρία να αναδειχτεί το πολύπλευρο και απαιτητικό το πακέτο των ερωτημάτων, στην διαδικασία αναζήτησης του περιεχομένου των στρατηγικών ανάπτυξης.
Περί ανάπτυξης
Πολλά ερωτήματα που αναδείχθηκαν με σαφή τρόπο κατά το τριήμερο, ήταν όσα συνδέονται με το περιεχόμενο και τις διάφορες πλευρές του όρου «ανάπτυξη». Η ανάπτυξη συνδέεται κατά κανόνα με την δυναμική των καπιταλιστικών οικονομιών, και αξιολογείται ως θετική εξέλιξη από οικονομική και κοινωνική άποψη, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για μια οικονομία που δεν είναι πλέον καπιταλιστική. Στο συνέδριο δεν καταγράφηκε μια τέτοια διαφοροποίηση από τις εισηγήσεις.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη γενικώς –που δεν ταυτίζεται με τη μεγέθυνση που αφορά μόνο την αύξηση του συνολικού προϊόντος– είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός υποδείγματος, στο οποίο περιλαμβάνονται, κατά κανόνα ως κινητήρια δύναμη οι δημόσιες δαπάνες ή άλλες εκδοχές αύξησης της δαπάνης της οικονομίας ή η αύξηση των εξαγωγών, και ανάλογα με το προσανατολισμό της μεγέθυνσης της παραγωγής, θεωρείται εξωστρεφής ή εσωστρεφής, και επιτρέπει την πιο αργή ή ταχύτερη αύξηση των εισοδημάτων του πληθυσμού.
Η κυρίαρχη αντίληψη στην Αριστερά (το υπόδειγμα), βασίζεται στην εκτίμηση ότι ο καπιταλισμός που θριάμβευσε κατά την «ένδοξη» μεταπολεμική τριακονταετία, επέτρεπε την αύξηση των εργατικών εισοδημάτων, την αύξηση των κοινωνικών δαπανών και την αύξηση της απασχόλησης, και βασιζόταν σε συνθήκες κυριαρχίας του κεφαλαίου τόσο σε ισχυρή δυναμική συσσώρευσης του, όσο και σε θεσμούς που εξέφραζαν έναν συμβιβασμό κεφαλαίου και εργασίας, επωφελή και για την εργασία.
Οι πολλές διαφορετικές εκδοχές αυτού του «φορντιστικού» μοντέλου, που βασίστηκε κυρίως στην μαζική παραγωγή με τεϋλορικές μεθόδους, γοήτευσαν τις διάφορες κοινωνικές ομάδες της ειδικευμένης αλλά και διανοητικής εργασίας για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, αλλά και τις υποψήφιες για ανάπτυξη χώρες, με αποτέλεσμα να επηρεάζει το μοντέλο αυτό καθοριστικά τον τρόπο σκέψης των αριστερών διανοουμένων, ακόμα και αν δεν υπάρχει –όπως στην Ελλάδα με προφανή τρόπο– η πιθανότητα να γίνει αποδεκτή μια τέτοια προοπτική από τις κυρίαρχες ομάδες του κεφαλαίου.
Η προσοχή στη «μεσαία τάξη»
Ο νεοφιλελευθερισμός, σαν άρνηση του «φορντισμού», αποτελεί ειδικότερα άρνηση του μεταπολεμικού καπιταλισμού, που έχει διαμορφώσει στάσεις, συμπεριφορές, συμμαχίες και θεσμούς, που αποτελούν αποκρούσεις των κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας, οι οποίες οφείλονται σε στρατηγικές αλλαγές επιλογών των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων.
Η αγριότητα με την οποία το ελληνικό καπιταλιστικό καθεστώς έχει επιτεθεί στην εργασία, και σε όλες τις κατηγορίες της, με εξαίρεση μια μειοψηφία ευνοημένων μισθωτών, όπως συμβαίνει σε όλες τις νεοφιλελεύθερες εκδοχές, συνυπάρχει παράλληλα, με την φροντίδα της ευνοημένης από το πελατειακό κράτος μερίδας του κεφαλαίου, επιχειρηματικού και τραπεζικού, σε συνθήκες συρρίκνωσης του παραγωγικού κεφαλαίου και κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους.
Η στροφή της προσοχής προς τη “μεσαία τάξη”, για λόγους εκλογικής αριθμητικής, σημαίνει ότι δεν έχει γίνει κατανοητό πως η τάξη αυτή αποτελείται κύρια από παραδοσιακούς μικροεπιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες, που έχουν κατ' αρχήν την προσοχή τους στραμμένη προς το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα υπάρχει καθυστέρηση δραστηριοποίησης από την ανερχόμενη ιστορικά τάξη της διανοητικής εργασίας, που έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει την κρισιμότητα της περιόδου που διανύει η κοινωνία μας, και να συμμαχήσει με λαϊκές τάξεις προς όφελος ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, επωφελούμενη από τη δυνατότητά της να αξιοποιήσει, ενεργοποιώντας την, τη “γενική διάνοια” της κοινωνίας, την οποία παλεύουν να υποβαθμίσουν οι πολιτικές ελίτ του κεφαλαίου.
Στρατηγικές επιλογές και σχεδιασμός
Τελικά ο υπότιτλος του συνέδριου «Στρατηγικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», πρέπει να ερμηνευθεί μάλλον ως μια ερώτηση.
Όχι μόνο γιατί ο πληθυντικός μπορεί να υπονοεί πολλές δυνατότητες επιλογών, αλλά γιατί τα στρατηγικά ζητήματα για την οικονομία και την κοινωνία είναι αρκετά. Δυσκολεύεται να εισχωρήσει στον προβληματισμό των μελετητών, η διαπίστωση ότι δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια απορρύθμιση της οικονομικής ανάπτυξης που ξέραμε, αλλά μπροστά σε μια απορρύθμιση όλων των πλευρών της ζωής στον πλανήτη και σε εντονότερο βαθμό της ζωής στην Ανατολική Μεσόγειο. Μιλάμε για αυξήσεις της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς πολύ εύκολα, όταν η διαφορά θερμοκρασίας την εποχή των παγετώνων ήταν μόλις 5 βαθμοί! Η διαφορά με τους στόχους της “ανάπτυξης”, που είναι απροσδιόριστοι, αν και θετικοί, είναι ότι τα μεγέθη εκπομπών και οι στόχοι για τη μέση θερμοκρασία στον πλανήτη είναι ποσοτικά ορισμένοι. Και οι στόχοι, των οποίων ξεκινάει η επεξεργασία, για την προστασία των πληθυσμών, των υποδομών και των οικονομιών από τις πλημμύρες, τους ανέμους και τις ξηρασίες, πρέπει και αυτοί να είναι αντίστοιχα δεσμευτικοί.
Αντιμέτωποι με μια επιδημία που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται, και με προβλέψεις για μελλοντικές επιδημίες, πρέπει να εγκαταστήσουμε συστήματα υγείας επαρκή και αποτελεσματικά. Αυτές οι προβλέψεις απορρέουν από στρατηγικές επιλογές, που συνδέονται προφανώς με αντίστοιχες επιλογές σε ό,τι αφορά την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, και επομένως με την εγκαθίδρυση θεσμών σχεδιασμού, που πρέπει να αφορούν την οικονομία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και ειδικότερα την παραγωγή ενέργειας. Επειδή ένας τέτοιος σχεδιασμός πρέπει να αφορά και πληθυσμούς με σοβαρά προβλήματα εισοδήματος και κοινωνικών υπηρεσιών, περιφέρειες με μειώσεις παραγωγής, εισοδημάτων και πληθυσμού, θα πρέπει επίσης να αφορά αλλαγές τοπικών μεγεθών και διαρθρώσεων, ενώ οι προσαρμογές λόγω κλιματικής αλλαγής θα είναι αναγκαίες και σύνθετες.
Ο σχεδιασμός πρέπει να έχει γερές βάσεις σε τοπικό επίπεδο, ώστε να υπάρξει στη χώρα μία ουσιαστική ανανέωση της δημοκρατικής ενεργοποίησης της κοινωνίας.
Η εγκαθίδρυση του δημοκρατικού σχεδιασμού και μιας κρατικής εξουσίας που να εκφράζει μια συμμαχία των λαϊκών τάξεων, δεν χρειάζεται να αποκλείσει τις κατηγορίες των ιδιωτικών επιχειρήσεων που δεν παράγουν δημόσια αγαθά, και μπορεί να ενσωματώσει αυτές τις επιχειρήσεις στον κατά τόπους δημοκρατικό σχεδιασμό. Παράλληλα όμως είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν σε μαζική έκταση μορφές συγκρότησης του κόσμου της εργασίας, πέρα από το συνδικαλιστικό κίνημα στις δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις, και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δηλαδή να ενισχυθεί η αλληλέγγυα οικονομία και οι συνεταιρισμοί στην αστική και αγροτική οικονομία, με την ενεργοποίηση των ανέργων, των μερικώς απασχολούμενων, αλλά και των πολύ μικρών επιχειρήσεων που είναι προϊόν της επιχειρηματικότητας ανάγκης.
Ένα πρώτο βήμα
Στρατηγικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν προέκυψαν από το τριήμερο, ούτε χαράξαμε τον «άλλο δρόμο». Αυτό το συνέδριο μπορεί να θεωρηθεί ένα πρώτο βήμα, και όπως είπε ο Γιώργος Σταθάκης εισάγοντας το τελικό στρογγυλό τραπέζι, μια επόμενη συνεύρεση θα ασχοληθεί με τις κοινωνικές συμμαχίες και τα πολιτικά υποκείμενα του άλλου δρόμου και των αναπτυξιακών στρατηγικών. Οι σχετικές επεξεργασίες δεν παράγονται, αλλά ανακοινώνονται σε συνέδρια. Στο μεταξύ, χρειάζεται να ληφθούν αποφάσεις και να ανακοινωθούν στόχοι, για οργανωτικές πρωτοβουλίες και θεματικές αναζητήσεις.