Αυτό που δεν φαίνεται να έχουμε συνειδητοποιήσει σε όλο του το μέγεθος, είναι ότι ογδόντα περίπου χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουμε για πρώτη φορά μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ κρατών εντός της Ευρώπης. Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ να αποσοβήσουν αυτήν τη σύγκρουση, είτε δια της πειθούς είτε δια της αποτροπής, είναι χαρακτηριστικό της ρευστότητας που διέπει το διεθνές σύστημα. Είναι για αυτόν τον λόγο εξαιρετικά δύσκολο να δει κανείς με σαφήνεια το μέλλον αυτή της σύγκρουσης, που κάθε άλλο παρά σύντομη αποδεικνύεται. Θα συζητήσουμε κάποια σενάρια που αφορούν τόσο τους δύο εμπόλεμους, όσο και τις δυνάμεις που εμπλέκονται.

Το πρώτο σενάριο είναι αυτό της «παγωμένης» σύγκρουσης. Αυτό σημαίνει ότι καμία από τις δύο εμπόλεμες χώρες δεν θα μπορεί να καταγάγει μια αποφασιστική νίκη και θα υπάρξει πιθανόν μια σειρά πολύ εύθραυστων εκεχειριών, που θα διακόπτονται από χαμηλής έντασης εχθροπραξίες πάνω στη γραμμή επαφής. Σε αυτό το σενάριο η Μόσχα θα έχει κερδίσει, παγιώνοντας τον έλεγχό της σε ένα μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ουκρανίας και την Κριμαία. Πρόκειται για εξαιρετικά προβληματικό σενάριο για την ΕΕ, αφού θα πρέπει να χρηματοδοτεί επ’ αόριστον ένα κράτος σε πόλεμο και να συμβιώσει με μια κατάσταση επικίνδυνης αστάθειας στα ανατολικά σύνορα της. Επίσης είναι πιθανό σε ένα τέτοιο σενάριο να υπάρξουν εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις και ανακατατάξεις στο Κίεβο, όχι απαραίτητα προς δημοκρατική κατεύθυνση, καθώς η ουσιαστική απώλεια εδαφών θα πλήξει τον Ζελένσκι και τη διακυβέρνησή του. Η de facto νομιμοποίηση της ρωσικής εισβολής θα στείλει ένα μήνυμα σημαντικής ενθάρρυνσης σε αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, και θα αποδυναμώσει ραγδαία τη διεθνή νομιμότητα.

Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό της συνέχισης του πολέμου, με σκοπό την πλήρη ήττα της Ρωσίας. Ένα τέτοιο σενάριο υποστηρίζεται έντονα από τη γραμμή πολιτικής στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, που θέλει την ολοκληρωτική ήττα της Ρωσίας, ακόμη και αλλαγή καθεστώτος στη χώρα αυτή, ώστε να δοθεί ένα μήνυμα σε μελλοντικούς αμφισβητίες της αμερικανικής ηγεμονίας. Ανεξάρτητα, όμως, από τους σκοπούς και τα γεωπολιτικά σχέδια της Μόσχας και της Ουάσιγκτον, η ήττα της Ρωσίας και η απόσυρσή της από τα εδάφη που κατέλαβε, θα αποτελεί παράδειγμα επικράτησης του διεθνούς δικαίου. Το σενάριο αυτό δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, καθώς οι ρωσικές εφεδρείες σε στρατιωτικό προσωπικό είναι πολύ μεγαλύτερες από τις ουκρανικές. Επίσης οι κυρώσεις δεν έχουν καταφέρει να πληγώσουν σοβαρά τη ρωσική οικονομία, αφού η Ρωσία βρήκε τρόπους να διαθέσει το πετρέλαιό της, εκμεταλλευόμενη τις ανάγκες των μεγάλων χωρών, όπως η Κίνα και η Ινδία, που χρειάζονται φτηνά καύσιμα για την τεράστια βιομηχανική παραγωγή τους. Σε αυτό την βοήθησε και η στάση των πετρελαιοπαραγωγών κρατών, κυρίως της Σαουδικής Αραβίας, που αρνήθηκε να αυξήσει την παραγωγή της, παρά τις αμερικανικές πιέσεις. Η συνέχιση του πολέμου μέχρι την τελική ρωσική ήττα θα δοκιμάσει σε βάθος χρόνου και την ενότητα της ΕΕ, καθώς δυνάμεις όπως η Γαλλία δεν επιθυμούν την πλήρη διάρρηξη των σχέσεων με τη Ρωσία. Τέλος, μια ήττα της Ρωσίας δεν είναι βέβαιο ότι θα αποτρέψει τη φιλοδοξία της Κίνας για παγκόσμια ηγεμονία. Αντίθετα, το Πεκίνο μπορεί να διδαχθεί από τα λάθη της Ρωσίας και να εισέλθουμε σε έναν πιο σκληρό ανταγωνισμό Πεκίνου και Ουάσιγκτον.

Το τρίτο σενάριο είναι αυτό της συμφωνίας ειρήνης μέσω ενός συμβιβασμού που μπορεί να περιλαμβάνει ουδετερότητα της Ουκρανίας, απόδοση της Κριμαίας στη Ρωσία και επάνοδο των κατακτημένων από τους Ρώσους εδαφών στην Ουκρανία μέσω μια χαλαρής ομοσπονδίας. Το σενάριο αυτό ή παραλλαγές του διακινείται εδώ και καιρό, κυρίως στις ΗΠΑ, από αυτούς που θα ήθελαν ένα είδος συμβιβασμού μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, έτσι ώστε να μην παγιωθεί μια συμμαχία Κίνας–Ρωσίας, θεωρώντας την Κίνα ως τη βασική αντίπαλο στον ανταγωνισμό για την παγκόσμια ηγεμονία. Κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επίσης θα έβλεπαν με ανακούφιση την ευόδωση αυτού του σεναρίου. Στην παρούσα φάση το σενάριο αυτό δεν έχει μεγάλες πιθανότητες, αφού υποστηρίζεται από μια μειοψηφούσα πλευρά της αμερικανικής πολιτικής ελίτ. Επίσης θα αποσταθεροποιήσει πλήρως τη σημερινή ουκρανική ηγεσία, δημιουργώντας νέες συνθήκες αστάθειας. Η πρόσφατη επίσκεψη Μπάιντεν στο Κίεβο θα πρέπει να διαβαστεί και ως κίνηση πολιτικής στήριξης του Ζελένσκι μετά τις εσωτερικές εκκαθαρίσεις σε στρατό και κυβέρνηση και την καθυστέρηση στην αποστολή τανκς και αεροπλάνων από τους νατοϊκούς συμμάχους.

Το τέταρτο σενάριο είναι το πλέον εφιαλτικό. Η παροχή στρατιωτικού υλικού υψηλής τεχνολογίας, κυρίως αεροσκαφών και πυραύλων μεγαλύτερου βεληνεκούς, στην Ουκρανία θα ήταν δυνατόν να προκαλέσει τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων από πλευράς της Μόσχας, αν μάλιστα θεωρήσει ότι η ήττα είναι επί θύραις. Επίσης εφιαλτικές διαστάσεις έχει το σενάριο ανοικτής εμπλοκής κι άλλων χωρών στον πόλεμο, όπως μια στρατιωτική συμμαχία Ρωσίας και Κίνας, ή μια ανάμειξη νατοϊκών δυνάμεων, όπως η Πολωνία. Ευτυχώς η αμοιβαία βέβαιη καταστροφή (Mutual Assured Destruction MAD) που «εγγυώνται» τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα και οι χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές που διαθέτουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία, ελαχιστοποιούν την πιθανότητα αυτού του σεναρίου.

Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν μια ειρηνική διέξοδο από τον πόλεμο, που θα έλθει με έναν συμβιβασμό στη βάση τριών αρχών. Πρώτον, το απαραβίαστο των συνόρων της Ουκρανίας. Δεύτερον, την ύπαρξη ουσιαστικών θεσμικών και πολιτικών εγγυήσεων για τα δικαιώματα της ρωσικής εθνότητας στην Ανατολική Ουκρανία και, τρίτον, την ειρηνική συνεργασία όλων των κρατών της Ευρώπης, χωρίς νέα ψυχροπολεμικά τείχη.

 

Σωτήρης Ρούσσος Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet