Διαβάζοντας τα δυο επετειακά κείμενα των εκδόσεων Νήσος. Τη διάλεξη του Αντόρνο για τις «όψεις τις νέας ακροδεξιάς», σε μετάφραση Θ. Παρασκευόπουλου, και το κείμενο του Γ. Κουζέλη περί «δημοκρατικού και αντιδημοκρατικού λόγου».
Ξεκινώντας με τη διάλεξη του εβραίου μαρξιστή φιλοσόφου Τεοντόρ Αντόρνο, στις 6 Απρίλη του 1967, στο πανεπιστήμιο της Βιένης, έπειτα από πρόσκληση του Συνδέσμου Σοσιαλιστών Φοιτητών της Αυστρίας, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι γίνεται σε μια χρονική συγκυρία η οποία συμπίπτει με την άνοδο -δυο μόλις δεκαετίας από την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος- του νεοναζιστικού κόμματος NPD, με πολιτική παρουσία μάλιστα σε εφτά κοινοβούλια κρατιδίων της τότε Δυτικής Γερμανίας. Είναι λοιπόν προφανές ότι το αυστηρό - περιοριστικό νομικό πλαίσιο (αντιναζιστικοί νόμοι), δεν μπόρεσε εντέλει να εμποδίσει την ανασύνταξη των νεοναζί, όπως φάνηκε (και) στην περίπτωση του NPD.
Ο Αντόρνο, ως μαρξιστής της Κριτικής Θεωρίας, τοποθετεί εξαρχής το φαινόμενο του ναζισμού στο πεδίο των υλιστικών συσχετίσεων σημειώνοντας ότι «η άκρα δεξιά ή η δυναμική της άκρας δεξιάς εξηγείται από το γεγονός ότι οι κοινωνικές προϋποθέσεις του φασισμού συνεχίζουν να υπάρχουν […] παρά την κατάρρευση οι προϋποθέσεις των φασιστικών κινημάτων συνεχίζουν να υπάρχουν κοινωνικά αν και όχι άμεσα πολιτικά». Οι προϋποθέσεις αυτές, στη σκέψη του Αντόρνο, συγκεκριμενοποιούνται στην αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων και της ταξικής κινητικότητας (η συνεχής δυνατότητα ταξικού υποβιβασμού), καθώς και στους μετασχηματισμούς (συγκέντρωση του κεφαλαίου) που συντελούνται στη σφαίρα των οικονομικών διαδικασιών.
Τούτο σημαίνει ότι ο Αντόρνο δεν αναγνωρίζει στην αντοχή του ναζισμού «ζητήματα πειραγμένων μυαλών ή νοσταλγίας» από μια μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνική μερίδα. Δεν βλέπει την ακροδεξιά της περιόδου στο πλαίσιο της αναβίωσης των φαντασμάτων του 1933. Αντιθέτως, η (νέα) ακροδεξιά είναι παιδί (παράγωγο) της παρούσας στιγμής, του σύγχρονου καπιταλισμού. Εδώ χρειάζεται όμως μια εξήγηση. Η κίνηση αυτή του κεφαλαίου και η αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων, όπως εμφανίζονται κάθε φορά στον χωροχρόνο, δεν ορίζουν οπωσδήποτε την ακολουθία ενός φασιστικού (μονο)δρόμου. Όπως υποστηρίζει ο Αντόρνο, η κίνηση αυτή δεν είναι αυτόματη (προκαθορισμένη).
Θα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο στην κατανόηση των περιεχομένων της διάλεξης να ειπωθεί ότι η επιστημονική προσέγγιση του Αντόρνο σχετικά με το ζήτημα του φασισμού δεν γίνεται με όρους ιδεολογίας -τούτο βέβαια διόλου σημαίνει ότι ο Αντόρνο απορρίπτει τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του φασισμού- αλλά κυρίως αναλύεται στο πεδίο του κοινωνικοπολιτικών υλικοτήτων.
Προπαγανδιστικές πρακτικές
Το παραπάνω συμβαίνει ακόμη και όταν ο Αντόρνο εστιάζει στο ζήτημα των πρακτικών που αναζητά η άκρα δεξιά προκειμένου να επικοινωνήσει τις θέσεις της, δηλαδή στο πεδίο της προπαγάνδας. Η σημείωση ότι «η άκρα δεξιά δεν είναι ψυχολογικό και ιδεολογικό ζήτημα, αλλά ένα απολύτως πραγματικό (υλικό) ζήτημα. Όμως το αντικειμενικά ψευδές της ουσίας της την εξαναγκάζει να χρησιμοποιεί ιδεολογικά, που σημαίνει σ’ αυτή τη περίπτωση προπαγανδιστικά μέσα» είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική ως προς τον τρόπο κίνησης, εντός του επικοινωνιακού πεδίου, της άκρας δεξιάς. Η κίνηση αυτή γίνεται προφανώς με απώτερο σκοπό την προσαρμογή των φασιστικών κινημάτων στο νέο (αστικοδημοκρατικό) περιβάλλον.
Τούτο αν μοιάζει αντιφατικό, συνιστά από μέρους των (νέο)φασιστικών κινημάτων μια ιδιότυπη, αλλά και αναγκαία παράλληλα, πολιτική μεταμφίεση και ταυτόχρονα μια συνεχή κίνηση προς μια επίπλαστη, εντέλει, προσαρμογή στο αστικοδημοκρατικό καθεστώς. Η αντίφαση βέβαια αυτή δεν είναι ανεξήγητη. Όπως σημειώνεται στο επίμετρο της γερμανικής έκδοσης του κειμένου της διάλεξης, η βασική σκέψη της ομιλίας του Αντόρνο είναι μια παραλλαγή της ήδη από το 1959 διατυπωμένης και μέχρι σήμερα συχνά αναφερόμενης προειδοποίησης ότι «η επιβίωση του Εθνικοσοσιαλισμού στη Δημοκρατία» είναι «πιο απειλητική από την επιβίωση φασιστικών τάσεων εναντίον της δημοκρατίας».
Ο Αντόρνο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις προπαγανδιστικές πρακτικές (τεχνάσματα όπως τα αποκαλεί) αξιοποιώντας τις μελέτες του Ινστιτούτου στη Γερμανία και στις ΗΠΑ σχετικά με τον αυταρχισμό και την αυταρχική προσωπικότητα. Εντοπίζει στοιχεία που αναπαράγονται μαζικά και γίνονται κυρίαρχα στα νέα φασιστικά κινήματα. Παράλληλα αντιλαμβάνεται τη δυναμική της ακροδεξιάς προπαγάνδας -χωρίς αυτή να είναι ενιαία και να συντονίζεται υποχρεωτικά από ένα κέντρο στον καθημερινό λόγο. Και τούτο για τον Αντόρνο συνιστά μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση που μοιάζει με μια «γιγάντια ψυχολογική τέχνη αποβλάκωσης, μια γιγάντια ψυχολογική απάτη».
Η δημοκρατία ως χώρος αντίστασης
Είναι προφανές ότι η (νέα) ακροδεξιά ενσωματώνει στην προπαγάνδα της έναν ιδιότυπο αντιδημοκρατικό λόγο. Ο Αντόρνο δεν μιλά άμεσα γι’ αυτό, αλλά μοιάζει να το υπονοεί. Τούτο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και επαναφέρει στη συζήτηση το ζήτημα της σημασίας (όχι απαραίτητα εννοιολογικής) του ίδιου του δημοκρατικού λόγου και πολύ περισσότερο της ίδιας της δημοκρατίας ως πεδίο/χώρο αντίστασης.
Ο Γεράσιμος Κουζέλης στο κείμενο του «Δημοκρατικός και αντιδημοκρατικός λόγος», το οποίο μοιάζει να βρίσκεται σε μια ιδιότυπη επικοινωνία -παρά τα πενήντα και πλέον χρόνια που χωρίζουν τα δυο κείμενα- με τη διάλεξη του Αντόρνο, εντοπίζει το πρόβλημα της τυπικής (μη συγκεκριμενοποιημένης πραγματικά και ολωσδιόλου, όπως υπογράμμιζε ο Αντόρνο) δημοκρατίας στις αντιφάσεις των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων που διαρθρώνονται εντός του πεδίου της. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «επειδή ο ορισμός της είναι ιστορικός, η δημοκρατία είναι πάντα και όσα υλοποιούνται στο όνομά της, όλα όσα καθίστανται δυνατά υπό το καθεστώς κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που ορίζει».
Εντούτοις, η δημοκρατία ενέχει το στοιχείο της άρνησης, την άρνηση αναγωγής της στο εκάστοτε σημαινόμενο, υποστηρίζει ο Κουζέλης. Τούτη η παραδοχή θα μπορούσε να υποδηλώνει μια κίνηση συνεχούς μετασχηματισμού της έννοιας και του χώρου της δημοκρατίας, πέρα από οποιαδήποτε ιδεοτυπική κατασκευή ενός συγκεκριμένου πεδίου που θα αναπαράγονται οι δοσμένες σχέσεις κυριαρχίας. Ο Κουζέλης, επίσης ως μαρξιστής της Κριτικής Θεωρίας, μοιάζει να «αποτραβά» συνεχώς τη δημοκρατία και κατ’ επέκταση τον δημοκρατικό λόγο, έξω από το δοσμένο πλαίσιο των καθεστωτικών υλικών σχέσεων. Μια τέτοια συνθήκη βέβαια, θα μπορούσε να μορφοποιεί τη δημοκρατία κυρίως μέσα από το επαναστατικό στοιχείο της αντίστασης. Όπως υπογραμμίζει εξάλλου ο Κουζέλης, «η δημοκρατία είναι πρακτική, πρακτική αντίστασης». Η δυναμική εξάλλου της δημοκρατίας έξω από την αστική συνθήκη των κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, αμφισβητεί επί της ουσίας τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Με τη διαπεραστική δύναμη του ορθού λόγου
Τούτο με τη σειρά του, μοιάζει να μορφοποιεί πρακτικές και αντιστάσεις απέναντι στο σύνολο των ακροδεξιών, και αντιδημοκρατικών κατ’ επέκταση, κινημάτων. Η υπόθεση της σύγκρουσης εξάλλου, δείχνει να διεξάγεται σε κάθε πεδίο του κοινωνικού σχηματισμού και μάλιστα με ποικίλους τρόπους. Ο Κουζέλης σε αυτή τη σύγκρουση διακρίνει δομικά στοιχεία του αντιδημοκρατικού λόγου τα οποία δρουν κυρίως μέσω της αντιστροφής της πραγματικότητας. Όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει: «κεντρικός άξονας αυτής της ρητορικής αποτελεί η αναγόρευση της δημοκρατίας σε ιδεολογία, σε πλάνη και κατ’ επέκταση σε εξαπάτηση. Η δημοκρατία παρουσιάζεται σαν μια μορφή κρατικής οργάνωσης που αποσκοπεί στην απόκρυψη των πραγματικών πολιτικών συνθηκών και στη νομιμοποίησή τους, εμφανίζοντάς τις ως το ακριβώς αντίθετο: την ανελευθερία ως ελευθερία, τον αποκλεισμό ως συμμετοχή, το μερικό ως καθολικό».
Εν κατακλείδι, η αντιστροφή της πραγματικότητας από τον αντιδημοκρατικό λόγο, γίνεται προφανώς στο πεδίο της προπαγάνδας. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αποκόβονται τα υλικά κίνητρα αυτών των προπαγανδιστικών πρακτικών. Το αντίθετο μάλιστα. Γι’ αυτό και η απάντηση, ο καθορισμός του συγκρουσιακού πεδίου δηλαδή, σε αυτές τις πρακτικές δεν μπορεί να οριοθετείται στο πλαίσιο του ψεύδους και της πονηριάς αλλά στο πεδίο του πραγματικού. Όπως σημειώνει ο Αντόρνο στο κλείσιμο της διάλεξης του: «να την αντιμετωπίσουμε (την ακροδεξιά) στο πιο δικό της πεδίο. Όχι όμως να αντιτάξουμε ψέμα στο ψέμα, να μην προσπαθήσουμε να είμαστε εξίσου πονηροί, αλλά να την πολεμήσουμε με τη διαπεραστική δύναμη του ορθού λόγου, με την αληθινά μη ιδεολογική αλήθεια».