Σε συνέχεια του άρθρου του Τσιχάν Τουγκάλ «Η Τουρκία σε σταυροδρόμι», που γράφτηκε το 2021 και δημοσιεύτηκε στα δύο προηγούμενα φύλλα της έντυπης έκδοσης της Εποχής, αναρτούμε σήμερα στην ιστοσελίδα μας άλλο ένα κείμενο που αφορά τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα. Πρόκειται για το άρθρο με τίτλο «Goodbye Erdogan?» [Αντίο Ερντογάν;], που έγραψε ο δημοσιογράφος Αλπ Κεϊζερλίογκλου εν όψει των επικείμενων εκλογών στην Τουρκία και το οποίο δημοσιεύτηκε, στις 23 Ιανουαρίου 2023, στο Sidecar, το μπλογκ του περιοδικού New Left Review (newleftreview.org/sidecar/posts/goodbye-erdogan). Οι μεσότιτλοι είναι δικοί μας.

 

Χ.Γο.

 

Από το 2019, η τουρκική οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από τις επανειλημμένες παλινωδίες του Ερντογάν. Αρχικά, το καθεστώς του υιοθέτησε ένα πρόγραμμα βασισμένο στα χαμηλά επιτόκια και την πιστωτική επέκταση, ερχόμενο σε ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία προκειμένου να εδραιώσει την πολιτική στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ). Αυτό οδήγησε στην υποτίμηση της τουρκικής λίρας, σε υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, σε αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και του εξωτερικού χρέους, λόγω της υψηλής εξάρτησης της Τουρκίας από τις εισαγωγές. Σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσει αυτές τις επιπτώσεις, η κυβέρνηση στράφηκε σε ένα παραδοσιακό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα: υψηλά επιτόκια για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και σταθεροποίηση της αξίας της τουρκικής λίρας, μαζί με πιστωτική συρρίκνωση για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και της υπερχρέωσης. Ωστόσο, επειδή αυτές οι πολιτικές θέτουν σε κίνδυνο την εκλογική βάση του ΑΚΡ, το κόμμα επανέρχεται διαρκώς σε μια πιο αιρετική προσέγγιση – μια αμφίδρομη ταλάντευση την οποία έχει αναλύσει ο οικονομολόγος Ουμίτ Ακσάι. Για όσο διάστημα η τουρκική οικονομία ήταν ενταγμένη στη διατλαντική νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων δεν φαινόταν να υπάρχει εναλλακτική λύση σ’ αυτό το ζιγκ ζαγκ του Ερντογάν. Η στρατηγική επιταγή να διατηρηθούν στην επιφάνεια οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μια επεκτατική οικονομική πολιτική ήταν ασύμβατη με τη θέση της χώρας στην παγκόσμια αγορά.

 

Μια αιρετική οικονομική πολιτική

 

Ωστόσο, εδώ και κάποιο καιρό, αυτή η ταλάντευση φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί και εφαρμόζεται σταθερά μια αιρετική πολιτική. Από την άνοιξη του 2021, τα επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας μειώνονται με αποτέλεσμα τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων να είναι αρνητικά σε τραγικό βαθμό (στο ναδίρ τους ήταν περίπου -80%). Οι απλές καταθέσεις σε τουρκικές λίρες που έχει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες. Εν τω μεταξύ, υπάρχει μια μαζική αύξηση των εμπορικών και καταναλωτικών δανείων.

Όπως αναμενόταν, αυτά τα μέτρα επέτρεψαν στην Τουρκία να επιτύχει, το 2021, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης- αλλά με κόστος μια μαζική υποτίμηση της τουρκικής λίρας και μια ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού. Ο υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης έκρυβε τη μαζική πτώση του βιοτικού επιπέδου για την πλειοψηφία του πληθυσμού, τα εισοδήματα του οποίου δεν συμβάδιζαν με τον πληθωρισμό παρά τα αντισταθμιστικά μέτρα, όπως αυξήσεις του κατώτατου μισθού, έλεγχοι των τιμών και μειώσεις των φόρων. Αυτή η δυναμική οδήγησε, προς το τέλος του 2021, σε οικονομικό αδιέξοδο, καθώς οι επιχειρήσεις δεν ήταν σε θέση να κάνουν ορθούς υπολογισμούς του επιπέδου των τιμών, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημιές στις εμπορικές συμβάσεις τους σε συνάλλαγμα. Η ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, όταν ο Ερντογάν ανακοίνωσε, στις 20 Δεκεμβρίου 2021, την παροχή κρατικής εγγύησης για τις καταθέσεις σε συνάλλαγμα.

Λίγο αργότερα, η Κεντρική Τράπεζα εφάρμοσε τη λεγόμενη «στρατηγική της λιροποίησης», η οποία περιλάμβανε de facto μηχανισμούς ελέγχου συναλλάγματος: τον περιορισμό της πρόσβασης των εταιρειών σε μεγάλα δάνεια σε συνάλλαγμα από την Κεντρική Τράπεζα, την απαγόρευση της χρήσης συναλλάγματος στις εγχώριες συναλλαγές, και την παροχή κινήτρων στις τράπεζες να στραφούν στις καταθέσεις σε τουρκικές λίρες. Αυτό αποσκοπούσε στην τόνωση της ζήτησης του ιδιωτικού τομέα για τουρκικές λίρες και στη συγκράτηση της υποτίμησης. Επειδή όμως δεν έγιναν οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην τουρκική οικονομία, όλα τα δεινά αυτής της αιρετικής προσέγγισης - υποτίμηση, υψηλός πληθωρισμός, υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών - επέστρεψαν ή εξακολούθησαν να υπάρχουν. Αυτή τη φορά, όμως, συνοδεύτηκαν από αύξηση των επιτοκίων και του χρέους.

Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε μια ακόμη πιο παράδοξη οικονομική πολιτική με μοιραία αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια του 2022, η Τουρκία άρχισε να πειραματίζεται με μια σειρά από «μακρο-προληπτικά μέτρα» για τον περιορισμό της κρίσης, όπως ο de facto έλεγχος κεφαλαίων -οικονομικές κυρώσεις στις τράπεζες που έδιναν δάνεια με επιτόκια άνω του 30%- για να ενισχυθεί το χαμηλού κόστος δανεισμού σε τουρκικές λίρες του ιδιωτικού τομέα. Όμως, με την υποτίμηση να επιβραδύνεται λόγω της στρατηγικής της λιροποίησης, το ποσοστό πληθωρισμού παρέμεινε πάνω από το ποσοστό υποτίμησης, εξ αιτίας της καθυστερημένης επίδρασης της υποτίμησης στον πληθωρισμό, και των πληθωριστικών πιέσεων που προέρχονταν από την παγκόσμια οικονομία. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στην πραγματική ανατίμηση της τουρκικής λίρας.

Με άλλα λόγια, η οικονομική πολιτική του Ερντογάν οδήγησε στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιδίωκε. Αντί να μειώσει τις τιμές των εξαγώγιμων αγαθών, κατάφερε να τις αυξήσει. Ομοίως, τα χαμηλότερα επιτόκια συνοδεύτηκαν από μια μαζική επιβράδυνση του δανεισμού από τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες είδαν τα περιθώρια κέρδους τους να συρρικνώνονται και αγωνίστηκαν να αντισταθμίσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τις επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτή η αντιστάθμιση έγινε μόνο με μια νέα αύξηση του δημόσιου δανεισμού, το φθινόπωρο του 2022.

 

Οι τρεις διακριτοί δρόμοι

 

Έτσι η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) είναι απρόθυμο να επιβάλει νεοφιλελεύθερες θεραπείες αλλά και ανίκανο να διαμορφώσει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση. Με τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές να προγραμματίζονται το αργότερο για το καλοκαίρι του 2023 (ΣτΜ: Τελικά, οι εκλογές αποφασίστηκε να γίνουν στις 14 Μαΐου), η ηγεμονική κρίση της κυβέρνησης γίνεται όλο και πιο εμφανής. Σ’ αυτή τη συγκυρία, υπάρχουν τρεις διακριτοί δρόμοι: ένα μείγμα αυτοσχέδιων οικονομικών πολιτικών και αυταρχικής εδραίωσης του καθεστώτος, που αποτελεί προτίμηση της κυβέρνησης∙ μια πλήρης παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού που την υποστηρίζουν τμήματα του κεφαλαίου και η αξιωματική αντιπολίτευση- και ένα πρόγραμμα λαϊκοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, που προτείνει η Αριστερά.

Η νέα πολιτική προσέγγιση του Ερντογάν εμπεριείχε μια στρατηγική «εκβιομηχάνισης με υποκατάσταση των εισαγωγών», σύμφωνα με την οποία το υψηλό κόστος των εισαγωγών, σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης των επενδύσεων και τα πλεονεκτήματα κόστους λόγω της υποτίμησης και των χαμηλών επιτοκίων, θα προωθούσαν τις βιομηχανικές επενδύσεις - δίνοντας στην Τουρκία μια διέξοδο από την υπερβολική εξάρτησή της από την παγκόσμια αγορά. Ωστόσο, αυτή η φιλοδοξία δεν μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί, δεδομένου ότι η επιτυχία της εξαρτιόταν από έναν κρατικό σχεδιασμό και/ή μια επενδυτική στρατηγική που ήταν πάντα οδυνηρά απούσα. Θα ήταν επομένως πιο ακριβές να χαρακτηρίσουμε την πρόσφατη αιρετική στροφή της τουρκικής οικονομικής πολιτικής ως μια ακόμη προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης, και όχι ως μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης. Ο σκοπός της ήταν να προστατεύσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ιδίως όσους εργάζονται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από τις επιπτώσεις της ελεύθερης πτώσης της οικονομίας - κερδίζοντας χρόνο για το ΑΚΡ μέχρι τις επόμενες γενικές εκλογές.

Η επιστροφή στην ορθόδοξη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική θα συνεπαγόταν πολύ υψηλότερο πολιτικό κόστος από μια προσέγγιση που θα προσπαθούσε να μετριάσει τις επιπτώσεις της κρίσης στις ΜΜΕ και στην εγχώρια κατανάλωση με μια προσωρινή αντιμετώπιση. Η τρέχουσα πολιτική στρατηγική του ΑΚΡ είναι να παρουσιαστεί ως η μόνη σανίδα σωτηρίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, αυξάνοντας παράλληλα την καταστολή ενάντια σε πιθανές απειλές της ηγεμονίας του. Αλλά αυτή δεν είναι μια ασφαλής μέθοδος. Για παράδειγμα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με υψηλές επιδόσεις που αισθάνονται ότι μπορούν να αντέξουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις μιας ορθόδοξης νομισματικής πολιτικής μπορεί να επιλέξουν να συμμαχήσουν με τους καπιταλιστές που ζητούν την διεύρυνση του ρόλου της Τουρκίας στην παγκόσμια οικονομία. Πράγματι, οι μερίδες του κεφαλαίου που βρίσκονται πιο κοντά στο ΑΚΡ – εκείνες που είναι κυρίως προσανατολισμένες στις εξαγωγές και εξαρτώνται λιγότερο από τις εισαγωγές - έχουν ήδη αρχίσει να επικρίνουν την κυβέρνηση για την αποτυχημένη πολιτική τής υποτίμησης του νομίσματος.

Μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί μια αποφασιστική ρήξη μεταξύ των ηγετικών μερίδων του κεφαλαίου και του καθεστώτος Ερντογάν∙ οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας εξακολουθούν να έχουν υψηλά κέρδη (τα κέρδη των τραπεζών έχουν υπερπενταπλασιαστεί), εν μέρει χάρη στη συμπίεση των μισθών λόγω του πληθωρισμού. Όμως, η κορυφαία εργοδοτική ένωση της χώρας, ο Σύνδεσμος Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (TÜSIAD), προβάλλει με διαρκώς μεγαλύτερη ένταση το αίτημά της για την επαναφορά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με απώτερο στόχο την αύξηση της κεντρικής θέσης της Τουρκίας στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής. Υποστηρίζει επίσης τη μετατόπιση από τον αυταρχισμό του ΑΚΡ προς ένα μοντέλο με περισσότερες πολιτικές ελευθερίες και συνταγματικές ισορροπίες, ώστε να περιοριστούν οι κατ’ αυτήν κοινωνικά αποσταθεροποιητικές συνέπειες του σημερινού συστήματος.

 

Η πολιτική της αντιπολίτευσης

 

Καθώς τα συμφέροντα του ΑΚΡ αποκλίνουν σταθερά από εκείνα του μεγάλου κεφαλαίου, έχει επίσης κορυφωθεί και ο αγώνας μεταξύ του καθεστώτος και των πολιτικών του αντιπάλων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του κυβερνώντος κόμματος, με τη νίκη του στις επόμενες εκλογές να μην είναι καθόλου σίγουρη. Αυτό ώθησε το μπλοκ της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), να περάσει στην επίθεση. Τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει ότι προσπαθεί να ξεπεράσει τον Ερντογάν και τους συμμάχους του σε τουρκικό εθνικισμό και σοβινισμό. Η αντιπολίτευση, αν έρθει στην εξουσία, έχει υποσχεθεί τη δίωξη και τον επαναπατρισμό των Σύρων προσφύγων μαζί με ένα γενικευμένο πόλεμο κατά του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK). Ο επίδοξος υπουργός οικονομίας, Αλί Μπαμπατζάν, έχει ορκιστεί να συνεχίσει να θέτει εκτός νόμου τις απεργίες. Και το μπλοκ της αντιπολίτευσης παραμένει σταθερά εναντίον οποιασδήποτε μορφής λαϊκής κινητοποίησης. Όπως διαβεβαίωσε ο ηγέτης του CHP, Κεμάλ Κιλιτζάρογλου, «[ε]ίναι άλλο πράγμα η δυναμική αντιπολίτευση και άλλο να κατεβαίνουμε στους δρόμους… Έχουμε μόνο μια επιθυμία, ο λαός μας να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο ήρεμος, τουλάχιστον μέχρι να γίνουν οι εκλογές».

Στόχος της αντιπολίτευσης είναι η επανεγκατάσταση του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος σε διευρυμένη κλίμακα, απαλλαγμένο από την τρέχουσα υπερπροεδρική δομή του, αλλά ενσωματώνοντας κάποια από τα αυταρχικά και εθνικιστικά ιδεολογικά στοιχεία που συνδέονται με το ΑΚΡ και τους προκατόχους του, και συνεχίζοντας παράλληλα να αποσυντονίζει και να αποπολιτικοποιεί τον πληθυσμό. Αυτό θα είναι το τίμημα κάθε μικρής σε έκταση δημοκρατικής μεταρρύθμισης.

Μπορεί ένα τέτοιο όραμα, όσο ανέμπνευστο κι αν είναι, να καταφέρει να κινητοποιήσει το εκλογικό σώμα ώστε να διώξει τον σημερινό πρόεδρο; Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση, αλλά και σκεπτικισμός για την αντιπολίτευση. Ο Ερντογάν, παρά τα διάφορα παραπατήματά του, έχει καταφέρει να διατηρήσει τον ταυτoτικό δεσμό μεταξύ του κόμματός του και της βάσης του - γεγονός που, σε συνδυασμό με το βραχυπρόθεσμο λαϊκιστικό και αναδιανεμητικό πρόγραμμά του (που περιλαμβάνει επιδοτήσεις για τους λογαριασμούς των νοικοκυριών, αυξήσεις μισθών, κοινωνική στέγαση και κρατικά προγράμματα παροχής δανείων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), μπορεί να είναι αρκετό για να τον κρατήσει στην εξουσία. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν άνοδο των ποσοστών τού ΑΚΡ μετά την ανακοίνωση αυτών των μέτρων.

 

Η αριστερή εναλλακτική λύση

 

Όμως, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, παραμένει μια εναλλακτική λύση για την Τουρκία πέρα από την αυταρχική εδραίωση και τη νεοφιλελεύθερη αποκατάσταση. Βρίσκεται σε νέα σχήματα όπως η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας, ένας συνασπισμός φιλοκουρδικών και αριστερών κομμάτων (ΣτΜ: με σημαντικότερο εξ αυτών το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, HDP) που στοχεύει στην ενοποίηση αυτών των δυνάμεων που είναι αντίθετες στο καθεστώς Ερντογάν. Αυτές οι δυνάμεις υποστηρίζουν ότι η μόνη διέξοδος από την εθνική κρίση είναι μια συνεκτική, δημοκρατικά ελεγχόμενη οικονομική στρατηγική που θα αλλάξει ριζικά το τουρκικό μοντέλο υπέρ των λαϊκών τάξεων, σε συνδυασμό με μια εκτεταμένη πολιτική μεταρρύθμιση. Οι προσπάθειές τους να οργανωθούν μέσα σε ένα όλο και πιο καταπιεστικό κλίμα θα είναι μια δύσκολη μάχη, αλλά αν δεν δοθεί, η προοπτική εκδημοκρατισμού της Τουρκίας θα εξαφανιστεί τελείως.

 

Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης

Αλπ Κεϊζερλίογκλου Ο Αλπ Κεϊζερλίογκλου είναι τούρκος δημοσιογράφος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη φιλοσοφία και την ιστορία. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet