Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Matteo Pucciarelli, «Guerra alla Guerra, Guida alle idée e alle pratiche del pacifismo italiano», Laterza, 2023.

Ο συγγραφέας, σε μια προσπάθεια να εξετάσει τι σημαίνει ειρηνισμός σήμερα, στο «Πόλεμος στον πόλεμο, οδηγός για τις ιδέες και τις πρακτικές του ιταλικού ειρηνισμού» εκκινεί από προηγούμενες συμπεριφορές και καταστάσεις, ανατρέχει στα παλαιότερα κινήματα και στη στάση τους απέναντι σε πολέμους, αναλύοντας τις αιτίες της ιδιαίτερα εχθρικής αντιμετώπισης των ειρηνιστών από τα ΜΜΕ στο θέμα του πολέμου στην Ουκρανία και της ιδιαίτερα σκληρής, συχνά «γηπεδικής», αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο στρατοπέδων.
(…) Λίγες ώρες πριν ξεκινήσει επίσημα η ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας, ένας συνάδελφος δημοσιογράφος με είχε ρωτήσει, σχεδόν σαν να με μάλωνε: γιατί οι ειρηνιστές βγαίνουν στον δρόμο μόνο όταν ο πόλεμος είναι αμερικάνικος και όχι όταν είναι ρώσικος ή κινέζικος; Υπονοούσε μια κακή συνείδηση, μια άθλια αντιμετώπιση του στιλ «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Ήταν μια γενική άποψη ή μιλούσε και για μένα; Μετά κατάλαβα. Ήταν το προανάκρουσμα της δημόσιας, φλογερής αντιπαράθεσης, ενισχυμένης από την αρένα των social network, που θα θερμαινόταν τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες.
Η Ιταλία δεν θα συμμετείχε άμεσα στον πόλεμο, αλλά θα περιοριζόταν στο να στείλει οπλισμό στον ουκρανικό στρατό, με τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους των μελών του Κοινοβουλίου. Όχι μόνο αυτό: η χώρα μας θα αύξαινε τις στρατιωτικές δαπάνες, φθάνοντας το 2028 στο 2% του ΑΕΠ, με προορισμό τις επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα, όπως είχε ζητήσει το ΝΑΤΟ. Πολιτικές επιλογές έναντι των οποίων το να πει κανείς ότι είναι αντίθετος ή έχει αμφιβολίες, για τους πιο διαφορετικούς λόγους, συμπεριλαμβανομένων των λόγων ηθικής φύσης, τον εξέθετε στην ατιμωτική κατηγορία να είναι με το μέρος του τυράννου Πούτιν και του ελευθεροκτόνου καθεστώτος του. Έμοιαζε με ένα ακατανόητο και παράλογο παιχνίδι, στο οποίο είμαστε όλοι συνηθισμένοι και το οποίο μας φυλάκισε όλους σε νοητικά κλουβιά, από τα οποία φαίνεται απίθανο να δραπετεύσουμε. Ένα παιχνίδι που επέβαλε να μην κάνουμε πολλές ερωτήσεις. Στον πόλεμο δεν είναι ποτέ σοφό να ζητάς λογοδοσία, χρειάζεται να βαδίζεις προς μία μόνο κατεύθυνση. Μέσα σε λίγες μέρες ο ειρηνισμός έγινε ένα σημάδι ατιμίας, όχι πια μια σκέψη που εκκινεί από αρχές και αξίες που παραμένουν κοινή κληρονομιά της χώρας και του Συντάγματός της. Ο ειρηνισμός έπρεπε αναγκαστικά να είναι ιδιοτελής, ψεύτικος, συμφεροντολόγος.
Οι ειρηνιστές, λοιπόν; Έλεγαν ότι δεν υπήρχαν, τώρα που ο πόλεμος δεν ήταν άμεσα αμερικανικός, ή, αντίθετα, αν ανακάλυπταν ότι υπήρχαν, γίνονταν επικίνδυνοι μετα-σοβιετικοί πράκτορες. Η δημόσια αρένα είχε μεταβληθεί στην κερκίδα των φανατικών οπαδών (curva) και όχι μόνο υπό μεταφορική έννοια: με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ένα σχόλιο στην πρώτη σελίδα της Stampa, με τον όχι τυχαίο τίτλο «Εδώ νότια κερκίδα»: «Με την ουκρανική αντεπίθεση και την ανακατάληψη των κατεχόμενων περιοχών από τον ρωσικό στρατό, ενθουσιάστηκα όπως και με ένα γκολ του Ταύρου (ΣτΜ της ομάδας του Τορίνο), ελπίζω να είμαστε πολλοί οι φανατικοί οπαδοί της Ουκρανίας. Εγώ για παράδειγμα είμαι μανιώδης οπαδός της», έγραφε ο αρθρογράφος. Μιλούσε για έναν πόλεμο, όπου βέβαια οι ευθύνες δεν είναι ίδιες, ούτε είναι δυνατό να έχει κανείς ίσες αποστάσεις. Όμως ένα ντέρμπι που κάποιος παρακολουθεί από μια κερκίδα, είναι άλλο πράγμα: εδώ οι στρατιώτες πέθαιναν, οι άμαχοι πέθαιναν, το αίμα και οι πληγές διαρκούν για γενιές. Πόσο υποτιμητικό είναι και χωρίς σεβασμό αυτό το λεξιλόγιο;
Ακόμη και η πάντοτε διαιρετική μνήμη της παρτιζάνικης εμπειρίας υποτάχθηκε στις ανάγκες της στιγμής και των φατριών, έγινε ξαφνικά ενδιαφέρον υλικό και ιστορία που έπρεπε να επανεκτιμηθεί από τους μανιώδεις υποστηρικτές, οι οποίοι δεν είχαν καμία αμφιβολία για τη στρατιωτική επέμβαση: εφόσον από το 1943 έως το 1945 απελευθερωθήκαμε από τον ναζι-φασισμό με τα όπλα, πώς ήταν δυνατό κάποιοι να μην υποστηρίζουν την ουκρανική πολεμική προσπάθεια, σήμερα;
Γενικά, η συζήτηση υποτάσσεται συχνά στα ενδεχόμενα της στιγμής, στις εκλογικές συμμαχίες που πρέπει να γίνουν ή να διαλυθούν, στην ύπαρξη ή όχι μιας συμπαγούς κυβέρνησης. Για πολλά κόμματα όλα αυτά συνεπάγονται στρεβλώσεις, αποσιωπήσεις και παρακάμψεις στο θέμα του πολέμου. (…) Κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τις εκλογές του 2022, η ειρήνη συζητήθηκε πολύ λίγο, ή καθόλου. Λες και ο πόλεμος, σήμερα, έχει ιδιωτικοποιηθεί και μετατραπεί σε μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά κυβερνητικούς ηγέτες, στρατηγούς και αξιωματικούς του στρατού, επιστρατευμένους και μισθοφόρους, διεθνείς αναλυτές και ειδήμονες γεωπολιτικής, με όλο τον υπόλοιπο κόσμο να παρακολουθεί και το πολύ-πολύ να ζητωκραυγάζει την ομάδα του.
(…) Όμως, αν είναι σωστό να αφηγούμαστε τους πολέμους, είναι εξίσου θεμελιώδες να μην ξεχνάμε τις μικρές και τις μεγάλες πράξεις και ιδέες που προσπαθούν να τους αποφύγουν, που σώζουν ζωές, που αντί να φυσάνε πάνω στη φωτιά του μίσους, προσπαθούν να κάνουν τον διάλογο να υπερισχύσει.
Απόδοση: Τόνια Τσίτσοβιτς