Με αφορμή την πιθανότητα η ρουμάνικη εταιρεία Majoritas να συνέλεγε ψηφιακά δεδομένα για λογαριασμό της ΝΔ, παρότι η τελευταία διαψεύδει το γεγονός, μιλάμε με τον καθηγητή Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Γιώργο Πλειό, για το πώς διαμορφώνεται η πολιτική επικοινωνία των κομμάτων, αλλά και η πολιτική συμμετοχή των πολιτών, υπό τον παράγοντα της ψηφιακότητας.

 

 


 

Με αφορμή την είδηση προ κάποιων ημερών πως η εταιρεία Majoritas συνέλεγε ψηφιακά δεδομένα για λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας, κάτι που η τελευταία διέψευσε, να μας εξηγήσετε την πρακτική της προσωποποιημένης στόχευσης ψηφοφόρων μέσω ψηφιακών δεδομένων; Σε τι συνίσταται και κατά πόσο είναι σύννομη στην Ελλάδα;

Θα ήθελα να σημειώσω ότι η κυβέρνηση διέψευσε πως η ίδια και το κυβερνόν κόμμα συνεργάζονται με την εν λόγω εταιρεία. Κατά συνέπεια, μόνο υποθετικά μπορώ να μιλήσω. Έτσι, λοιπόν, αν υποθέσουμε ότι πράγματι συνεργάζεται και για κάποιο λόγο έγινε διάψευση, τότε νομίζω ότι το πλέον πιθανό σενάριο είναι να αξιοποιηθούν αυτά τα δεδομένα για τη συγγραφή κειμένων, κυρίως ειδησεογραφικού, αλλά και άλλου χαρακτήρα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχουν οι επιμέρους ομάδες χρηστών, προκειμένου να επηρεαστούν και πειστούν. Αν αυτές οι ιστορίες είναι ειδησεογραφικές, τότε είναι πολύ πιθανό να είναι επινοημένες, να συνιστούν δηλαδή παραποιημένες ειδήσεις, οι οποίες όμως να ταιριάζουν με το προφίλ των επιμέρους χρηστών, προκειμένου να πετύχουν τον προπαγανδιστικό τους σκοπό. Με άλλα λόγια, αν συλλέγονται προσωπικά ψηφιακά δεδομένα, τότε είναι πιθανό να γίνεται προκειμένου να αξιοποιηθούν στην παραγωγή παραποιημένων ειδήσεων (fake news). Πράγμα που σημαίνει, πάντα υποθετικά μιλώντας, ότι εφόσον μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο και σημειώνεται κάτι τέτοιο, τότε προδιαγράφεται να γίνει έντονη χρήση τέτοιων ειδήσεων, οι οποίες αναπόφευκτα συνοδεύονται από ισχυρή πόλωση, προσωπικές επιθέσεις, διαμάχη πέραν της ουσίας της πολιτικής κοκ. Κάτι τέτοιο δεν θα είναι πρωτόγνωρο, το ξαναζήσαμε στην προεκλογική περίοδο των εκλογών 2019, όπου το μακεδονικό και απίστευτα fake news κυριάρχησαν σε αυτή την προεκλογική αντιπαράθεση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην έκβαση της.

 

Πώς και πού διαφέρει ποιοτικά η πρακτική της ψηφιακής προσωποποιημένης στόχευσης ψηφοφόρων από τις πιο παραδοσιακές πολιτικές καμπάνιες που γίνονται ανά περιοχές και «από πόρτα σε πόρτα»;

Η καμπάνια «από πόρτα σε πόρτα» δεν έρχεται να αντικαταστήσει τις άλλες επικοινωνιακές πρακτικές με τη χρήση των παλιών, αλλά και των νέων μέσων, όπως αυτή που προαναφέραμε ή συναφείς, αλλά να τις συμπληρώσει. Κάποια χρόνια πιο πριν είχε παρατηρηθεί υπερβολική εστίαση στη χρήση επικοινωνιακών τεχνικών των παλιών και νέων μέσων, όπως οι τηλεοπτικές διαμάχες, τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτ, η ανάπτυξη ιστοσελίδων και λογαριασμών κοινωνικής δικτύωσης κοκ. Ωστόσο, καθώς ο κόσμος των νέων μέσων είναι ένας κόσμος προσώπων και όχι αφηρημένων εννοιών, όπως συμβαίνει με τον Τύπο, η προσωπική ή έστω όσο είναι δυνατή προσωποποιημένη επαφή, μπορεί να αποδειχτεί πολύ εντατική, να επηρεάσει εις βάθος τα ακροατήρια, να διαλύσει αμφιβολίες, να ενισχύσει υποθέσεις και υποψίες και έτσι να καταστήσει πιο αποτελεσματικά τα μηνύματα που φτάνουν σε αυτά τα ακροατήρια δια των μαζικών μέσων, ακόμα και του διαδικτύου. Μην ξεχνάμε ότι στο διαδίκτυο ειδικά, οι χρήστες κυκλοφορούν σε έναν κόσμο με άλλους χρήστες που τους μοιάζουν στις απόψεις κι έτσι να μην έχουν συχνά επαρκή πληροφόρηση για κάποια ζητήματα, να είναι ανακριβής, λανθασμένη ή και προκατειλημμένη. Η πόρτα – πόρτα εκστρατεία μπορεί να αντιμετωπίσει σε έναν βαθμό τέτοια ζητήματα. Όπως προείπα, συμπληρώνει δεν αντικαθιστά, γι’ αυτό θα πρέπει να έχει πολύ ισχυρή πληροφόρηση για τις τάσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γύρω από κρίσιμα ζητήματα, από τα οποία μπορεί να εξαρτηθεί η εκλογική συμπεριφορά των εκλογέων.

 

Η πολιτική επικοινωνία βάσει προσωποιημένων ψηφιακών δεδομένων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποϊδεολογοκοποίηση της πολιτικής των κομμάτων και να φθάνει στο σημείο χειραγώγησης των πολιτών με λανθάνοντα μηνύματα ή μπορεί να σημαίνει, αναλόγως του πώς εφαρμόζεται, ότι είναι δυνατόν να λαμβάνονται περισσότερο υπόψιν στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας οι αντιλήψεις και οι θεματολογίες ενδιαφέροντος των χρηστών; 

Δεν νομίζω ότι συμβαίνει ακριβώς αυτό. Η όποια ιδεολογική – πολιτική ταυτότητα του ατόμου, όταν εδράζεται σε παραποιημένες ειδήσεις ή καλλιεργείται από αυτές, αν υποθέσουμε ότι αυτός είναι ο σκοπός χρήσης των προσωπικών δεδομένων, διαπερνάται από προϋπάρχουσες προκαταλήψεις, που σε μεγάλο βαθμό έχουν ισχυρή συναισθηματική διάσταση, είτε θετική για το προτιμητέο κόμμα, είτε αρνητική για το αντίπαλο και έτσι παύει σε μεγάλο βαθμό να είναι ορθολογική. Για τον ίδιο λόγο και προσωποποιείται, δηλαδή οι αρετές του προτιμητέου κόμματος ή οι φερόμενες ως αδυναμίες του αντιπάλου, προσωποποιούνται σε κάποια διακεκριμένα πρόσωπα των κομμάτων, συνήθως των ηγετών, αλλά και άλλων που συνδέονται έντονα με θέματα της επικαιρότητας. Επίσης μια άλλη συνέπεια αυτής της στροφής στην πολιτική αντιπαράθεση είναι η προσφυγή στον εκφοβισμό του πληθυσμού στην περίπτωση που εκλεγεί ο αντίπαλος, καθώς και η δαιμονοποίηση του ηγέτη του αντιπάλου κόμματος.

 

Πώς, λοιπόν, μεταβάλλεται η πολιτική συμμετοχή των πολιτών από το ολοένα αυξανόμενο ψηφιακό περιβάλλον; Είδαμε σε περιπτώσεις, όπως με την efood ή το MeToo, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να διευκολύνουν την κινητοποίηση και να συμβάλλουν στο θετικό αποτέλεσμά τους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα ο ψηφιακός χώρος και σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής; Από την άλλη, τι ταχύτητες πολιτών θα δημιουργούσε, καθώς δεν είναι όλοι ψηφιακοί χρήστες;

Ο ψηφιακός χώρος ήδη χρησιμοποιείται προς αυτή την κατεύθυνση εδώ και αρκετά χρόνια. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι στην προεκλογική και εν γένει στην πολιτική αντιπαράθεση στα παλιά μέσα –τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες– τον ηγετικό ρόλο σε κάθε πλευρά τον παίζουν οι «στρατηγοί» των κομμάτων και ιδίως οι πολιτικοί αρχηγοί, ιδιαίτερα όταν αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που το πολιτικό ενδιαφέρον είναι υψηλό, όπως ενδεχομένως και η πολιτική στράτευση. Είναι σαν να αντιπαρατίθενται δύο στρατοί, δύο πολιτικοί στρατοί. Στο ψηφιακό περιβάλλον τον ηγετικό ρόλο τον παίζουν οι «λοχαγοί», καμιά φορά και οι «δεκανείς». Χαμηλότερα από τους αρχηγούς στελέχη των κομμάτων και πολύ συχνά οι στρατοί των τρολς ή και μεμονωμένοι οπαδοί ή επαγγελματίες οπαδοί. Λειτουργούν ασύντακτα, όχι ως στρατοί, αλλά ως παραστρατιωτικές ομάδες, σε ένα περιβάλλον συχνά ανώνυμο, όπου οι χρήστες μπορεί να έχουν πολιτικό ενδιαφέρον, αλλά όχι και σταθερή εκλογική συμπεριφορά ή πολιτική–κομματική ταύτιση και κυρίως συνδιαλέγονται χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του διαδικτύου, που είναι ειρωνική, σαρκαστική, σύντομη, γεμάτη ατάκες και κατ’ επέκταση περιεκτικά σαφής, αλλά συναισθηματική ισχυρή και συνεκτική. Σήμερα αυτές οι δύο προσεγγίσεις συνδυάζονται ειδικά σε εκλογικές περιόδους. Πίσω από τους στρατηγούς υπάρχουν λοχαγοί και το αντίστροφο, χωρίς να σημαίνει ότι δεύτεροι εκτελούν εντολές. Καθήκοντα ναι, αλλά ίσως όχι εντολές. Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο συχνά δεν είναι ο ορθολογικός πολιτικός διάλογος και η διατύπωση θέσεων και επιχειρημάτων γι’ αυτά, αλλά μια επιχείρηση πρόκλησης «τραυμάτων» στον αντίπαλο, όχι αμηχανία και αδυναμία επιρροής. Παίρνει, δηλαδή, έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και ξεχωρίζουν στις αντιπαραθέσεις αυτές άτομα με τα αντίστοιχα ιδιαίτερα «προσόντα».

 

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα κατά πόσο η πολιτική επικοινωνία των κομμάτων έχει περάσει στον ψηφιακό χώρο σε σχέση με τις παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας; Θα ήταν χρήσιμη, ή και αναπόφευκτη, η στροφή τους προς τα εκεί, κατά τη γνώμη σας;

Αυτό που είναι ιδιαίτερο στην Ελλάδα, επίσης εδώ και αρκετά χρόνια, είναι ότι οι πολιτικοί σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιούν τα νέα μέσα όπως τα παλιά. Δηλαδή ως «εφημερίδα τοίχου», όπου αναρτούν πληροφορίες για τις επόμενες ή προηγούμενες ομιλίες ή εκθέτουν αναλυτικά τις απόψεις τους, αλλά έχουν χαμηλή αλληλεπίδραση με τους άλλους χρήστες. Κάτι που εξασθενίζει την όποια δυνατότητα επιρροής έχουν. Επίσης αρκετοί δημιουργούν ή ανανεώνουν τους λογαριασμούς τους και κάνουν «επιθέσεις φιλίας», ζητώντας να γίνουν φίλοι ή ακόλουθοί μας όταν πλησιάζει η ώρα των εκλογών. Όμως τότε πλέον είναι αργά. Ξεχνούν ότι για να μπορέσουν να συνομιλήσουν με τους πολίτες, θα πρέπει να έχουν τα κανάλια διαρκώς ανοιχτά, δηλαδή να τα χρησιμοποιούν διαρκώς και κατά τον χρόνο μεταξύ των εκλογών. Πρέπει να έχουν διαρκή παρουσία και μάλιστα ηγετική, όχι εκείνη του μαγαζάτορα που ψάχνει πελάτες.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet