«Ο άνθρωπος πρέπει να ζει, όχι να υπάρχει», έγραψε κάποτε καταγγέλλοντας την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση που γνώρισε βιωματικά κι έβλεπε παντού γύρω. Για τη (σκεπτόμενη) Αριστερά θεωρείται ακόμα «ο Προφήτης της Επανάστασης». Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1876 στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Ξεκίνησε δύσκολα τη ζωή του πριν ακόμη κατ’ ουσίαν ξεκινήσει να ζει. Η άρνηση της μητέρας του Flora Wellman στην απαίτηση του (μη νόμιμου) πατέρα του να κάνει έκτρωση και η αδιαφορία του για την αναγνώριση του παιδιού, την οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας. Για κάποιο χρονικό διάστημα έπρεπε να τον θηλάζει και να τον μεγαλώνει η Βιρτζίνια Πρέντις, αφροαμερικανή πρώην σκλάβα και ενεργό μέλος πολλών προοδευτικών οργανώσεων μαύρων γυναικών που ως «Mammy Jenny» σημάδεψε τη ζωή του Τζακ. Τελικά το παιδί υιοθέτησε ο Τζον Λόντον, ανάπηρος βετεράνος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Ήδη από την ηλικία των 13 ετών, στα 1889, άρχισε να εργάζεται 12 έως 18 ώρες την ημέρα. Αναζητώντας μια διέξοδο, δανείστηκε χρήματα από την ανάδοχη μητέρα του, Βιρτζίνια Πρέντις, αγόρασε ένα πλεούμενο από έναν πειρατή στρειδιών που ονομαζόταν French Frank, και έγινε ο ίδιος πειρατής στρειδιών. Μετά από μερικούς μήνες, η ράχη του υπέστη ανεπανόρθωτη ζημιά. Τελικά προσλήφθηκε για λίγο ως μέλος της ακτοφυλακής της Καλιφόρνια.
Το 1893, έφυγε με το σκαρί Σόφι Σάδερλαντ, με προορισμό τις ακτές της Ιαπωνίας. Όταν επέστρεψε, η χώρα βρισκόταν στα χρόνια του οικονομικού πανικού και το Όκλαντ συνταράζονταν από εργατικές αναταραχές. Μετά από εξαντλητικές δουλειές, το 1894, πέρασε 30 ημέρες για αλητεία στο σωφρονιστικό κατάστημα της κομητείας Erie στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Στο «The Road» έγραψε για το σωφρονιστικό σύστημα: «Ο χειρισμός του ανθρώπου… μου ήταν αδιανόητος μέχρι που είδα […] τις απαίσιες αβύσσους της ανθρώπινης υποβάθμισης».
Μετά από πολλές εμπειρίες ως αλήτης και ναυτικός, επέστρεψε στο Όκλαντ και φοίτησε στο γυμνάσιο. Συνεισέφερε αρκετά άρθρα στο περιοδικό του γυμνασίου, «The Aegis». Το πρώτο του δημοσιευμένο έργο ήταν το «Τυφώνας στα ανοικτά των ακτών της Ιαπωνίας», ένας απολογισμός των εμπειριών του εκεί.
H πρώτη ευκαιρία
Ενόσω ήταν μαθητής, σύχναζε στο Heinold’s First and Last Chance Saloon, ένα μπαρ δίπλα στο λιμάνι στο Όκλαντ. Αλλά ο Τζακ ήθελε απεγνωσμένα να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Στα 17 του, εξομολογήθηκε στον ιδιοκτήτη του μπαρ, Τζον Χάινολντ, την επιθυμία του να πάει στο πανεπιστήμιο και να ακολουθήσει μια καριέρα ως συγγραφέας. Ο Χάινολντ του δάνεισε χρήματα και του έδωσε την πρώτη ευκαιρία.
Το 1896, μετά από ένα καλοκαίρι έντονων σπουδών για να περάσει τις εξετάσεις πιστοποίησης, έγινε δεκτός. Οι οικονομικές συνθήκες τον ανάγκασαν να φύγει έναν χρόνο αργότερα και δεν αποφοίτησε ποτέ.
Στα 1897, όταν ήταν 21 ετών και φοιτητής στο περίφημο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, έψαξε και διάβασε τα αρχεία των εφημερίδων για την απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας του και βρήκε το όνομα του βιολογικού του πατέρα. Έγραψε στον William Chaney, «αστρολόγο», ο οποίος τότε ζούσε στο Σικάγο. Ο Chaney απάντησε ότι δεν μπορούσε να είναι ο πατέρας του επειδή ήταν ανίκανος. Υποστήριξε ότι η μητέρα του τον είχε συκοφαντήσει όταν ισχυριζόταν ότι επέμενε σε έκτρωση. Ο Chaney κατέληξε λέγοντας ότι ήταν πιο αξιολύπητος από το νεαρό αγόρι. Το γράμμα του πατέρα του συνέτριψε τον Τζακ. Τους επόμενους μήνες, παράτησε το σχολείο στο Μπέρκλεϊ και έψαξε καταφύγιο στην άγρια φύση: πήγε στο Κλοντάικ κατά τη διάρκεια της έκρηξης του χρυσού.
Όμως, ενώ βρισκόταν στο Μπέρκλεϊ, συνέχισε να μελετά και να περνά χρόνο στο Heinold’s, όπου γνώρισε τους ναυτικούς και τους τυχοδιώκτες που θα επηρέαζαν τη γραφή του. Το Heinold’s ήταν το μέρος όπου συνάντησε τον Alexander McLean, έναν καπετάνιο γνωστό για τη σκληρότητά του στη θάλασσα, στον οποίον βάσισε τον πρωταγωνιστή του θαλασσόλυκου Wolf Larsen.
Έφυγε από το Όκλαντ με κοινωνική συνείδηση και σοσιαλιστικές ιδέες. Επέστρεψε για να γίνει ακτιβιστής υπέρ του σοσιαλισμού. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόνη ελπίδα του να ξεφύγει από την εργασιακή «παγίδα» ήταν να πάρει εκπαίδευση και να «πουλήσει το μυαλό του». Έβλεπε το γράψιμό ως το εισιτήριό του για να ξεφύγει από τη φτώχεια και, ήλπιζε, ως ένα μέσο για να νικήσει τους πλούσιους «στο δικό τους παιχνίδι».
Αναζητώντας τον αμερικανό Αδάμ
Καθώς οι νέες τεχνολογίες εκτύπωσης επέτρεψαν την παραγωγή περιοδικών και βιβλίων με χαμηλότερο κόστος, μπόρεσε να «μπει στο παιχνίδι» δίνοντας μικρές ιστορίες σε λαϊκά περιοδικά για να κερδίζει το «προς το ζην». Σε μια από τις πρώτες ιστορίες, γνωστή ως «Diable» (1902) ή «Batard» (1904), ένας σκληρός γάλλο- καναδός βασανίζει τον σκύλο του και ο σκύλος αντεπιτίθεται και σκοτώνει τον άνδρα. Ο Τζακ είπε σε μερικούς από τους επικριτές του ότι οι πράξεις του ανθρώπου είναι η κύρια αιτία της συμπεριφοράς των ζώων τους και θα το έδειχνε αυτό περίφημα σε μια άλλη ιστορία, «Το κάλεσμα της Άγριας Φύσης». Στα 1904 γίνεται πολεμικός ανταποκριτής του San Francisco Examiner για την κάλυψη του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου, φτάνοντας στη Γιοκοχάμα όπου και συνελήφθη αρκετές φορές από τις ιαπωνικές αρχές, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά από παρεμβάσεις.
Θεωρείται από πολλούς ο καινοτόμος αυτού που αργότερα έγινε το είδος της επιστημονικής φαντασίας, αλλά αφιέρωσε τη ζωή και τα γραπτά του στην αναζήτηση του αμερικανού Αδάμ με έναν τρόπο, ενός Αδάμ όπως έχει γραφτεί πριν από την πτώση, που συνομιλεί με την άγρια φύση, αλλάζοντας επεκτείνοντας και ξαναγράφοντας τον σπουδαίο αμερικανικό τρανσενταλισμό αν και δεν θεωρείται «επίσημα» μέρος του. Στο σύνολο της ζωής του παρέμενε μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και ακτιβιστής, ένας από τους πρώτους αμερικανούς συγγραφείς που έγινε διεθνής διασημότητα λόγω της πένας, της εμφάνισης και της νοοτροπίας του, έχοντας τη δυνατότητα να κερδίζει μια πολύ καλή ζωή μόνο από τα κείμενά του. Πρωτοπόρος του εμπορικού μυθιστορήματος και των αμερικανικών περιοδικών, ήταν μέλος της ριζοσπαστικής λογοτεχνικής ομάδας «The Crowd» στο Σαν Φρανσίσκο και παθιασμένος υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων, των δικαιωμάτων των εργαζομένων και του σοσιαλισμού στην εποχή της αθωότητας. «Καλύτερα να γίνω στάχτη παρά σκόνη!» Ο Τζακ Λόντον.