Το Ινίσεριν είναι ένα -φανταστικό- απομονωμένο νησί κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας. Είναι Μάιος του 1923, λίγο καιρό πριν τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει μεταξύ της προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης της χώρας και τους εθνικιστές, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στη συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε με την Αγγλία. Παράλληλα, στη μικρή κοινότητα του νησιού αρχίζει να εκτυλίσσεται ένα άλλος εμφύλιος.
Εκείνη τη μέρα ο Πάτρικ πέρασε από το σπίτι του φίλου του Κολμ για να πάνε μαζί, όπως κάθε μέρα, στην παμπ. Όμως ο Κολμ αν και είναι μέσα δεν ανοίγει την πόρτα κι έτσι ο Πάτρικ πηγαίνει μόνος του ενώ όλοι στην παμπ τον ρωτούν γιατί είναι μόνος. Εκείνος δεν ξέρει τι να απαντήσει και αναρωτιέται μήπως έκανε κάτι κακό που πείραξε τον φίλο του. Όταν την επόμενη μέρα τον ρωτά, εκείνος του απαντά ψυχρά πως δεν τον συμπαθεί πια και δε χρειάζεται την παρέα του. Κι αυτό επειδή αποφάσισε πως θέλει να αξιοποιήσει τον χρόνο του για να συνθέσει ένα μουσικό έργο. Γιατί, όπως υποστηρίζει, αυτό θα μείνει και μετά τον θάνατό του και οι άνθρωποι αυτό θα θυμούνται κι όχι την καλοσύνη του! Μάλιστα απειλεί τον Πάτρικ πως κάθε φορά που θα τον ενοχλεί εκείνος θα κόβει κι από ένα δάχτυλό του! Όταν ο Κολμ αρχίζει να κάνει πράξη την απειλή του ο φίλος του τα χάνει, αλλά παρόλα αυτά επιμένει. Και ενώ τα κομμένα δάχτυλα πολλαπλασιάζονται η υπομονή του Πάτρικ εξαντλείται.
Έχω γράψει κι άλλες φορές για μερικές ταινίες οι οποίες αποτελούν κομψοτεχνήματα. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσω και «Τα πνεύματα του Ινίσεριν» (The banshees of Inisherin) του Μάρτιν ΜακΝτόνα, μια ταινία η οποία μέσα από τη σχεδόν σουρεαλιστική κόντρα ανάμεσα στους δύο φίλους εικονογραφεί μια ολόκληρη κοινότητα και το πώς αυτή αντιδρά (ή δεν αντιδρά) στα όσα συμβαίνουν.
Ο ΜακΝτόνα σκηνοθετεί, δίνοντας προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια, μια μαύρη κωμωδία στην οποία το παράλογο συναντά τον ρεαλισμό και η σκληρότητα την τρυφερότητα. Την ίδια ώρα που αφηγείται την περίεργη διαμάχη του Πάτρικ με τον Κολμ σκιαγραφεί και μια σειρά από ενδιαφέροντες χαρακτήρες που ο καθένας παρεμβαίνει με τον τρόπο του στην ιστορία: ο αστυνομικός ο οποίος αποτελεί μια κακόψυχη καρικατούρα της όποιας εξουσίας νομίζει πως έχει, ο αλλοπαρμένος γιος του που ορέγεται τις γυναίκες όντας όμως εντελώς ακίνδυνος, ο μπάρμαν που δεν του ξεφεύγει τίποτε, η μυστηριώδης κυρία ΜακΚόρμικ που μοιάζει με ξωτικό και, τέλος, η Σιβόν, η αδελφή του Πάτρικ η οποία ασφυκτιά στο κλειστό περιβάλλον του νησιού και θέλει να φύγει παίρνοντας μαζί και τον αδελφό της.
Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες κινούνται γύρω από τους δύο κεντρικούς ήρωες και όλοι μαζί συμπυκνώνουν θαρρείς την ιδιοσυγκρασία ενός λαού. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πως ο σκηνοθέτης μιλά για τις βαθιά ριζωμένες ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των ηρώων την ίδια ώρα που αυτές μοιάζουν να κατακερματίζονται! Κι όλα αυτά την ώρα που από την απέναντι ακτή ακούγονται οι βόμβες θυμίζοντας πως κοντά στον μικρό εμφύλιο του νησιού τους εκτυλίσσεται κι ο άλλος, ο πιο μεγάλος και φονικός.
Έξυπνη, πνευματώδης, τρυφερή, αστεία, γκροτέσκα, δραματική, ανθρώπινη και πολλά ακόμη, η ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα κατορθώνει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Την ίδια ώρα που σου έρχεται να γελάσεις, αισθάνεσαι δάκρυα συγκίνησης να έρχονται στα μάτια σου.
Ένα θαυμάσιο και όμορφα κεντημένο φιλμ που ασχέτως με τα όσα Όσκαρ κερδίσει ή δεν κερδίσει (από τα 9 που προτείνεται), κατάφερε να μας γοητεύσει και να μπει στην καρδιά μας.