«Ζητάμε ο λαός να είναι αυτός που θα απαντήσει στο ερώτημα που ετέθη στο Κοινοβούλιο: Με τη δημοκρατία ή με την εκτροπή;» ήταν το κλείσιμο του Αλ. Τσίπρα στην πρόταση μομφής που ολοκληρώθηκε την προηγούμενη Παρασκευή. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήρθε από τον ΣΥΡΙΖΑ με την απόφασή του να απέχει από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, μεταλαμπαδεύοντας το ερώτημα στον ελληνικό λαό, ο οποίος με την ψήφο του θα απαντήσει.

 

Ένα ακόμα δίπολο

 

Η κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ –η οποία θα σκάσει σαν ένα πυροτέχνημα που μπορεί να αφήσει εστίες πίσω του, αν δεν συνοδευτεί με παρουσία στην κοινωνία, με παρουσίαση εναλλακτικού προγράμματος, με πρόσκληση για ένα μέτωπο υπεράσπισης της δημοκρατίας, με ανάδειξη νέων προσώπων που θα σηματοδοτήσουν την ανανέωση στο πολιτικό σύστημα, με μια ολοκληρωμένη πρόταση κάθαρσης από το σκάνδαλο των υποκλοπών- προκάλεσε την έντονη αντίδραση της συμπολίτευσης αλλά και της αντιπολίτευσης, καθώς ο προεκλογικός χρόνος δεν επιτρέπει συγκλίσεις. Ο Κ. Μητσοτάκης επιχείρησε να αντικρούσει το ερώτημα που έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ με ένα νέο δίπολο:  κοινοβουλευτική – πεζοδρομιακή δημοκρατία.

Πρόκειται για μια στροφή της στρατηγικής της Νέας Δημοκρατία, η οποία επιλέγει να θέσει στο επίκεντρο της συζήτησης τη Δημοκρατία, από εκεί που κατά την τριήμερη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας το απέφυγε σαν το διάολο το λιβάνι. Εγκατέλειψε όμως ταυτόχρονα το στόχο της σύγκρισης θητειών [«η κυβέρνηση επιλέγει σύγκριση, όχι σύγκρουση», είχε δηλώσει ο Κ. Μητσοτάκης στην πρόταση δυσπιστίας]. Ίσως γιατί αυτή η σύγκριση μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα όταν θα γίνει αμφίπλευρη. Ήδη ο Ευκλ. Τσακαλώτος με μία μακροσκελή ανακοίνωσή του μίλησε μεθοδολογικά, αναδεικνύοντας τις παραμέτρους που πρέπει να τεθούν υπό σύγκριση και τις οποίες αποσιωπά το κυβερνητικό επιτελείο για να στηρίξει το επιχείρημά του: «Ξεχνάει να αναφέρει σε αυτές τις συγκρίσεις το σημείο έναρξης. Με απλά λόγια, ποια ήταν η κατάσταση που παραλάβαμε εμείς το 2015 από τη Νέα Δημοκρατία και ποια η κατάσταση που παρέλαβε η Νέα Δημοκρατία από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019; Γιατί το να κάνεις συγκρίσεις χωρίς να λαμβάνεις υπόψη σου τις συνθήκες στο σημείο έναρξης είναι λάθος, είναι αντιδεοντολογικό, είναι μπακαλική χειρίστου είδους. Κανένας οικονομολόγος, κανένας κοινωνικός επιστήμονας δεν θα χρησιμοποιούσε αυτά τα στοιχεία με αυτό τον τρόπο.»

 

Μπακαλο-σύγκριση

 

Συνοπτικά, ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, πως το 2015, πρώτον «η χώρα είχε μηδενικό πλεόνασμα, ανύπαρκτη ανάπτυξη και δεσμεύσεις για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων έως και 4.5%. Με άλλα λόγια η δημοσιονομική προσαρμογή δεν είχε τελειώσει (…) Αντίθετα το 2019, όταν ανέλαβε η Νέα Δημοκρατία, η δημοσιονομική προσαρμογή είχε ολοκληρωθεί, η χώρα είχε ήδη ισχυρή ανάπτυξη, ενώ στην πορεία υπήρξε και αναστολή των δεσμεύσεων για πλεονάσματα. Δεύτερον, «το 2015 δεν υπήρχε καμία ρύθμιση για το χρέος και καμία πρόβλεψη τι θα γίνει έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της (…) Αντίθετα το 2019 το χρέος είχε πλέον ρυθμιστεί (…) Προφανώς λοιπόν το 2015 η χώρα δεν ήταν σε θέση να προσελκύσει επενδύσεις. Κυριαρχούσε αβεβαιότητα σε όλα τα επίπεδα και αυτό άλλαξε μόνο το 2018 όταν ρυθμίστηκε το χρέος και ολοκληρώθηκε η προσαρμογή. Και τότε άρχισαν να αυξάνονται οι επενδύσεις και να επιταχύνεται η ανάπτυξη. Αρκετά πριν αναλάβει η Νέα Δημοκρατία». Τρίτον, «το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε μία χώρα που αντιμετώπιζε ανθρωπιστική κρίση, οι ανισότητες ήταν στα υψηλότερα ιστορικά επίπεδα, η ανεργία ήταν στο 27%, ενώ η ανεργία στους νέους ήταν στο 50%. Το 2019 η Νέα Δημοκρατία παρέλαβε μία χώρα που δεν αντιμετώπιζε πλέον ανθρωπιστική κρίση, οι ανισότητες είχαν μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η ανεργία είχε μειωθεί 10 ποσοστιαίες μονάδες». Τέταρτον, «το 2015 η χώρα ήταν εντός μνημονίων (…) «το 2019 η χώρα ήταν εκτός μνημονίων, χωρίς δεσμεύσεις για περεταίρω προσαρμογή». Όπως καταλήγει ο Ευκλ. Τσκαλώτος «κάθε σύγκριση που δεν λαμβάνει υπόψιν την αφετηρία είναι παραπλανητική».

 

Του πεζοδρομίου

 

Έτσι, ίσως δεν είναι σύμπτωση ότι το κυβερνητικό επιτελείο είπε για λίγο να αφήσει τη σύγκριση και να απαντήσει -με λογικά άλματα και πάλι- περί δημοκρατίας. Ίσως πάλι ανέλυσε και την έρευνα του ΠΑΜΑΚ για το Σύνταγμα, η οποία έδειξε ότι «αν αποδειχθεί ότι ο πρωθυπουργός ή υπουργοί σε κάποιες περιπτώσεις παραβίασαν το Σύνταγμα αυτό θα επηρεάσει την ψήφο στις εκλογές» σε ποσοστό 62% «ναι, πολύ» και 19% «ναι, αρκετά». Στην ίδια έρευνα δε κρίθηκε πολύ σημαντικό (45%) και αρκετά σημαντικό (26%) το ζήτημα των παρακολουθήσεων και αναδείχθηκε η ανασφάλεια για την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων («καθόλου ασφαλής» 46%).

Κάνουμε, λοιπόν, ένα ταξίδι στο χρόνο και φτάνουμε στην «πεζοδρομιακή δημοκρατία» του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση θεωρεί τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα των πλατειών, τη συστράτευση με το αντιμνημονιακό μπλοκ ως «αχίλλειο φτέρνα» του ΣΥΡΙΖΑ. Ξεχνά, όμως, ότι εκείνη την περίοδο, το 2012, ήταν που αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 3% σε δύναμη που μπορεί να διεκδικήσει την κυβέρνηση, όπως και εκείνοι οι αγώνες ήταν που συσπείρωσαν τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και συστράτευσαν χιλιάδες. Η «αχίλλειος φτέρνα» είναι το 2015 και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου, όχι όταν απέκτησε ορμή. Και ίσως είμαστε σε μία τέτοια κρίσιμη στιγμή, που θα πρέπει να βρεθούμε στους δρόμους και να διεκδικήσουμε η κοινοβουλευτική δημοκρατία να λειτουργήσει ξανά, διότι τώρα μόνο ως προσωπείο έχει φορεθεί από την κυβέρνηση, που αντί να την υπηρετεί, την απαξιώνει προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet