Τσέζαρε Παβέζε «Το φεγγάρι και οι φωτιές», μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021
«Πού γεννήθηκα δεν ξέρω· δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ούτε ένα σπίτι ούτε ένα κομμάτι γης ούτε οστά, για να μπορώ να πω: “Ορίστε, να τι ήμουν προτού γεννηθώ”». Αυτά αναφέρει στις πρώτες αράδες του μυθιστορήματος ο σαραντάχρονος αφηγητής δίνοντας το στίγμα όσων θα ακολουθήσουν. Έχει γυρίσει στον τόπο του από την Αμερική όπου δούλεψε αρκετά χρόνια («ο κόσμος εκείνος ήταν μπάσταρδος, όλοι τους») κι αναζητεί τα ίχνη της εφηβείας του, να επανασυνδεθεί με τα αλλοτινά κομμάτια του εαυτού του.
Ο τόπος του είναι η βόρεια Ιταλία, η κοιλάδα του Μπέλμπο, τα χωριά, οι λόφοι κι οι απόκρημνες πλαγιές, τα αμπέλια, οι φλαμουριές. Γνωρίζει ότι είναι ένας μπάσταρδος και ότι τον είχε υιοθετήσει μια πολύ φτωχική οικογένεια ίσα για να κοιμάται στον αχυρώνα και να τους βοηθάει στις δουλειές. Θα περάσει την εφηβεία του με απίστευτες στερήσεις. Όταν μάλιστα θα τον πάρουν υπηρέτη σε μια πιο εύπορη οικογένεια, εκεί θα αρχίσει να συνειδητοποιεί την τεράστια κοινωνική ανισότητα, όταν δεν θα έχει να φορέσει παρά μόνον τα χειμωνιάτικα τσόκαρα ή όταν θα αναγνωρίζει από τα χέρια την καταγωγή των άλλων. Θα τον αποκαλούν «Χέλι» γιατί είναι λεπτός και γιατί ταυτίζεται με τη συμπεριφορά του χελιού, ξεγλιστρώντας και επιβιώνοντας.
Η επιστροφή του αντί να γεφυρώνει τις όχθες του ποταμού, που άφησε πίσω του, τις βαθαίνει. «Ερχόμουν από πάρα πολύ μακριά. Δεν ανήκα πια σ’ εκείνο το σπίτι, δεν ήμουν πια όπως ο Τσίντο. Ο κόσμος με είχε αλλάξει». Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώριζε δεν υπάρχουν πια. Μεσολάβησε η γερμανική κατοχή, η αντίσταση, το κυνήγι των παρτιζάνων, το φευγιό στις πόλεις. Θα συναντήσει μόνον τον Νούτο, τον παιδικό του φίλο, που είναι μαραγκός και παίζει κλαρίνο στα τοπικά πανηγύρια. Ο σαραντάρης Νούτο, πρώην αντάρτης, με τη μαρξιστική αντίληψη, θα είναι ο συνομιλητής του και ένας πολύ σημαντικός χαρακτήρας της ιστορίας αυτής. Όσα σημαντικά μαθαίνει το Χέλι ξεστομίζονται από τον Νούτο, με αποκορύφωμα μια δραματική διήγηση που αφορά την Σάντα, τη ζωηρή κοπέλα των παιδικών τους χρόνων, που κατηγορήθηκε ως συνεργάτιδα των Γερμανών.
Οσμές γήινες και ανθρώπινες
Οι περιγραφές του τόπου και της φύσης ανάγονται σε εκείνες που άφησε το Χέλι πίσω του. Πολλά πράγματα δεν θα τα ξαναβρεί στη θέση τους. Όμως επανέρχονται οι οσμές, γήινες και ανθρώπινες, ευχάριστες και δυσάρεστες, διάχυτες στα αμπέλια, στα κτήματα, στις κάμαρες, στα πεζούλια. Δυσάρεστες όταν προέρχονται από θαμμένα πτώματα της κατοχής που ξαναβρίσκονται.
Ωστόσο δύο στοιχεία κυριαρχούν αλληγορικά και μοιραία: το φεγγάρι και οι φωτιές. Φωτιές που ευεργετούν τη γη αλλά και φωτιές εκδικητικές που καίνε σπίτια, αχυρώνες και ζωντανούς ανθρώπους. Όπου φωτιά αναγέννηση αλλά και στάχτες. Το φεγγάρι πάλι, η πανσέληνος, είναι σημάδια για το μπόλιασμα, για την κοπή των πεύκων, «έστηνα αυτί στο φεγγάρι», λέει το Χέλι.
Το ρήμα «θυμάμαι» επαναλαμβάνεται στην αφήγηση που γράφτηκε για να επαναπροσδιοριστεί το παρελθόν ενός ανθρώπου ο οποίος όμως δεν είναι παρά η σκιά εκείνου που έφυγε. Ο συνειρμικός λόγος διακόπτεται ξαφνικά, πασχίζει να ολοκληρωθεί και να προλάβει κάποια πράγματα πριν τα καταπιεί εντελώς η λησμονιά. Παρά τον λυρικό, συγκρατημένο, τόνο του κειμένου, είναι διάχυτη η μελαγχολία λες και προετοιμάζεται η δραματική έξοδος του αφηγητή αλλά του συγγραφέα του. Το Φεγγάρι και οι φωτιές γράφτηκε το φθινόπωρο του 1949, εκδόθηκε την άνοιξη του 1950, ενώ ο Παβέζε αυτοκτόνησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, έχοντας μόλις βραβευτεί με το μεγαλύτερο βραβείο της ιταλικής λογοτεχνίας, το Strega.
Ανάμεσα σε κλασικούς
Φεύγοντας τόσο νωρίς ο Παβέζε άφησε πίσω του μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και πολλές μεταφράσεις. Γεννήθηκε το 1908 στο Σάντο Στέφανο Μπέλμπο. Σπούδασε Κλασικές Φιλολογίες και πήρε πτυχίο με μια εργασία πάνω στον Ουόλτ Ουίτμαν. Του ανατέθηκαν πολλές μεταφράσεις (έφταναν τις δύο χιλιάδες σελίδες το χρόνο): του Χέρμαν Μέλβιλ (ο Moby-Dick παραμένει κορυφαία ιταλική μετάφραση), του Τζον Στάινμπεκ, του Γουίλιαμ Φόκνερ, του Ντάνιελ Ντεφόε, του Τζον Ντος- Πάσος, του Τσαρλς Ντίκενς. Στον εκδοτικό οίκο Einaudi διηύθυνε σειρές με ξένη λογοτεχνία και ιταλούς κλασικούς. Κάποιοι από τους συγγραφείς τον επηρέασαν στο ύφος του: ειδικά ο Στάινμπεκ με τον τραχύ ρεαλισμό και τις περιγραφές των εργατών και της σκληρής τους επιβίωσης. Και πώς να μην πάει ο νους μας στη νουβέλα του Φόκνερ «Ο αχυρώνας καίγεται», όταν ανάβουν φωτιές στους αχυρώνες του Παβέζε;
Οι επιρροές όμως δεν είναι καθόλου μιμητικές, περισσότερο στοχεύουν σε ένα απέριττο, νεορεαλιστικό «αγροτικό μυθιστόρημα» ταιριαστό με την ατμόσφαιρα της δικής του, μεταπολεμικής, εποχής μιας και «ο Φόκνερ αναγνωρίζεται από συγγραφείς που έρχονται από έντονα αγροτικές περιοχές, με αρχαϊκές πολιτισμικές δομές».[1] Το ανθρωπολογικό και εθνολογικό στοιχείο του μυθιστορήματος καταγράφει σε ένα άρθρο του ο Ίταλο Καλβίνο, συμπεριλαμβάνοντάς τον σε μια ανθολογία με τριάντα κλασικούς συγγραφείς.[2] Άλλωστε οι δυο τους ήταν φίλοι, απαραίτητοι ο ένας στον άλλον, και ο Καλβίνο παραδέχεται ότι χωρίς τον Παβέζε δεν θα ήταν αυτό που έγινε.
Ένας ήρωας, μοναχικός, απελπισμένος
Αντιφασίστας ο Παβέζε συνελήφθη το 1935, επειδή βρέθηκε στην κατοχή του μια επιστολή του Αλτιέρο Σπινέλι, που ήταν τότε πολιτικός κρατούμενος. Φυλακίστηκε και κατόπιν εξορίστηκε σε ένα χωριό της Νότιας Ιταλίας. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος και δούλεψε στην Unità. Το στοιχείο του εκτοπισμού τον επηρέασε και στο μυθιστόρημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα. Την αίσθηση της αποξένωσης και της εκτόπισης, την περιπλάνηση σε τοπία μιας αποκλεισμένης ύπαρξης, περιπλάνηση που θυμίζει τις ταινίες του Αντονιόνι ο οποίος το 1955 γύρισε τις Φίλες ταινία βασισμένη πάνω στο «Κοπέλες μόνες»[3] του συγγραφέα.
Ο Παβέζε, με το τελευταίο του μυθιστόρημα, αφήνει πίσω ένα ήρωα, μοναχικό, απελπισμένο, χωρίς ρίζες και ταυτότητα, ξένο μέσα στη χώρα του, προβλέποντας το επόμενο πεδίο μιας Ευρώπης και ενός κόσμου γεμάτου ανθρώπους ξένους προς τον εαυτό τους και τους άλλους και όπου, όπως το κατέγραψε ένα άλλος σπουδαίος ποιητής, «η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας/ αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι»[4].
Σημειώσεις
1. Pascale Casanova, «Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων», Πατάκης 2011.
2. «Ο Παβέζε και οι ανθρωποθυσίες» (Ίταλο Καλβίνο, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς)
3. «Κοπέλες μόνες», μετ. Στρατής Τσίρκας, Κέδρος 2021
4. Eugenio Montale, «Άλλοι Στίχοι» (1980, μετ. Ευαγγελία Πολύμου) www.Ποιείν.gr