Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Συνέντευξη με τον Λεωνίδα Καρύγιαννη, διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου μικρομεσαίων συνεταιριστικών σουπερμάρκετ
Ξεκίνησαν οι αιτήσεις για την καταβολή του market pass. Έως την Τετάρτη, τα αιτήματα είχαν ξεπεράσει τα 500.000. Οι πρώτες πληρωμές αναμένεται να πραγματοποιηθούν στις 3 Μαρτίου. Το νέο pass θα επιδοτεί με 22 ευρώ ένα μονομελές νοικοκυριό και έως 52 ευρώ μια τετραμελή οικογένεια, ενώ αν τα χρήματα χορηγηθούν σε τραπεζικό λογαριασμό –και όχι σε ψηφιακή κάρτα αγορών– θα περικόπτεται το 20%.
Πώς αξιολογείτε το market pass ως μέτρο ενίσχυσης των νοικοκυριών; Ανακουφίζει ουσιαστικά τους καταναλωτές ή πρόκειται για «χαρτζιλίκι στους πολίτες», όπως αναφέρει η αντιπολίτευση;
Η απάντηση είναι απλή. Όταν μια τετραμελής οικογένεια θέλει τουλάχιστον 400-500 ευρώ για να αγοράσει τη μπακαλική της, τα 52 ευρώ που δίνονται μέσω του market pass είναι απλά ένα χαρτζιλίκι. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε δύο σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, ότι τον τελευταίο χρόνο έχουμε αυξήσεις στα βασικά ειδή διατροφής από 20 έως και 100%. Οι νέοι εταιρικοί τιμοκατάλογοι που ήρθαν, είχαν νέες αυξήσεις από Φεβρουάριο σε πολλά προϊόντα, από 3 έως και 25%. Δεύτερον, οι μισθοί μένουν στάσιμοι. Η κυβέρνηση, οπαδός της ελεύθερης αγοράς, στη μόνη αγορά που έχει κάνει παρέμβαση, είναι στην αγορά εργασίας. Πιστή στην εξυπηρέτηση των αφεντικών και ιδιαίτερα στους μεγαλοεπιχειρηματίες επέβαλε αυξήσεις στους μισθούς ύψους 2%, με έναν πληθωρισμό που τρέχει πάνω από 10%, και ιδιαίτερα στα βασικά καταναλωτικά αγαθά πάνω από 18%, κάνοντας ακόμα φτωχότερους τους εργαζόμενους και αδυνατίζοντας παραπέρα την καταναλωτική τους δυνατότητα.
Η κυβέρνηση θέτει κριτήρια ακίνητης περιουσίας για τους δικαιούχους του market pass. Πώς κρίνετε αυτόν τον παράγοντα; Σε περίπτωση που ο δικαιούχος επιλέξει την πίστωση του ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό –και όχι ψηφιακή κάρτα– το ποσό θα μειώνεται 20%. Δεν είναι άδικο αυτό και εις βάρος των πολιτών που δεν έχουν εξοικείωση με τα ψηφιακά μέσα;
Ασφαλώς και είναι άδικο. Οποιοσδήποτε περιορισμός και μείωση στα ήδη μικρά ποσά που δίνονται, ιδιαίτερα στα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας ή στις μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες που δεν είναι εξοικειωμένες με την ψηφιακή τεχνολογία, ασφαλώς και είναι απαράδεκτος.
Το υπουργείο Ανάπτυξης θεωρεί πως το «καλάθι του νοικοκυριού» κατάφερε να συγκρατήσει τις τιμές των τροφίμων. Οργανώσεις καταναλωτών καταγγέλλουν πως οι ανατιμήσεις σε πολλά βασικά προϊόντα συνεχίζονται. Τελικά, το «καλάθι» πέτυχε τον στόχο του;
Το «καλάθι του νοικοκυριού» είναι ένα επικοινωνιακό τρικ της κυβέρνησης. Κάθε μήνα όλα τα καταστήματα (μικρά η μεγάλα) έχουν μειώσεις τιμών (ειδικές ενέργειες, φυλλάδια με χαμηλότερες τιμές) σε εκατοντάδες και χιλιάδες προϊόντα. Οι «χαμηλές» τιμές που προβάλλει ο υπουργός σε πενήντα, εβδομήντα ή εκατό προϊόντα, είναι ένα μικρό τμήμα αυτών των μηνιαίων ειδικών προσφορών που ήδη πραγματοποιούν τα καταστήματα μας.
Παρά την ελαφριά μείωση του πληθωρισμού τον Ιανουάριο 2023, οι τιμές στα τρόφιμα παραμένουν υψηλές και δεν ακολουθούν αντίστοιχη πορεία αποκλιμάκωσης. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Η εξήγηση στις διαρκώς αυξανόμενες τιμές στα τρόφιμα είναι ότι αυτές οι αυξήσεις είναι κερδοσκοπικές. Η κυβέρνηση δεν κάνει κανέναν έλεγχο στην πηγή των αυξήσεων που είναι οι πολυεθνικές, η βιομηχανία, το χονδρεμπόριο και έχει επιτρέψει μια ασύδοτη κερδοσκοπία.
Το «καλάθι του νοικοκυριού» αφορά αλυσίδες με τζίρο άνω των 90 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, με αποτέλεσμα τα μικρά σουπερμάρκετ να μένουν εκτός. Έχει καταγραφεί μείωση τζίρου των μικρών αλυσίδων εξαιτίας αυτού; Με ποιο τρόπο μπορούν να στηριχθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
Η κυβέρνηση έχει αποκλείσει τα μικρά καταστήματα. Έχει επιβάλλει να συμμετέχουν μόνο αλυσίδες σουπερμάρκετ που έχουν τζίρο πάνω από 90 εκατομμύρια. Αυτόν τον τζίρο τον έχουν μόνο 10 αλυσίδες σε όλη την Ελλάδα. Ο υπουργός Ανάπτυξης έχει γίνει «ντίλερ» για αυτές τις αλυσίδες, γυρίζει κάθε ημέρα στα καταστήματα και κάνει δωρεάν επώνυμη διαφήμιση. Σπρώχνει με αυτόν τον τρόπο τους καταναλωτές σε αυτές τις δέκα μεγάλες αλυσίδες και κάνει τα μικρά καταστήματα να «μαραζώνουν». Τα μικρά σουπερμάρκετ, τα συνοικιακά μανάβικα και κρεοπωλεία, οι φούρνοι, σε συνδυασμό με το τεράστιο ενεργειακό κόστος, είναι κοντά στο λουκέτο, ρίχνοντας χιλιάδες μικροκαταστηματάρχες και δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στη φτώχεια και την ανεργία. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας είναι το ενεργειακό κόστος. Καταστήματα τα όποια στο παρελθόν πλήρωναν 2.000 μηνιαία για ρεύμα, έφτασαν να δίνουν από 5 με 10.000 ευρώ –χωρίς τη ρήτρα αναπροσαρμογής. Ταυτόχρονα, τα καταστήματά μας έχουν αποκλειστεί από οποιαδήποτε μορφή τραπεζικού δανεισμού και κυβερνητικής στήριξης. Σε περιόδους κρίσης υπάρχει συγκέντρωση κεφαλαίου σε όλο και λιγότερες επιχειρήσεις της αγοράς. Τη δεκαετία του ‘80 υπήρχαν πάνω από 30.000 μικρά και μεσαία καταστήματα στον χώρο τον τροφίμων, τώρα έχουν μείνει 8 με 10.000 (δεν υπάρχει ακριβής καταγραφή) και η κυβερνητική πολιτική οδηγεί στην παραπέρα βίαιη μείωση του αριθμού τους. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουν να υπάρχουν τα μικρά και τα μεσαία καταστήματα, είναι ο συνασπισμός μέσω συνεταιρισμών, δημιουργώντας ταυτόχρονα σύγχρονα αποθηκευτικά κέντρα (logistics) για να έχουν τη δυνατότητα μαζικών αγορών και γρήγορης διανομής, με ταυτόχρονο εκσυγχρονισμό και καλύτερης οργάνωσης των καταστημάτων τους. Ταυτόχρονα, πρέπει να απαιτήσουν αντίστοιχα χρηματοδοτικά προγράμματα για να τα υλοποιήσουν όλα αυτά.
Πριν λίγες ημέρες, το ΙΝΚΑ ανακοίνωσε μποϊκοτάζ μιας εβδομάδας στα γαλακτοκομικά προϊόντα, λόγω της ακρίβειας. Οι καταναλωτές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα; Συνεισφέρουν θεωρείτε αυτές οι ενέργειες στην πτώση των τιμών;
Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει ακόμα ανεπτυγμένη καταναλωτική συνείδηση, καθώς και οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης οι καταναλωτικές οργανώσεις έχουν κάνει τεραστία βήματα και μπορούν να επιβάλλουν πράγματα. Στη γειτονική μας Ιταλία η μεγαλύτερη αλυσίδα σουπερμάρκετ είναι η Coop Italia, που είναι ιδιοκτησία των καταναλωτικών συνεταιρισμών, με τζίρο 14 δισ. ευρώ και επίσης μεγάλη αλυσίδα είναι η Conad, που έχει ιδιοκτήτες τους συνεταιρισμούς των μικρών καταστηματαρχών με τζίρο 8 δισ. ευρώ. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει αναπτυχτεί ένα αντίστοιχο καταναλωτικό κίνημα. Στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες προσπάθειες οι οποίες κατέρρευσαν με διαχειριστικά προβλήματα. Αυτή τη στιγμή, το μόνο σοβαρό επιχειρηματικό εγχείρημα καταναλωτικού συνεταιρισμού, με τοπικό, όμως, και περιορισμένο χαρακτήρα, είναι το εγχείρημα της Βios coop στη Θεσσαλονίκη. Η ανακοίνωση του ΙΝΚΑ είχε ένα θετικό αντίκτυπο, με περιορισμένα δυστυχώς αποτελέσματα για τους λόγους που προανέφερα. Οι καταναλωτικές οργανώσεις είναι πολυδιασπασμένες, χωρίς ρίζες στην κοινωνία, με αποτέλεσμα να έχουν μικρή κινηματική επίδραση. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να φτιαχτούν κινήσεις καταναλωτών σε τοπικό επίπεδο και να οργανωθούν πανελλαδικά, για να μπορέσουν έτσι οι δράσεις και τα μποϊκοτάζ να έχουν αποτελεσματικότητα. Για να μειωθούν οι τιμές στο ράφι, πρέπει άμεσα να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση να μειώσει δραστικά τον ΦΠΑ στα ειδή πρώτης ανάγκης. Ακολουθώντας την Ισπανία, να βάλει μηδενικό ΦΠΑ σε όλα τα προϊόντα καθημερινής ανάγκης και στο 8-13% σε όλα τα υπόλοιπα. Να επιβληθούν έλεγχοι στην πηγή της κερδοσκοπίας, που είναι οι πολυεθνικές, οι χονδρεμπορικές εταιρείες, καθώς και η βιομηχανία. Να επιβληθεί στις πολυεθνικές (οι οποίες έχουν το 70% των προϊόντων που υπάρχουν στα ράφια των σουπερμάρκετ) να πουλάνε και στην Ελλάδα σε τιμές Ευρώπης. Σημειωτέον πως επειδή είναι ανεξέλεγκτες, πουλάνε από 20 έως και 100% ακριβότερα απ’ ό,τι πουλάνε στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Για να παραμείνουν προσιτά τα αγροτικά προϊόντα, χρειάζεται ενίσχυση των αγροτών και των κτηνοτρόφων με φτηνή ενέργεια, καύσιμα και πρώτες ύλες. Πρέπει να υπάρξει δραστική μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ και αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων 10%, για να αντέξουν οι μισθωτοί την ακρίβεια και για να ενισχυθεί η καταναλωτική τους δυνατότητα. Να συμπεριληφθούν τα ζητήματα της ακριβείας στις διεκδικήσεις των συνδικάτων. Τέλος, πρέπει όλοι να κατανοήσουμε (καταναλωτές, εργαζόμενοι, μικροί επιχειρηματίες συνδικάτα, κόμματα της Αριστεράς) ότι αν δεν συνασπιστούμε σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης και των μεγάλων επιχειρήσεων που κερδοσκοπούν εις βάρος μας, η κούρσα της ακρίβειας δεν πρόκειται να σταματήσει και θύματα θα είμαστε όλοι μας.