Μετά την εκδήλωση του ΕΝΑ για τις πολλές πλευρές της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής

 

 

Οι εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), παρουσιάζουν τακτικά λεπτομερείς προβλέψεις για τις, κατά περιοχές του πλανήτη, επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που είναι αξιοποιήσιμες για την περαιτέρω επεξεργασία των αλλαγών που βρίσκονται σε εξέλιξη σε ό,τι αφορά τα καιρικά φαινόμενα και τις βροχοπτώσεις, τις υποδομές, τον επηρεασμό των καλλιεργειών και των οικονομικών δραστηριοτήτων γενικότερα, την υγεία του πληθυσμού. Οι εκθέσεις αυτές καταλήγουν σε δύο κατηγορίες μέτρων και πολιτικών που συνθέτουν την «Αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής»: τη δραστική μείωση ως τον μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στις συνθήκες ζωής και οικονομικής δραστηριότητας που έχει η κλιματική κρίση.

 

Η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων προσαρμογής στην κλιματική κρίση και ανθεκτικότητας των φυσικών και κοινωνικών δομών (υγεία, οικονομικές δραστηριότητες κλπ), εξαρτάται άμεσα από την πορεία των κλιματικών δεικτών (υπερθέρμανση, εκπομπές ΑτΘ) και των χρησιμοποιούμενων ενεργειακών πηγών (ορυκτά καύσιμα, ΑΠΕ κλπ).

 

Κάθε χρόνο και χειρότερα

 

Τόσο η Εθνική Στρατηγική για την Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) του 2015, όσο και τα περιφερικά σχέδια (ΠεΣΚΠΑ) είναι ανεπαρκή και καθυστερημένα. Οι κλιματικές υποθέσεις, πάνω στα οποία στηρίχτηκαν, εξελίχθηκαν στον χρόνο επί το δυσμενέστερο (οι μελέτες στηρίχτηκαν στις προβλέψεις IPCC-AR5 του 2013, το οποίο έχει αναπροσαρμοστεί κατά μια βαθμίδα IPPC-ΑR6 και αναμένεται η έκδοση AR7).

Το 2019, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστήμιου Notre Dame, στην κατηγορία τρωτότητας της ΕΕ27, η Ελλάδα απέχει 12 θέσεις από την πρώτη (Νορβηγία) και στον δείκτη ετοιμότητας 17 (!) θέσεις (πρώτη η Δανία).

Οι εκτιμήσεις για τις απαραίτητες επενδύσεις παγκοσμίως για την κλιματική προσαρμογή για την περίοδο μέχρι 2030 και 2050, αυξήθηκαν κατά 14%, μέσα σε λίγα χρόνια, λόγω της περιβαλλοντικής επιδείνωσης. Κατά το Climate Policy Initiative, θα απαιτηθούν συνολικά μέχρι το 2050 ποσά μέχρι 565 δισ. δολάρια, από τα οποία μόνο το 10% αφορά προγράμματα προσαρμογής, με το 90% να κατευθύνεται σε έργα μετριασμού των επιπτώσεων.

Στην Ελλάδα μόνο 5 από τα 13 περιφερειακά προγράμματα ΠεΣΚΠΑ έχουν εγκριθεί (δεν είναι γνωστό σε τι φάση υλοποίησης ευρίσκονται), με πρόβλεψη κόστους περίπου στα 3,4 δισ. ευρώ.

Οι σχετικές μελέτες ανατίθενται σε εξωτερικά γραφεία μελετών, αποστερώντας τη δυνατότητα της ανάπτυξης τεχνογνωσίας στις δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης ΟΤΑ, που είναι απαραίτητή προϋπόθεση για σχεδιασμό και παρακολούθηση σημαντικών τοπικών έργων σε συναντίληψη με τις τοπικές κοινωνίες, οι μόνες σε θέση να αναδείξουν διαστάσεις και πλευρές των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στους τόπους τους.

 

Το κλίμα και το «αναπτυξιακό υπόδειγμα»

 

Το αποτέλεσμα των νέων αυτών μέτρων και πολιτικών είναι ότι δεν μπορούν παρά να εντάσσονται σε έναν σχεδιασμό, δηλαδή στην υιοθέτηση στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, και στην επιλογή των κατάλληλων θεσμών και εργαλείων για την επίτευξή τους. Αυτή η νέα πραγματικότητα συνυπάρχει βέβαια με εξελίξεις στον παραγωγικό και κοινωνικό τομέα, που κι αυτές απαιτούν ριζικές αλλαγές στην προσέγγιση αυτού που ονομάζουμε «αναπτυξιακό υπόδειγμα».

 

Η αναπαραγωγή ενός καπιταλιστικού καθεστώτος είχε πάντα ως κινητήρια δύναμη τη συσσώρευση κεφαλαίου, που ήταν συνάρτηση των πρωτοβουλιών του ιδιωτικού κεφαλαίου, και οι κεϋνσιανές πολιτικές αύξησης των δημοσίων δαπανών ή των καταναλωτικών δαπανών προκαλούσαν τη συσσώρευση αυτή, από τη στιγμή που υπήρχαν οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων. Η δημιουργία των μεταπολεμικών αναπτυξιακών προτύπων με την εγκαθίδρυση των διαφόρων εκδοχών φορντιστικού μοντέλου, δεν αναιρούσε τον πρωτεύοντα ρόλο της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου, απλώς μπορούσε να επωφεληθεί το εργατικό εισόδημα και το κοινωνικό κράτος από τα υψηλά ποσοστά μεγέθυνσης του συνολικού προϊόντος, χάρη σε κάποιο είδος κοινωνικού συμβολαίου.

 

Είναι γνωστό ότι ο νεοφιλελευθερισμός κατήργησε το όποιο κοινωνικό συμβόλαιο, αποδιοργάνωσε την εργατική τάξη, υπονόμευσε την αναπαραγωγή της υλικής παραγωγής σε διάφορους βαθμούς και συνέτεινε στην εκρηκτική αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου επιδεινώνοντας την κλιματική κρίση. Η συνάντηση του νεοφιλελευθερισμού με το ελληνικό πελατειακό κράτος, οδήγησε στην παραγωγική και κοινωνική κατάρρευση, με την αύξηση των ανισοτήτων στον πληθυσμό και μεταξύ περιφερειών, κατά τη διάρκεια των περιόδων του «εκσυγχρονισμού», των μνημονίων και τώρα της διαλυτικής διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Η επέκταση των πελατειακών σχέσεων κράτους και ιδιωτικών συμφερόντων έχει φθάσει σε ακραίους βαθμούς, που όπως ήδη συνέβαινε στο παρελθόν, οδηγεί όχι μόνο σε υπονόμευση όλων των θεσμικών λειτουργιών που σε κάποιο βαθμό υπερασπίζονται το δημόσιο συμφέρον, αλλά και στην αναποτελεσματικότητα των διοικητικών λειτουργιών, ακόμη κι όταν επιδιώκουν να έχουν κάποιο είδους αναπτυξιακό αποτέλεσμα.

 

Η Αριστερά στο σύνολό της, μπορούμε να πούμε, πολιτεύεται με την ψευδαίσθηση ότι ο έλεγχος των θεσμών του ελληνικού καθεστώτος συσσώρευσης, δηλαδή η συνεχιζόμενη εξάρτηση από τις θελήσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου, επιχειρηματικού ή τραπεζικού, και οι κληρονομημένες από το παρελθόν θεσμικές λειτουργίες, μπορούν να προσαρμοστούν για να εκπληρώσουν «αριστερούς» στόχους. Και να καλύψουν το τρομερό κενό που υπάρχει σε ό,τι αφορά δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν μια ισχυρή κινητήρια δύναμη για την ανατροπή του σημερινού καθεστώτος και την εγκαθίδρυση ενός άλλου. Είναι προφανές ότι για να υλοποιηθούν οι παραπάνω στόχοι για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, και για την πραγματοποίηση μιας αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης, αλλά και για την εγκαθίδρυση θεσμών άσκησης κοινωνικής πολιτικής, που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες, χρειάζεται να γίνουν δύο βασικές στρατηγικές επιλογές: να εγκαθιδρυθούν, αφενός, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο δομές σχεδιασμού του συνόλου των αναγκών και, αφετέρου, να ενισχυθεί αποφασιστικά η συγκρότηση δομών οργάνωσης των λαϊκών τάξεων, και των μισθωτών ειδικότερα, ώστε να είναι δυνατή η ενεργή συμμετοχή των τάξεων αυτών στον δημοκρατικό σχεδιασμό.

 

Η έλλειψη κατανόησης αυτής της μετάβασης είναι αναγκαία, αλλά και πολύ δύσκολη, καθώς απαιτεί έναν λεπτομερή προγραμματισμό, με την εμπλοκή μεγάλου μέρους, τόσο των κινητοποιημένων κοινωνικών ομάδων, όσο και της επιστημονικής κοινότητας, ενώ κοστίζει ήδη ακριβά στην κοινωνία μας, αλλά και σε πολλές άλλες. Είναι, όμως, αυτή η αλλαγή προσανατολισμού μια επιλογή που μπορεί να γίνει κατανοητή, από τη στιγμή που εγκαθιδρύονται λειτουργίες επεξεργασίας αυτού του προγραμματισμού και διάδοσης των αποτελεσμάτων του στην κοινωνία και σε αυτούς που τον έχουν περισσότερο ανάγκη, με συστηματικό τρόπο. Οι όποιες ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικών, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά από τη στιγμή που έχει αποκατασταθεί πλήρως η αλληλεγγύη στο πλαίσιο της κοινωνίας και η απόδειξη της αποτελεσματικότητάς της για τις ζωές των ανθρώπων.

 

Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν, Ιωσήφ Σινιγάλιας Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Περιβάλλον )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet