Οι άνθρωποι πάντα είχαν ανάγκη να οραματίζονται ουτοπίες για να διαφεύγουν από πραγματικότητες που περιόριζαν δυνατότητες, επιθυμίες και ελευθερίες ή ακόμα χειρότερα από καταστάσεις και συνθήκες απειλής, φόβου και καταδυνάστευσης. Ησίοδος και Οβίδιος, οι πρώτοι διδάξαντες για να ακολουθήσει ο Πλάτωνας με την Πολιτεία του, ο Τόμας Μουρ με τη δική του Ουτοπία, ο Καμπανέλα με την Πολιτεία του Ήλιου ή ο Μπέικον με τη δική του Νέα Ατλαντίδα. Ουτοπίες πολλών ειδών, διαφορετικών επιδιώξεων και επιθυμητών διαδρομών. Πολιτικές, θεολογικές και τεχνολογικές. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που χαρακτηρίζει και ισχύει για όλες τις ουτοπίες, τους εμπνευστές και τους οπαδούς τους, είναι η κοινή βούληση για καλύτερη ζωή. Οι ουτοπίες, αν και φαντάζει οξύμωρο, θέλουν να είναι τόποι που όλοι θα επιθυμούσαν, και θα επεδίωκαν μάλιστα, να ζήσουν. Με αυτήν την έννοια οι ουτοπίες κινητοποιούν το ανθρώπινο πνεύμα για μια διαρκή και παραγωγική διαδρομή και διαδικασία. Από αυτήν την άποψη δικαιώνεται ο φιλόσοφος που έλεγε ότι χωρίς τις ουτοπίες ο άνθρωπος θα ήταν ακόμα στα σπήλαια ή αν προτιμάτε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι ακόμα κι αν δεν υπήρχαν ως οραματικός λόγος θα έπρεπε να τις εφεύρουμε. Και αν οι θεολογικές ουτοπίες είναι εκτός πεδίου συζήτησης, αφού εμπίπτουν στην περιοχή της πίστης, οι πολιτικές και τεχνολογικές ουτοπίες είναι το επίδικο της κάθε επιθυμητής εξέλιξης μέχρις αποδείξεως του αντίθετου. Μέχρι δηλαδή να προσκρούσουν στο αδύνατον ή ακόμη χειρότερα μέχρι να εκπέσουν σε δυστοπίες.
Πώς θα μπορούσαν οι κάτοικοι μιας πόλης να είναι ευτυχισμένοι που ζουν σε αυτήν, ανεξάρτητα από τις ασχολίες και το εισόδημά τους; Πώς θα μπορούσε μια πόλη να είναι όσο πιο φιλική γίνεται για τους ανθρώπους που φιλοξενεί; Τέτοια και άλλα πολλά ερωτήματα απασχολούσαν μισό αιώνα πριν έναν από τους κορυφαίους και με διεθνή αναγνώριση Έλληνες αρχιτέκτονες και πολεοδόμους, τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη που για πολλούς τείνει να γίνει μύθος αγαπητός που η αίγλη του φτάνει μέχρι τις μέρες μας και όχι μόνον.
Η εταιρεία του υπήρξε επιχειρηματικό παράδειγμα και διατηρούσε στην ακμή της γραφεία σε οκτώ χώρες και είχε πολλά πολεοδομικά πρότζεκτ σε Αμερική, Ευρώπη, Αφρική και Ασία. Ο ίδιος ως προσωπικότητα, υπήρξε πρωτοπόρος και σε τομείς όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και η πληροφορική, μια επιστήμη που τότε μπορεί να έκανε τα πρώτα της βήματα αλλά κάποιοι σαν τον Δοξιάδη είχαν από νωρίς αντιληφθεί ότι θα τής ανήκει το μέλλον.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 λοιπόν, το γραφείο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη έθεσε σε εφαρμογή το πρόγραμμα «Ανθρώπινη Κοινότητα», χρησιμοποιώντας έναν υπολογιστή IBM 1401, τον οποίο τοποθέτησε στο γραφείο του στο κέντρο της Αθήνας.
Στη συνέχεια κατάρτισε 3.500 ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν σε είκοσι αθηναϊκές γειτονιές ώστε να καταγράψει πώς οι ίδιοι οι ερωτώμενοι βιώνουν την καθημερινότητά τους ως πολίτες, ποιοι έρχονται να ζήσουν στην πόλη, πώς οργανώνουν τη ζωή τους, πώς μετακινούνται σε αυτή, τα προβλήματα, τις ελλείψεις, τα αιτήματα και τις προσδοκίες τους, αναλογιζόμενος τι μέτρα, σχεδιασμοί και παρεμβάσεις θα βελτίωναν την καθημερινότητά τους.
Αρκετά από αυτά τα έγγραφα είναι ακριβώς το υλικό που εκτίθεται ως πολύτιμο ντοκουμέντο, μαζί με φωτογραφίες εποχής της Αθήνας, στην έκθεση «Κωνσταντίνος Δοξιάδης και Πληροφοριακός Μοντερνισμός: Η μηχανή στην καρδιά του ανθρώπου», που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση σε επιμέλεια Farzin Lotfi-Jam και Mark Wasiuta και εκτελεστική διεύθυνση Αφροδίτης Παναγιωτάκου και Πρόδρομου Τσιαβού.
Στην έκθεση παρουσιάζονται με εντυπωσιακό σχεδιασμό, αρχιτεκτονικά μοντέλα, μακέτες, χάρτες, γραφήματα, σχεδιαγράμματα, πίνακες, εκτυπώσεις καθώς και εξώφυλλα περιοδικών και εκδόσεων με αναφορές στο έργο του τόσο στο εσωτερικό όπως τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, το Απολλώνιο στο Πόρτο Ράφτη, το Makedonia Palace στη Θεσσαλονίκη, όσο και στο εξωτερικό όπου είχε αναλάβει, μεταξύ άλλων, τα ρυθμιστικά σχέδια της Βαγδάτης και του Ρίο, τον ανασχεδιασμό των Σκοπίων μετά τον καταστροφικό σεισμό του ’65, τον σχεδιασμό του Ισλαμαμπάντ, πρωτεύουσας του Πακιστάν, ενώ είχε συμμετάσχει στην αναμόρφωση του Ντιτρόιτ και του Μαϊάμι.
Η εν λόγω έκθεση αφενός εξετάζει τη σύμπτυξη πόλεων, ανθρώπων, πληροφοριών και υπολογισμών στο έργο του Δοξιάδη, αφετέρου θέλει να ανιχνεύσει αυτές τις υπολογιστικές πρακτικές μέχρι τη σύγχρονη Αθήνα, ερευνώντας τη μορφή, τη διοίκηση και την εξάπλωση των συστημάτων διαχείρισης συνόρων, πόλεων και κρατών.
Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζεται η «Νέα Ανθρώπινη Κοινότητα», μια κριτική αναδρομή εκείνης της παλαιάς έρευνάς του Δοξιάδη, που πραγματοποιήθηκε τώρα με πρόσφατα αφιχθέντες μετανάστες και πρόσφυγες.
Μοντερνιστής, οραματιστής, εξαιρετικός στην τεκμηρίωση τεχνοκράτης και ταυτόχρονα διανοητής, πολυβραβευμένος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας, ο Δοξιάδης, χρημάτισε και υφυπουργός Ανοικοδομήσεως μεταπολεμικά, και εκπροσώπησε τη χώρα στον ΟΗΕ σε επιτροπές που άπτονταν του αντικειμένου του. Πίστευε και διακήρυττε με έμφαση ότι ο άνθρωπος είναι το σημαντικότερο συστατικό της πόλης και ότι η αρμονική του συνύπαρξη με τα άλλα τέσσερα στοιχεία (φύση, κοινωνία, κελύφη και δίκτυα) οδηγεί στην ισορροπημένη λειτουργία της.
Είναι λογικό, λοιπόν, η «Νέα Ανθρώπινη Κοινότητα» που καταλαμβάνει το δεύτερο κομμάτι της έκθεσης, να θέλει να αντιπαραθέσει τις τεχνικές εισαγωγής και συγκέντρωσης δεδομένων που εφάρμοζε ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης με στόχο τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και της καθημερινότητας των πολιτών, με τα συστήματα ελέγχου και παρακολούθησης στις σύγχρονες πόλεις τα οποία προφανώς ενισχύουν τον αποκλεισμό των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων. Από αυτή την άποψη, παρουσιάζει ενδιαφέρον το σκεπτικό της κριτικής αναδρομής της δικής του έρευνας με αυτήν που αφορά σε μετανάστες και πρόσφυγες και πραγματοποιήθηκε στις μέρες μας με τη συνδρομή του Ελληνικού Συμβούλιου για τους Πρόσφυγες και του δικτύου Μέλισσα, μέσω συνεντεύξεων. Οι συνεντεύξεις αυτές προβάλλονται στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης, σε μεγάλες οθόνες, μαζί με χάρτες που απεικονίζουν τις μετακινήσεις τους. Κύριο έκθεμα αυτής της δεύτερης αυτής εκθεσιακής ενότητας, που αποτυπώνει τη δυσοίωνη πλευρά της τεχνολογίας και την αμφισβητούμενη χρήσης της, είναι ένα μεγάλο λευκό τραπέζι, στην περίμετρο του οποίου υπάρχουν επίσης λευκά ομοιώματα-μοντέλα όλων των πιθανών και απίθανων εμποδίων που συναντούν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες από το ξεκίνημα του ταξιδιού τους διά ξηράς και θαλάσσης μέχρι τις παρυφές της Ευρώπης, με την Ελλάδα να αποτελεί μια από τις κύριες πύλες διέλευσης. Μιλάμε για τα συνοριακά περάσματα στα νησιά Ανατολικού Αιγαίου, τον Έβρο, την Κακαβιά, την Ειδομένη, τα λιμάνια του Πειραιά, της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας, τα οποία και επιτηρούνται αυστηρά από αεροπλάνα, ελικόπτερα, drones και αερόστατα, ραντάρ, θερμικές κάμερες, σαρωτές και αισθητήρες, από έλληνες και ξένους συνοριοφύλακες, από περιπολικά σκάφη του λιμενικού, ακόμη και δορυφόρους που χρησιμοποιούνται ακριβώς για τον έλεγχο των προσφυγικών και των μεταναστευτικών ροών, με τα κέντρα υποδοχής τους (κατ’ ευφημισμό) να θυμίζουν πια φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης άλλων εποχών.
Κλείνουμε το κείμενο αυτό με δύο ενστάσεις: Πρώτον, απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε επεξήγηση και καθοδήγηση στο πρώτο, τεχνικό, μέρος της έκθεσης, με αποτέλεσμα οι μη ειδικοί επισκέπτες να αδυνατούν πλήρως να καταλάβουν το περιεχόμενο και την αξία των εξαιρετικών ντοκουμέντων που εκτίθενται, από την όλη εργασία και έρευνα του Δοξιάδη. Δεύτερον, τα βίντεο με τους συνεντευξιαζόμενους πρόσφυγες είναι τόσο αποστειρωμένα στο λευκό και τακτοποιημένο φόντο τους, που «κρύβουν» από τα μάτια των επισκεπτών - θεατών τη σκόνη, την απίστευτη ταλαιπωρία, το αίμα και τον θάνατο που πολλές φορές αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι στην οδυνηρή περιπέτεια τους. Τα δε λευκά μοντέλα που εικονίζουν τους μηχανισμούς και τα εργαλεία επιτήρησης των συνόρων των δυτικών κρατών από τους πρόσφυγες και μετανάστες, προσομοιάζουν τόσο πολύ με παιδικά παιχνίδια που χάνουν την όποια αιχμή θα ήθελαν ίσως να αποκαλύψουν οι επιμελητές και διοργανωτές της έκθεσης… ή μήπως όχι;