Αυτό που έσπρωξε το ΑΚΡ στον εναγκαλισμό με στοιχεία του παλαιού καθεστώτος και την εθνικιστική Ακροδεξιά
ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Ο Ερντογάν κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κυβέρνησε με διατάγματα,
συσφίγγοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις του με το MHP.
Στο προηγούμενο φύλλο μας παρουσιάσαμε το πρώτο μέρος της ανάλυσης του καθηγητή Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπέκλεϊ, Τσιχάν Τουγκάλ, για την εξέλιξη του «τουρκικού μοντέλου» από το 2002 μέχρι το 2013. Στο σημερινό δεύτερο μέρος, ο Τουγκάλ ασχολείται με τις αλλαγές που συνέβησαν την περίοδο από το 2013 μέχρι το 2020. Λόγω των πολλών περικοπών που κάναμε και στα δύο κείμενα (στα οποία οι μεσότιτλοι είναι δικοί μας) εξ αιτίας της έλλειψης χώρου, σας συνιστούμε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο «Η Τουρκία σε σταυροδρόμι» στην ιστοσελίδα μας (epohi.gr), το οποίο θα προσπαθήσουμε να αναρτήσουμε το ταχύτερο δυνατόν. Προς το παρόν, στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να βρείτε, επίσης, μια πολύ ενδιαφέρουσα παρεμφερή ανάλυση των εξελίξεων στην Τουρκία από τον δημοσιογράφο Αλπ Κεϊζερλίογκλου με τίτλο «Αντίο Ερντογάν;», που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (στις 23 Ιανουαρίου 2023) στο Sidecar, το μπλογκ του New Left Review. (newleftreview.org/sidecar/posts/goodbye-erdogan).
Χ.Γο.
Το ακροδεξιό MHP στήριξε την πρόταση του Ερντογάν για αλλαγή του πολιτεύματος της χώρας
από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία. Στις εκλογές του 2018, MHP και AKP συμμετείχαν σε κοινό ψηφοδέλτιο
και κατέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή.
Η κινητοποίηση στην πλατεία Γκεζί, τον Ιούνιο του 2013, και η πολιορκία της συριακής πόλης Κομπάνι από τους τζιχαντζιστές οδήγησαν σε μια βραχύβια ενοποίηση της τουρκικής και της κουρδικής Αριστεράς υπό τη σημαία του HDP, ενός κόμματος που συνδέεται μεν τους Κούρδους, αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως έκφραση του πνεύματος εκείνης της κινητοποίησης, ενώνοντας στους κόλπους του όλη την προοδευτική Αριστερά - σοσιαλιστές, περιβαλλοντολόγους, ακτιβιστές ΛΟΑΤΚΙ, φεμινίστριες, ριζοσπάστες Κούρδους. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, το HDP κέρδισε 80 έδρες στη βουλή, με ποσοστό 13% -ένα ιστορικό επίτευγμα για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Όμως, το πιο σημαντικό σ’ εκείνες τις εκλογές ήταν ότι το AKP δεν κατάφερε να κατακτήσει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία προκειμένου να προωθήσει την πολιτειακή μετάβαση σε μια προεδρική δημοκρατία, που ήταν από καιρό ο στόχος του Ερντογάν.
Ο εναγκαλισμός με την Ακροδεξιά
Η απάντηση του ΑΚΡ στο αποτέλεσμα των εκλογών ήταν μια ανατριχιαστική προσφυγή στις παλαιότερες πρακτικές του τουρκικού κράτους. Εγκληματικές συμμορίες επιτέθηκαν στα γραφεία της εφημερίδας Χουριέτ και πυρπόλησαν ή βανδάλισαν τα κομματικά γραφεία των κεμαλιστών, των αριστερών και των Κούρδων (του CHP, του ÖDP και του HDP). Kατά τα φαινόμενα, οργανώθηκαν από τις Οθωμανικές Εστίες του AKP, μια οργάνωση που θυμίζει τις διαβόητες νεοφασιστικές Εστίες των Γκρίζων Λύκων, τις πολιτοφυλακές του Κόμματος Εθνικής Δράσης (MHP) που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν δολοφονήσει χιλιάδες αριστερούς και Αλεβίτες.
Τον Νοέμβριο του 2015, ο Ερντογάν προκήρυξε δεύτερες εκλογές, στις οποίες το AKP συνήψε έναν de facto συνασπισμό με το MHP, το κόμμα που είχε ιδρύσει το 1969 ο αξιωματικός Αλπαρσλάν Τουρκές, ο οποίος συμμετείχε στο τουρκικό τμήμα της νατοϊκής παραστρατιωτικής οργάνωσης Gladio, έχοντας προηγουμένως εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιδεολογία αυτού του κόμματος που συνδυάζει τον παντουρκικό εθνικισμό με έναν λυσσαλέο αντικομμουνισμό, εκφράζεται πολιτικά με φονικές ενέργειες των Γκρίζων Λύκων, που αποτελούν την «οργάνωση νεολαίας» του. Το MHP έχει στενές διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ η βάση του είναι μικρέμποροι και καταστηματάρχες, καθώς και άνεργοι των μεγάλων πόλεων, κυρίως μετανάστες από την ύπαιθρο. Από το 1997 αρχηγός του είναι ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, πρώην καθηγητής Οικονομικών, ο οποίος προσπάθησε να δώσει στο κόμμα μια πιο αξιοπρεπή μορφή, χωρίς να κόψει τους δεσμούς του με τη μαφία.
Αυτό, όμως, που έσπρωξε το ΑΚΡ στον εναγκαλισμό με στοιχεία του παλαιού καθεστώτος και την εθνικιστική Ακροδεξιά ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, στο οποίο φαίνεται ότι συμμετείχε ο Γκιουλέν παρά τη σαφή άρνηση του ίδιου. Μετά από αυτό ο Ερντογάν απομάκρυνε δεκάδες χιλιάδες ύποπτους γκιουλενιστές από τον στρατό, ενώ κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κυβέρνησε με διατάγματα, συσφίγγοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις του με το MHP. Το ακροδεξιό κόμμα στήριξε την πρόταση του Ερντογάν για την αλλαγή του πολιτεύματος της χώρας με την μετατροπή του από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία, που εγκρίθηκε με οριακή πλειοψηφία (51% έναντι 49%) στο δημοψήφισμα του 2017. Στις εκλογές του 2018, το MHP και το AKP συμμετείχαν στο κοινό ψηφοδέλτιο «Λαϊκή Συμμαχία» και κατέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή.
Η νέα πόλωση
Η πολιτική αναταραχή του 2015-16 οδήγησε σε μια νέα πόλωση. Η πρώτη ηγεμονική συνταγή του AKP -ο φιλελεύθερος ισλαμισμός- είχε ενώσει τους γκιουλενιστές, τους επιχειρηματίες της επαρχίας, τους θρησκευόμενους μικροαστούς, τους φιλελεύθερους, τους Κούρδους και το άτυπο προλεταριάτο εναντίον των κοσμικών κεμαλικών, του στρατού και της Ακροδεξιάς, με τη θρησκευτική ελευθερία να αποτελεί το βασικό επίδικο του διχασμού των δύο στρατοπέδων. Η δεύτερη συνταγή του, ένας καινοφανής ισλαμικός νεοϊμπεριαλισμός, ένωσε μια πολύ πιο πλούσια πλέον επαρχιακή αστική τάξη, σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς, συντηρητικούς και ακροδεξιούς ενάντια σε γκιουλενιστές, Κούρδους και φιλελεύθερους, με τη νέα πόλωση να επικεντρώνεται στην «τρομοκρατία» του PKK.
Έτσι, η παθητική επανάσταση του AKP, που άρχισε το 2002, έκανε μια απροσδόκητη στροφή. Το κυβερνητικό μπλοκ της Τουρκίας ανασυγκροτήθηκε, όχι όμως σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των προγραμμάτων ένταξης στην ΕΕ, δηλαδή με τον διαχωρισμό ενός επαγγελματικού στρατού, ενσωματωμένου στο ΝΑΤΟ, από ένα φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος με χρηματοπιστωτικό σύστημα ανοικτό στον έξω κόσμο και δύο κόμματα εναλλασσόμενα στην κυβέρνηση. Η «αποστρατιωτικοποίηση» που πρόβλεπαν αυτές οι κατευθύνσεις ήταν ένα ζήτημα που ουδέποτε τέθηκε επί της ουσίας. Οι γκιουλενιστές και οι ερντογανιστές στόχευαν στην κατάληψη των στρατιωτικών δομών της εξουσίας, όχι στη διάλυση ή την αποπολιτικοποίησή τους. Ο γκιουλενισμός είναι μιλιταρισμός με φιλελεύθερη συναίνεση, όχι αποστρατιωτικοποίηση. Χωρίς την επίλυση του κουρδικού ζητήματος καμία κυβέρνηση, ισλαμική, κοσμική ή φιλελεύθερη, δεν μπορεί να αποστρατιωτικοποιήσει την Τουρκία. Οι κοινωνικοί αγώνες εκείνης της περιόδου έγιναν στο φόντο της αύξησης της δύναμης και της διεθνούς νομιμοποίησης του κουρδικού κινήματος, καθώς και της επανέναρξης του ένοπλου αγώνα και των εξεγέρσεων στις νοτιοανατολικές πόλεις της Τουρκίας. Αυτό ενίσχυσε περισσότερο τις ακροδεξιές δυνάμεις - το MHP, τους Γκρίζους Λύκους και τους σκληροπυρηνικούς του παλαιού καθεστώτος. Με την εκκαθάριση των γκιουλενιστών και την αποκατάσταση της παλιάς φρουράς, οι παραδοσιακές κυρίαρχες δυνάμεις συμμάχησαν αυτή τη φορά με τον ερντογανισμό και όχι με την «κοσμική ελίτ».
Την περίοδο που γινόταν η ανασυγκρότηση του καθεστώτος τού AKP, μετά το πραξικόπημα του 2016, στο Λευκό Παλάτι συγκεντρώθηκαν κάποιοι περίεργοι σύμμαχοι. Ένας από τους κορυφαίους νέους συμβούλους ασφάλειας του Ερντογάν ήταν ο Αντνάν Τανριβέρντι, ο ισλαμιστής στρατηγός που ήταν επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων άμυνας SADAT∙ η μισθοφορική του δύναμη θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη. Ένας άλλος ήταν ο ακραία κοσμικός, πρώην βετεράνος μαοϊκός, Ντογού Πέριντσεκ. Με την πάροδο των ετών, ο αντιιμπεριαλισμός του Εργατικού Κόμματος του Πέριντσεκ ήρθε σε σφοδρή αντίθεση με τις κατ’ αυτόν προσπάθειες των ΗΠΑ και της ΕΕ να διαιρέσουν την Τουρκία προωθώντας τον κουρδικό αυτονομισμό. Το 2015, η ομάδα του άλλαξε το όνομά της σε Πατριωτικό Κόμμα, με ορισμένα μέλη του να συναντούν συχνά τον Αλεξάντερ Ντούγκιν, τον ακροδεξιό ιδεολόγο του Πούτιν, και να δημοσιοποιούν συστηματικά τις ιδέες του.
Στην οικονομική σφαίρα στοχαστές όπως ο Τζεμίλ Ερτέμ, με σπουδές στα χρηματοικονομικά στο πανεπιστήμιο της Ιστανμπού, διατύπωσαν την ιδέα για αλλαγή παραδείγματος προς ένα Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα με μεγάλη έμφαση στην οικοδόμηση μιας εθνικής βιομηχανικής βάσης που θα βασίζεται στην τεχνολογία – ένα μοντέλο το οποίο σε κάποιο βαθμό θα μιμούταν το αντίστοιχο κινεζικό, αν και, όπως τονίζει ο Ερτέμ, «απολύτως ανοικτό» και ανταγωνιστικό, που θα έχει στόχο ακόμα και την ενσωμάτωση της Τουρκίας στην ΕΕ. Ακολουθώντας αυτή την γραμμή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια μετατόπιση προς έναν μεταδυτικό κόσμο οργανωμένο γύρω από τον άξονα Ρωσίας-Κίνας. Γίνεται πολύς λόγος για τη δημιουργία «εθνικών» βιομηχανιών παραγωγής αυτοκινήτων και στρατιωτικού υλικού, με μεγαλύτερο ποσοστό εγχώριας τεχνολογίας, οι οποίες θα στηρίζονται από τις κεφαλαιαγορές. Ορισμένοι θεωρούν ότι όλα αυτά δημιουργούν έναν κρατικό καπιταλιστικό τομέα, με την έννοια του όρου που χρησιμοποιούσε ο Μπουχάριν: πολιτικοποίηση και συγκεντρωτισμός της παραγωγικής διαδικασίας, με επεκτατικούς (και όχι ανταγωνιστικούς) στόχους.
Προς ένα νέο «τουρκικό μοντέλο»;
Πώς να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον νέο πολιτικο-ιδεολογικό σχηματισμό; Κάποιοι έχουν προτείνει τον όρο «βοναπαρτισμός», αλλά αυτός δεν μπορεί να αποτυπώσει την ιδιαιτερότητα του καθεστώτος Ερντογάν. Ένας λόγος για τον οποίο ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης μπόρεσε, μετά το 1848, να εγερθεί «υπεράνω» των τάξεων και να ικανοποιεί τους πάντες ήταν επειδή δεν ήταν άνθρωπος ούτε του κινήματος ούτε του λαού. Παρά κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματά του που μοιάζουν με εκείνα του Βοναπάρτη, ο Ερντογάν προέρχεται από ένα ιδεολογικό και λαϊκό υπόβαθρο ίδιο με εκείνο των πιο δεξιών φωνών του καθεστώτος. Επιπλέον, η χρήση ιδιωτικών πολιτοφυλακών εναντίον τόσο των Κούρδων όσο και της Αριστεράς διαφοροποιεί τον ερντογανισμό από τον βοναπαρτισμό, ο οποίος κατέφυγε στη βία του όχλου με λιγότερο συστηματικό τρόπο. Αντί να προσφύγουμε σε κάποιον γνωστό ορισμό και να χαρακτηρίσουμε το καθεστώς είτε ως ισλαμο-βοναπαρτιστικό, είτε ως κρατικο-καπιταλιστικό, είτε ως νεοφασιστικό, ίσως είναι πιο χρήσιμο να το προσεγγίσουμε εξετάζοντας τη λογική του τρόπου λειτουργίας του, δηλαδή την πολιτική πρακτική του, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ερντογανισμός 2.0. αντιμετώπισε τα μεγάλα αδιέξοδα-οικονομικά, γεωπολιτικά, εσωτερική αντιπολίτευση-του «τουρκικού μοντέλου».
Η συρροή των οικονομικών και γεωπολιτικών αλλαγών του ΑΚΡ δεν έχει καταλήξει σε ένα συνεκτικό νέο μοντέλο. Το καθεστώς φαίνεται να βαδίζει κατά καιρούς στην κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού, του νεοϊμπεριαλισμού ή, ορισμένες φορές, ακόμη και του νεοφασισμού, αλλά δεν είναι ικανό να οδηγήσει κάποια από αυτές τις επιλογές στο λογικό της συμπέρασμα. Τα όρια της τουρκικής κρατικής ικανότητας, το πολύπλοκο περιφερειακό πεδίο και η παγκόσμια συγκυρία ματαιώνουν τόσο τις οικονομικές όσο και τις νεοϊμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Μετακινείται αμήχανα μπρος-πίσω μεταξύ αυτών και της οικογενειοκρατίας, της ασυνάρτητης χρήσης του νεοφιλελεύθερου λόγου και ενός ανεπαρκώς διατυπωμένου ισλαμικού εθνικισμού. Από ορισμένες απόψεις, εξακολουθεί να προβάλλει τη δική της εκδοχή του «τουρκικού μοντέλου» -έχοντας ως αφετηρία για την ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμος την τουρκο-σουνιτική σύνθεση, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν οι Οθωμανοί. Ως ηγεμονική συνταγή, αυτή μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες μορφές κράτους: φιλελεύθερο-δημοκρατικό, στρατιωτικό-ιμπεριαλιστικό, τουρκικό-εθνικιστικό, νεοχαλιφατικό. Το καθεστώς Ερντογάν, τόσο στην πρακτική όσο και στην ιδεολογία του, αντλεί από κάθε μια από αυτές τις μορφές, συχνά από πολλές από αυτές.
Φάρος του φιλελεύθερου Ισλάμ;
Η Άγκυρα μπορεί ακόμη να αυτοπροβάλλεται ως φάρος του φιλελεύθερου-δημοκρατικού Ισλάμ στην περιοχή, ιδίως σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία. Η αυταπάτη του φιλελεύθερου Ισλάμ προωθείται επίσης από ένα δίκτυο υποστηριζόμενων από το καθεστώς πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, δεξαμενών σκέψης και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, που χρησιμοποιεί προοδευτικά και αντιρατσιστικά επιχειρήματα για να παρουσιάσει την Τουρκία του Ερντογάν ως παγκόσμια ηγετική αντιιμπεριαλιστική δύναμη. Πολλοί αντιπολιτευόμενοι ισλαμιστές διανοούμενοι έχουν επίσης συμμορφωθεί με την κατάσταση, αποκλείοντας τη δυνατότητα να αναδυθεί, μέσα από τις αποτυχίες τόσο των φιλελεύθερων όσο και των φονταμενταλιστικών ερμηνειών του Ισλάμ κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κάποια προοπτική μιας κριτικής ή απελευθερωτικής θεολογίας. Ορισμένοι πρώην επικριτές του καθεστώτος έχουν μετατραπεί σε κορυφαίους ιδεολογικούς υποστηρικτές του. Το πρόσφατο θέσφατο του Χαϊρετίν Καραμάν, ο οποίος κάποτε θεωρούνταν ο καλύτερος ισλαμιστής νομικός της Τουρκίας, είναι ότι η δωροδοκία δεν είναι πάντοτε αμαρτία.
Υπήρξαν μια σειρά από προσπάθειες να αναβιώσει «η αρχική συνταγή του AKP» για να δώσει μάχη κατά του, υποτίθεται, πιο εθνικιστικού AKP 2.0 -δηλαδή, να αντιπαρατεθεί η πρωτόγονη μορφή του ερντογανισμού εναντίον της προηγμένης εκδοχής του. Υπάρχουν πολλές γελοίες πτυχές αυτών των εκστρατειών, στις οποίες συνήθως ηγούνται κοσμικοί φιλελεύθεροι που θεωρούν ότι κάποιες μοναχικές ισλαμικές προσωπικότητες έχουν μια προοδευτική αποστολή. Ο Αμπντουλάχ Γκιούλ ήταν κάποτε στο επίκεντρο αυτών των προσπαθειών, αλλά έχει διαψεύσει σταθερά τις ελπίδες που είχαν επενδυθεί σε αυτόν, κυρίως με την άρνησή του να αναλάβει κάποια δράση. Τα τελευταία χρόνια, κάποιοι αρθρογράφοι της ισλαμικής εφημερίδας Karar έχουν επίσης διαρρήξει τις σχέσεις τους με το καθεστώς, αυξάνοντας τις φιλελεύθερες ελπίδες, και πρέπει να σημειώσουμε ότι δύο φιλελεύθερες παρατάξεις έχουν αποσχιστεί από το AKP- το Κόμμα του Μέλλοντος (Gelecek) τoυ Νταβούτογλου και το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) του Μπαμπατζάν. Ωστόσο, και αυτοί οι πολιτικοί μοιράζονται με τους κοσμικούς φιλελεύθερους την ίδια αβάσιμη νοσταλγία για την πρώτη θητεία του AKP, δεν έχουν κανένα όραμα πέρα από αυτήν.
Με την εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της περιοχής και τον δικό της ρόλο σ’ αυτήν, η φαντασίωση του φιλελεύθερου Ισλάμ έχει μετατραπεί σε ένα ακόμη στοιχείο στήριξης και ενίοτε σε ατού τού καθεστώτος Ερντογάν. Στην ιδεολογική απενοχοποίηση των νεο-ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών περιπετειών του AKP συμβάλλουν συνήθως διάφορες παραλλαγές της τουρκο-σουνιτικής gloire [δόξας] και οι εκκλήσεις για την ενότητα της Τουρκίας. Οι ερντογανιστές, πάντως, γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι οι δευτερεύοντες εταίροι σε κάθε νικηφόρο αυτοκρατορικό παιχνίδι. Σε στιγμές μεγαλείου, μπορεί να ονειρεύονται την κυριαρχία σε περιφερειακό επίπεδο, χωρίς τη βοήθεια της Ρωσίας ή άλλων μεγάλων δυνάμεων- αλλά τις περισσότερες φορές είναι πιο πραγματιστές και αισθάνονται αρκετά ευχαριστημένοι να παίζουν έναν υπο-ιμπεριαλιστικό ρόλο. Οι πολλαπλές μικρής κλίμακας επεμβάσεις της Τουρκίας, που έχουν δρομολογηθεί σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, δεν συνθέτουν μια συνεκτική συνολική εικόνα, πέρα από τα σωτήρια για το καθεστώς αποτελέσματά τους στο εσωτερικό της χώρας. Όμως, μέχρι στιγμής καμία από αυτές τις επεμβάσεις δεν έχει οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Το μέλλον είναι αβέβαιο
Παρά τα προβλήματα, οι γέφυρες με τη Δύση δεν έχουν κοπεί. Μπορεί ο κυρίαρχος τουρκικός λόγος να αναφέρεται όλο και περισσότερο στη χώρα ως μέρος της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής, αλλά άλλα λένε οι παγιωμένες οικονομικές σχέσεις της. Το 2020, το 56% της αξίας των τουρκικών εξαγωγών κατευθύνονταν σε χώρες της ΕΕ, κυρίως στη Γερμανία, ενώ μόνο το 26% πήγαινε στην Ασία. Περίπου οι μισές εισαγωγές της Τουρκίας ήταν από την ΕΕ, με μόνο το ένα τρίτο προερχόταν από την Ασία. Επίσης, το Ισραήλ εξακολουθεί να είναι κορυφαίος εμπορικός εταίρος της χώρας, ενώ οι Κάτω Χώρες συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση των τουρκικών εξαγωγών το 2018-19. Στους ερντογανιστές αρέσει συχνά να υποστηρίζουν ότι η κεμαλική δημοκρατία δεν ήταν παρά μια παρένθεση μέσα στους αιώνες της σουνιτικής-τουρκικής ιστορικής ανάπτυξης, αλλά οι στενές σχέσεις της χώρας με την ΕΕ κάνουν κάποιον να αναρωτιέται μήπως η πραγματική παρένθεση είναι ο οικονομικός εθνικισμός του Ερντογάν. Στα τέλη του 2020, αφού η πανδημία είχε παραλύσει περαιτέρω την οικονομία, ο Ερντογάν απέλυσε τον γαμπρό του από υπουργό οικονομικών-μια χειρονομία που ήταν σαν πρόσκληση στη Δύση να καπνίσουν μαζί την πίπα της ειρήνης, δεδομένου ότι ο Αλμπαϊράκ θεωρούνταν ο αρχιτέκτονας της εθνικιστικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Ωστόσο, παρά αυτούς τους ισχυρούς δεσμούς με τη Δύση, δεν υπάρχει κάποια επιστροφή στη χρυσή εποχή του «τουρκικού μοντέλου». Οι συνδετικοί δεσμοί του Ψυχρού Πολέμου έχουν διαλυθεί και η δυναμική μετά το 1990 -όταν η φούσκα της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης βελτίωσε παντού την οικονομική κατάσταση-παραπαίει εν μέσω της στασιμότητας που υπάρχει στην καπιταλιστική ενδοχώρα. Ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ είναι σε θέση να στηρίξουν τον φιλελεύθερο-δημοκρατικό καπιταλισμό στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όσοι εξακολουθούν να έχουν αυτήν την αυταπάτη χάνουν τον καιρό τους. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο ερντογανισμός αντιπροσωπεύει μια συνεκτική εναλλακτική λύση. Η Τουρκία παρασύρεται από τους ανέμους, σπρωγμένη από τη νεοϊμπεριαλιστική αλαζονεία, την οικογενειοκρατία, τους εκκρεμείς λογαριασμούς με τη Δύση, την στρατιωτικοποίηση, την εξάρτηση από το χρέος και την άνοδο της Κίνας.
Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης