Γκυστάβ Φλωμπέρ «Τρεις ιστορίες», μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδόσεις Αντίποδες, 2022
Οι Τρεις ιστορίες, ένα από τα πιο ιδιαίτερα και συζητημένα από την κριτική βιβλία, του Φλωμπέρ, κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ολοκληρωμένη μορφή και σε νέα μετάφραση. Ένα βιβλίο που περιέχει τρεις πολύ ιδιαίτερες ιστορίες, που διαδραματίζονται σε τρία εντελώς διαφορετικά γεωγραφικά και ιστορικά πλαίσια.
Στην πρώτη ιστορία, το «Μια απλή καρδιά», παρακολουθούμε τη ζωή της Φελισιτέ, της φτωχής υπηρέτριας που η καλοσύνη της την οδηγεί διαρκώς σε μάταιες αγάπες, στη γαλλική επαρχία του 19ου αιώνα. Το επόμενο διήγημα, με τίτλο «Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου», αφηγείται την πορεία ενός μεσαιωνικού αγίου από το πάθος του αίματος και του σκοτωμού στην τραγωδία και από εκεί στη μετάνοια και την αγιότητα. Η τρίτη ιστορία, η «Ηρωδιάδα», μας μεταφέρει στο παλάτι του Ηρώδη, στον χορό της Σαλώμης, στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη, με φόντο όλες τις κοινωνικοπολιτικές, θρησκευτικές αλλά και προσωπικές διαμάχες της εποχής στην Ιουδαία.
Οι Τρεις ιστορίες εκδόθηκαν το 1877, τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Φλωμπέρ, ο οποίος ξεκίνησε να τις γράφει (με πρώτη τον Άγιο Ιουλιανό) το καλοκαίρι του 1875, σε μια δύσκολη γι’ αυτόν περίοδο και ενώ γράφει και το Μπουβάρ και Πεκισέ. «Οι Τρεις ιστορίες είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο που δημοσίευσε ο Φλωμπέρ», μάς θυμίζει η μεταφράστριά του, η οποία, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείωμά της, ξεκλειδώνει πολλές πλευρές αυτού του τόσο ιδιαίτερου τρίπτυχου, ενώ κάνει και μια πλήρη αναδρομή στην εκδοτική ιστορία του βιβλίου και στις προηγούμενες μεταφράσεις του στα ελληνικά (ολόκληρου ή κάποιων ιστοριών του μεμονωμένα). Επιπλέον συζητά και μια σειρά από κρίσιμα θέματα σχετικά με τη μετάφραση (όπως π.χ. η σχέση της με τον χρόνο), αναδεικνύοντας έτσι και ζητήματα σχετικά με τη γραφή του Φλωμπέρ, το ύφος του και τον τρόπο που σχεδίαζε τα κείμενά του, την περίφημη «φλωμπερική ειρωνεία», τη σχέση του συγγραφέα με τη διαδικασία τεκμηρίωσης και το υλικό του.
Το σημείωμα αυτό συμπληρώνει το πολύ κατατοπιστικό επίμετρο του Σωτήρη Παρασχά, που διαβάζει τις Τρεις ιστορίες στο πλαίσιο του συνόλου του έργου του Φλωμπέρ, πραγματεύεται πολλά σημεία του φλωμπερικού έργου και παρουσιάζει ένα πανόραμα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων στο συγκεκριμένο βιβλίο, «το μόνο έργο του Φλωμπέρ, μετά την Κυρία Μποβαρύ, που επαινούν σχεδόν ομόφωνα οι κριτικοί της εποχής».
Μπερναρντίν Εβαρίστο «Ξανθές ρίζες», μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Gutenberg, 2023
Το νέο βιβλίο της Μπερναρντίν Εβαρίστο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, οι Ξανθές ρίζες, γράφτηκε το 2008: περίπου δέκα χρόνια πριν από το εξαιρετικό, βραβευμένο με Booker, «Κορίτσι, γυναίκα, άλλο», αλλά και από το μεταγενέστερο «Μανιφέστο».
Οι Ξανθές ρίζες μπορούν να ενταχθούν σε αυτό που συνήθως αποκαλείται λογοτεχνία εναλλακτικής ιστορίας, ένα ρεύμα που έχει γνωρίσει κατά καιρούς σημαντική άνθηση και έχει προσφέρει και κάποια σπουδαία βιβλία. Η Εβαρίστο γράφει μια ανεστραμμένη ιστορία της δουλείας: οι σκλάβοι είναι οι λευκοί Ευρωπαίοι, δουλέμποροι είναι οι μαύροι Αφρικανοί, οι οποίοι κάνουν επιδρομές στις ευρωπαϊκές χώρες και μεταφέρουν στις φυτείες όσους και όσες καταφέρνουν να απαγάγουν. Μεταξύ αυτών, η εντεκάχρονη Ντόρις, η βασική πρωταγωνίστρια του βιβλίου (που πλέον της έχουν δώσει το όνομα Ομορενομουάρα), η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της οποίας αποτελεί έναν από τους βασικούς κορμούς του βιβλίου. Ο άλλος είναι «Η Φλόγα», «Στοχασμοί, σκέψεις, εμπειρίες και συναισθήματα ειλικρινή και ελεύθερα γύρω από την αληθινή φύση του δουλεμπορίου & Παρατηρήσεις σχετικές με τον χαρακτήρα και τα έθιμα των Ευρωπαίων», που έχει γράψει ο Αρχηγός Κάγκα Κονάτα Κατάμπα ο Πρώτος, ο Μπουάνα, ο αφέντης της Ντόρις και μεγάλος δουλέμπορος, όπου μάλιστα παρουσιάζεται όλο το ψευδοεπιστημονικό πλαίσιο που αποδεικνύει την κατωτερότητα της μιας φυλής σε σχέση με την άλλη (την κατωτερότητα των λευκών, εν προκειμένω).
Στο βιβλίο της Εβαρίστο γίνεται μια πλήρης αντιστροφή των πάντων: όλα, από τη βία και τα βασανιστήρια στους σκλάβους μέχρι τα ρατσιστικά στερεότυπα και την «επιστημονικοποίησή» τους, την επιστημονικοφανή τεκμηρίωσή τους, είναι πάντα τα ίδια, τα γνωστά, μόνο που τα βλέπουμε γυρισμένα ανάποδα, με θύτες τους μαύρους Αφρικανούς και θύματα τους λευκούς ευρωπαίους σκλάβους.
Βέβαια, ένα τέτοιο βιβλίο, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με τα μυθιστορήματα της εναλλακτικής ιστορίας, ανοίγει ζητήματα για συζήτηση, θέτει έστω και υπόρρητα ιδεολογικά και πολιτικά ερωτήματα σχετικά με τις ιστορικές και άλλες συνθήκες που δημιούργησαν τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, σχετικά με την εξουσία, την κυριαρχία, την «υπεροχή», καθώς διαβάζοντας αυτό το βιβλίο τίθενται εκ των πραγμάτων ερωτήματα σχετικά με την ιστορική κυριαρχία των λευκών, την αποικιοκρατία, τη δουλεία και άλλα, που καμιά φορά αναγκάζονται να περνούν μέσα από το ναρκοπέδιο της σχετικοποίησης. Μια συζήτηση που βεβαίως υπερβαίνει τον καθρέφτη μιας σκληρής πραγματικότητας που βάζει το βιβλίο μπροστά σε κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια.
Λερντ Χαντ «Ο νυχτερινός δρόμος», μετάφραση: Χρήστος Οικονόμου, εκδόσεις Πόλις, 2022
Μάρβελ, Πολιτεία της Ιντιάνα, καλοκαίρι 1930: λίγο μετά το μεγάλο κραχ και συνάμα η εποχή του Jim Crow και του ανοιχτού, θεσμικού ρατσισμού. Εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ, επίκειται το μεγάλο γεγονός: το προγραμματισμένο λιντσάρισμα («το πάρτι με τα σκοινιά»…) που οργανώνεται εις βάρος μιας ομάδας Αφροαμερικανών που έχουν φορτωθεί με κάποιες ασαφείς κατηγορίες, οι οποίες μάλιστα διαθλώνται διαρκώς μέσα από φήμες και κουτσομπολιά. Ένα λιντσάρισμα που αναμένεται, οργανώνεται, βιώνεται και παρακολουθείται σαν μεγάλο κοινωνικό γεγονός και λαϊκό θέαμα («έπρεπε να βιαστούμε αν θέλαμε να βρούμε θέση»). Η ίδια η πράξη δε του λιντσαρίσματος φθάνει σ’ εμάς ως απόηχος ή εικασία, από περιγραφές και σχόλια και υποθέσεις και διηγήσεις άλλων περιστατικών. Κυρίως όμως –γιατί αυτό ενδιαφέρει πρωτίστως τον συγγραφέα– μέσα από τον αντίκτυπο που έχει στην ψυχολογία όσων ζουν αυτή την ιστορία.
Στον Νυχτερινό δρόμο, ο Λερντ Χαντ, ο συγγραφέας του εξαιρετικού Neverhome, ξανακοιτάζει άλλη μια φορά το παρελθόν και επιστρέφει στις σκοτεινές στιγμές της ιστορίας των ΗΠΑ. Το βιβλίο επικεντρώνεται σε δύο, ή τρεις, γυναίκες, στις ψυχολογικές διαδρομές τους, στις σκέψεις τους, στα σημάδια από τα μυστικά, τους φόβους, τις αγωνίες που κουβαλάνε και που έρχονται σιγά σιγά στην επιφάνεια. Για τη λευκή Ότι Λι, η διαδρομή προς το Μάρβελ μετατρέπεται σε μια περιπέτεια που δεν μένει μόνο στην επιφάνεια και στα γεγονότα. Η δεκαεξάχρονη μαύρη Κάλα κυνηγάει μια υπόσχεση, την υλοποίηση της οποίας όμως δεν μπορεί να την εξασφαλίσει ούτε το πιστόλι που κουβαλάει στην τσάντα της. Και τέλος η Σάλι Γκάνερ, η Κυρά των αγγέλων, που μετά από ένα ατύχημα βλέπει και συνομιλεί με αγγέλους, τους «αγγέλους της», και η οποία έρχεται να κλείσει την ιστορία μέσα από τις λίγες σελίδες που της αντιστοιχούν. Την κλείνει όμως;
Το βιβλίο εκκινεί από πραγματικά γεγονότα και οικοδομείται γύρω από τις τρεις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, αποτυπώνοντας τον ανατριχιαστικά ψυχρό και «κανονικό» τρόπο με τον οποίο συζητιούνται ο ρατσισμός του νόμου και της κοινωνίας, το πανηγύρι του λιντσαρίσματος, η ρατσιστική συμπεριφορά στην πράξη. Οι καλοί και πιστοί χριστιανοί σπεύδουν στο λιντσάρισμα, διατυπώνουν βαρύγδουπες απόψεις («είναι πατριωτική πράξη αυτό που κάνετε, κυρία μου […] που πηγαίνετε στο λιντσάρισμα»), ενώ σε εκείνον τον νυχτερινό δρόμο όπου διασταυρώνονται διαφορετικοί κόσμοι υπάρχουν και συναπαντήματα (ένας «μυτερός σωρός από άσπρα σεντόνια που περπατούσε») που βγάζουν στην επιφάνεια τα σκοτάδια που γέμιζαν τα δέντρα του αμερικάνικου νότου με «παράξενους καρπούς»: «όλοι εδώ πάνω πιστεύουμε στο μεγάλο έθνος της Κλαν» ή «ήταν καλό πράγμα η Κλαν, γνήσιο κομμάτι της Αμερικής, όπως η φρέσκια ροδακινόπιτα».