Οι σεισμοί αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο είναι γνωστό ότι μπορεί να προβλεφθεί –αν και όχι με ακρίβεια– αλλά κυρίως μπορεί –στο μέτρο του δυνατού τουλάχιστον– να αντιμετωπιστεί  με την εκπόνηση  μελετών και την υιοθέτηση κατάλληλων μέτρων δόμησης, ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο απώλειες ανθρώπινων ζωών και υλικές καταστροφές, όπως δείχνει  το παράδειγμα της σεισμογενούς Ιαπωνίας.

   Ωστόσο, οι πρόσφατοι φονικοί σεισμοί στην Τουρκία και την Συρία δείχνουν ότι αυτές οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την δόμηση σε σεισμογενείς περιοχές όχι μόνο δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν αλλά αντιθέτως παρακάμφθηκαν. Στην Συρία, διότι μαίνεται από το 2011 μέχρι σήμερα ο πόλεμος διά αντιπροσώπων, που έχει καταστρέψει τις υποδομές της χώρας και οι βομβαρδισμοί μπορεί να έχουν αποδυναμώσει τα κτίρια, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η περίπτωση εγκληματικών παραλείψεων στην κατασκευή τους. Στην Τουρκία, όμως, τα κτίρια κατέρρευσαν διότι οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες ήθελαν να μειώσουν στο ελάχιστο το κόστος των οικοδομών, πράγμα που πέτυχαν, αφού στηρίζουν το καθεστώς Ερντογάν, το οποίο σε αντάλλαγμα τους απάλλαξε από ελέγχους και δομικούς περιορισμούς. Πρόκειται για ένα ακόμα παράδειγμα πελατειακών σχέσεων και διαφθοράς, τόσο συνηθισμένο, που δεν θα υπήρχε λόγος να αναφερθεί εάν δεν υπήρχαν χιλιάδες θύματα και εάν δεν είχε προϋπάρξει ο σεισμός του 1999 στην Τουρκία, ο οποίος προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, όπως και τώρα.

 

Το δίλημμα για τις τουρκικές εκλογές

 

Έτσι, οι εκατοντάδες χιλιάδες επιζώντες των πρόσφατων σεισμών είδαν την ζωή τους να καταστρέφεται και η οργή στην Τουρκία ξεχειλίζει εναντίον του Προέδρου Ερντογάν. Ως πρώτο μέτρο εκτόνωσης της λαϊκής οργής εκ μέρους του ήταν η σύλληψη των επικεφαλής πολλών κατασκευαστικών εταιρειών, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η τραγωδία των σεισμών έρχεται να προστεθεί σε μία οικονομία η οποία βρίσκεται σε Συμπληγάδες και το κόστος της ανοικοδόμησης υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα ογδόντα δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τεράστια ποσά θα πρέπει να δαπανηθούν άμεσα για την επιβίωση και μόνο των σεισμόπληκτων, πόσο μάλλον για την αποκατάστασή τους. Η κατάσταση αυτή θέτει ένα σοβαρό πολιτικό δίλημμα στον Πρόεδρο Ερντογάν: να προχωρήσει κανονικά η διεξαγωγή των εκλογών τον Μάιο όπως είχε προγραμματιστεί, υποσχόμενος πλήρη αποκατάσταση των ζημιών και οικονομική στήριξη των πληγέντων ή να τις αναβάλλει μέχρις ότου κρίνει ότι η λαϊκή οργή έχει εκτονωθεί; Η κατάσταση περιπλέκεται  στον βαθμό που η προσφυγή στις κάλπες αυτήν την στιγμή από την μία μεριά τον ευνοεί, διότι η αντιπολίτευση δεν έχει συμφωνήσει σε κοινό υποψήφιο, επομένως η αναβολή δίνει χρόνο στους αντιπάλους του. Από την άλλη πλευρά,  όμως, εάν γίνουν τώρα οι εκλογές το πιθανότερο είναι ότι θα τις χάσει. Ως εκ τούτου, μάλλον θα προτιμήσει να τις αναβάλλει για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μπορεί, επικαλούμενος τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης και την κατάσταση που επικρατεί στις σεισμόπληκτες περιοχές, όπου είναι αδύνατον να διεξαχθούν εκλογές.

 

Κατόπιν της ελληνικής συνδρομής

 

   Οι πολιτικοί υπολογισμοί όμως δεν αφορούν μόνον την εσωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η Ελλάδα έσπευσε, όπως και πολλές άλλες χώρες, από την πρώτη στιγμή να συνδράμει στην διάσωση όσων ήταν δυνατόν να σωθούν. Ήταν μία σωστή απόφαση τόσο από ανθρωπιστικής πλευράς όσο και από πολιτικής, αποδεικνύοντας ότι η χώρα μας δεν είναι εκείνη που απειλεί την Τουρκία, πράγμα που σχολιάστηκε θετικότατα σε τουρκικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως το χαρακτηριστικότερο σχόλιο είναι το ακόλουθο: «Λέγαμε πως θα πάμε μια νύχτα ξαφνικά, αλλά ήρθαν αυτοί μέρα. Είμαι τόσο χαρούμενος που ήρθαν». Επίσης, η επίσκεψη του Υπ.Εξ Ν. Δένδια και η θερμή υποδοχή του από τον τούρκο ομόλογό του, δημιούργησε κλίμα ευφορίας σε αρκετά ελληνικά ΜΜΕ και ορισμένοι άρχισαν να μιλούν για την επανάληψη της διπλωματίας των σεισμών το 1999, η οποία οδήγησε στην πλέον θετική –εδώ και χρόνια- περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Ωστόσο, ξεχνούν ότι η απόφαση της Συνόδου του Ελσίνκι του 1999, που οδήγησε στην χορήγηση του καθεστώτος της υπό ένταξη χώρας στην Τουρκία, οφειλόταν στην σφοδρή επιθυμία της Άγκυρας να προχωρήσει η ευρωπαϊκή της πορεία και ως εκ τούτου δέχθηκε τους όρους που θα έπρεπε να εκπληρώσει. Σήμερα, όμως, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική και η Άγκυρα δεν είναι διατεθειμένη να θυσιάσει τους στόχους της σε όλα τα γειτονικά της υποσυστήματα, και πολύ περισσότερο δεν είναι διατεθειμένη να  προχωρήσει σε ειλικρινή διάλογο για μία δίκαιη λύση τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Κύπρο. Αυτό αποδεικνύεται από δύο πραγματικά στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι παρά τα εγκώμια για την ελληνική βοήθεια, οι τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου δεν σταμάτησαν ποτέ. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η Τουρκία δεν δέχθηκε την βοήθεια που προθυμοποιήθηκε να στείλει η Κυπριακή Δημοκρατία, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα κάνει, εφόσον εάν την δεχόταν, αυτό θα σήμαινε ότι αναγνωρίζει την κρατική οντότητα της Κύπρου, την οποία αρνείται εδώ και καιρό, ισχυριζόμενη ότι υπάρχουν δύο πολιτικές οντότητες στο νησί και όχι κράτος.

 

Άνιση μεταχείριση στη Συρία για λόγους πολιτικούς

 

Η κατάσταση στην Συρία είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο– τραγική, όχι μόνο λόγω του ατέρμονος πολέμου που καταστρέφει συστηματικά τη χώρα, όχι μόνον διότι χιλιάδες εσωτερικά εκτοπισμένων Σύρων αναγκάζονται να αναζητήσουν και πάλι καταφύγιο σε άλλες περιοχές αλλά και διότι η βοήθεια προς την Συρία, αντίθετα με ό,τι συνέβη στην Τουρκία, δίνεται με εξαιρετική φειδώ. Η πρόφαση για αυτήν την –επιεικώς– άνιση μεταχείριση είναι ότι το καθεστώς Άσαντ είναι αυταρχικό και θα εκμεταλλευθεί προς όφελός του την ξένη βοήθεια για να πιέσει τους αντιφρονούντες(!) χωρίς βεβαίως να αναφέρεται το ποιοι είναι αυτοί: είναι ισλαμιστές τρομοκράτες, είναι υποστηριζόμενοι από την Τουρκία, είναι Κούρδοι, είναι άλλες ομάδες;

Ήδη καθίστανται σαφείς οι πολιτικοί υπολογισμοί πίσω από όλα αυτά. Κατ’ αρχήν, το καθεστώς Άσαντ σίγουρα είναι αυταρχικό αλλά δεν είναι το μόνο στην περιοχή, όπως δείχνουν το παράδειγμα των εκτεταμένων πολιτικών διώξεων, στην Τουρκία και την Αίγυπτο, όπου υπάρχουν εξήντα χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι. Όμως, για την Τουρκία που ασκεί επιθετική πολιτική προς όλους τους γείτονές της, δεν τίθεται ζήτημα Δημοκρατίας, διότι θεωρείται απαραίτητος σύμμαχος για την Δύση, ενώ, αντιθέτως, η Συρία αποτελεί αντίπαλο της Δύσης, κυρίως λόγω της συμμαχίας της με το Ιράν, την Χεζμπολλά και την Ρωσία. Επίσης, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το γεγονός ότι η Τουρκία ήδη έχει κάνει τρείς εισβολές στην Συρία και κατέχει συριακά εδάφη στον Βορρά, που κατοικούνται κυρίως από Κούρδους, με το πρόσχημα της πάταξης της τρομοκρατίας. Επομένως, το να διανέμεται η ανθρωπιστική βοήθεια στους σύρους σεισμόπληκτους μέσα από τουρκικές διόδους σημαίνει ότι παραβλέπεται εσκεμμένα η παράνομη τουρκική κατοχή των συριακών εδαφών και ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας ως επικυρίαρχης δύναμης στην Συρία. Τέλος, φαίνεται ότι η καθυστέρηση στην αποστολή ουσιαστικής ανθρωπιστικής βοήθειας στην Συρία, μάλλον αποβλέπει στην μετατροπή της απελπισίας χιλιάδων σεισμόπληκτων σε οργή κατά του καθεστώτος Άσαντ, επομένως γίνεται στα χέρια των αντιπάλων του ένας ακόμα μοχλός πίεσης εναντίον του.

Είναι γνωστό ότι η υποκρισία και ο κυνισμός, έστω και συγκεκαλυμμένοι μέσω ηθικών αρχών και αξιών, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής. Ωστόσο, όλα έχουν – ή θα έπρεπε να έχουν- ένα όριο. Φαίνεται, όμως, ότι δεν έχουν.

 

Πρόσφατα άρθρα ( Διεθνή )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet