Κάρμεν Μαρία Ματσάδο «Στο σπίτι των ονείρων», μετάφραση: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες, 2022
H αναγνώστρια εισάγεται Στο σπίτι των ονείρων της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο μέσω μιας αφιέρωσης, τριών προμετωπίδων (motti), ενός προοιμίου κι ενός προλόγου. Κι αν στο προοίμιο, η συγγραφέας δηλώνει ότι ποτέ δεν διαβάζει προλόγους, γιατί τους βρίσκει βαρετούς, στον ίδιο τον πρόλογο (ή μάλλον στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Το σπίτι των ονείρων ως πρόλογος»), προσφέρει στον αναγνώστη το θεωρητικό και προγραμματικό πλαίσιο του βιβλίου το οποίο κρατά ανά χείρας. Στην πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να μας ξεγελά η αναφορά σε προοίμιο και πρόλογο, το μυθιστόρημα έχει ήδη ξεκινήσει από την πρώτη λέξη, από την αφιέρωση του μυθιστορήματος (memoir, δηλαδή απομνημονεύματα, το αποκαλεί η Ματσάδο) στον αναγνώστη (ή μήπως στην αναγνώστρια;) που τυχόν το χρειάζεται.
Για την Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, αμερικανίδα συγγραφέα κουβανικής καταγωγής, το Σπίτι των ονείρων (2019) είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και το δεύτερο βιβλίο της μετά τη συλλογή διηγημάτων «Her body and other parties» (2017), που της χάρισε σημαντικά βραβεία και χαρακτηρίστηκε από τους New York Times «ως ένα από τα 15 αξιοσημείωτα βιβλία γυναικών που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε τη λογοτεχνία του 21ου αιώνα».
Η κουίρ λογοτεχνία της Ματσάδο προκαλεί πράγματι την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά σε μια εντελώς καινούργια γραφή, και στο εν λόγω μυθιστόρημα αποκτά και μια προγραμματική, θα λέγαμε, διάσταση, αφού στα «απομνημονεύματά» της αυτά η 36χρονη συγγραφέας επιλέγει να προσεγγίσει ένα θέμα, που, όπως γράφει στον πρόλογό της, καλύπτεται από «αρχειακή σιωπή», ένα θέμα που δεν διασώζεται, δεν καταγράφεται στα αρχεία, «παραμένει οριστικά και αμετάκλητα απόν από τις συλλογικές μας ιστορίες».
Αποφασίζοντας να γράψει για ένα τέτοιο απόν και αποσιωπημένο θέμα, δηλαδή για την κακοποίηση και τη βία σε μια σχέση μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, πιο συγκεκριμένα μεταξύ δύο λεσβιών, η Ματσάδο έρχεται αντιμέτωπη με μια μείζονα δυσκολία: δεν υπάρχει γλώσσα για να το πει αυτό, της λείπουν αφηγηματικά μοτίβα, τρόποι και φόρμες, και καλείται ή να τα επινοήσει μόνη της, ή, αν δεν τα επινοήσει και τα δανειστεί από ήδη υπάρχουσες πηγές (και πράγματι αυτό κάνει), να βρει τον τρόπο να τα κάνει να χωρέσουν τη δική της εμπειρία, τη δική της αφήγηση.
Η βία που μπορεί να υπάρχει μεταξύ ενός ζευγαριού γυναικών περνά απαρατήρητη, λέει η συγγραφέας, γιατί βιαζόμαστε να θεωρήσουμε ότι αυτές οι σχέσεις βασίζονται στην ισότητα και την αμοιβαιότητα, γιατί οι γυναίκες δεν καταλαμβάνουν στο συλλογικό μας φαντασιακό τη θέση του θύτη αλλά του θύματος, ακόμη περισσότερο όταν σωματοτυπικά ή άλλα εξωτερικά χαρακτηριστικά δημιουργούν σύγχυση στις προκατασκευασμένες ιδέες μας για αυτούς τους ρόλους, ακόμη περισσότερο όταν η βία δεν είναι κυρίως σωματική, αλλά ψυχολογική. Η βία μεταξύ ενός ζευγαριού γυναικών περνά απαρατήρητη και δεν καταγράφεται, ακριβώς όπως για αιώνες περνούσαν απαρατήρητες οι ίδιες οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ γυναικών, θα μας θυμίσει σε μια αποστροφή του μυθιστορήματος η ίδια η Ματσάδο.
Οι δυο τόποι
Ο αφηγηματικός πυρήνας του βιβλίου είναι η κακοποιητική σχέση της συγγραφέα, με μια άλλη γυναίκα, επίσης συγγραφέα ‒ και οι δύο φοιτούν σε πανεπιστημιακά τμήματα δημιουργικής γραφής. Η σχέση τους γίνεται όλο και πιο κακοποιητική, όλο και πιο απειλητική για την Ματσάδο-αφηγήτρια, που απομονώνεται από τους φίλους της, διαλύεται και παραλύει από τον φόβο και τη βία, ψυχολογική κυρίως αλλά ενίοτε και σωματική, φτάνει στα όρια της τρέλας.
Το σπίτι και το αρχείο, το «σπίτι του άρχοντα» (η Ματσάδο εδώ επικαλείται τον Ντεριντά και την ελληνική ετυμολογία της λέξης), είναι οι δύο τόποι του μυθιστορήματος. Το πρώτο φανερά, παρόν σε κάθε τίτλο των σύντομων κεφαλαίων του βιβλίου, υπόκειται σε μια ιλιγγιώδη διαδοχή μεταμορφώσεων, προκειμένου να ειπωθεί η ανείπωτη ιστορία. Το δεύτερο εμφανίζεται ως υπάρχον, ένα ισχνό δικαστικό αρχείο με τις λιγοστές καταγεγραμμένες υποθέσεις βίας μεταξύ γυναικών ερωμένων, όταν αυτές έχουν φτάσει πλέον στο ακραίο όριο, τον φόνο, και κάποιες αναφορές από την κουίρ θεωρία, αλλά κυρίως ως δυναμικό, ως ο τόπος τον οποίο ερευνά αλλά και τον οποίο εμπλουτίζει γράφοντας η Ματσάδο.
Το μικρό πράσινο σπίτι που στην αρχή μοιάζει ο ιδεώδης τόπος που θα στεγάσει τον έρωτα των δύο γυναικών, φαντασιακή προβολή κάθε ερωτικής ιστορίας, μετατρέπεται σε τόπο που κατακλύζεται από τον φόβο και τον τρόμο, που μέσα του φωλιάζει η βία και η ψυχική παράλυση. Όμως κυρίως μετατρέπεται σε τόπο της λογοτεχνίας, γίνεται ο πυρήνας αυτής της πολυπρισματικής αφήγησης καθώς μεταμορφώνεται ασταμάτητα, από μυθιστόρημα μαθητείας σε θρίλερ, κι από ουτοπία σε «πυροβολισμό με το όπλο του Τσέχοφ», σε σαπουνόπερα ή σε Σόδομα, αντλώντας όχι μόνο από τη λογοτεχνία, αλλά και από τον κινηματογράφο, τη μουσική και την ποπ κουλτούρα, και όχι μόνο είδη, αλλά και χαρακτήρες και μικρά αφηγηματικά στοιχεία, μέχρι να γίνει gamebook, ένα παιχνίδι στο οποίο η αναγνώστρια μπορεί να αποφασίσει η ίδια για την εξέλιξη της ιστορίας παίρνοντας τη θέση της αφηγήτριας.
Πώς κατασκευάζεται μια ιστορία ως λογοτεχνία
Στο σπίτι των ονείρων, περισσότερο από το να μας αφηγηθεί την ιστορία μιας κακοποιητικής λεσβιακής σχέσης, η Ματσάδο καταφέρνει να μας δείξει την κατασκευή της ιστορίας της ως λογοτεχνίας, να μας αφηγηθεί το πώς γράφεται το Σπίτι των ονείρων, κεφάλαιο το κεφάλαιο, με μόχθο και βαθιά οδύνη. Στην κατασκευή αυτή χρησιμοποιεί δύο ειδών οδόσημα, ένα πολύ εμφανές, τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου, όπου κάθε φορά ανακοινώνει τη μεταμόρφωση στην οποία θα υποβάλει το σπίτι και την αφήγησή της, κι ένα λιγότερο εμφανές, στις υποσημειώσεις του βιβλίου, τις παραπομπές στο Motif-Index of Folk-Literature του Στιθ Τόμπσον, έναν από τους σημαντικότερους καταλόγους των μοτίβων της λαϊκής λογοτεχνίας, αφηγηματικών μοτίβων προαιώνιων, οικουμενικών, προϊόντων αυτού του συλλογικού αποθέματος ιστοριών στο οποίο θέλει να ενσωματώσει και τη δική της απούσα ιστορία.
Έτσι, αντλώντας από κάθε είδους πηγή, λόγια, ποπ ή φολκλόρ, από το υψηλό και το χαμηλό της κοινής και καταγεγραμμένης κουλτούρας, η συγγραφέας υποτάσσει τα υλικά της στην αφήγηση της δικής της εμπειρίας, έτσι ώστε τελικά να την χωρέσουν και να την κάνουν κομμάτι του οικουμενικού αρχείου τους.
Δεν είναι τυχαίο, ούτε για την ίδια την αφήγηση, αλλά ούτε και για τη θεώρηση του μυθιστορήματος, το γεγονός ότι η Ματσάδο βγαίνει από τα σεμινάρια και τις σπουδές δημιουργικής γραφής. Γιατί δεν είναι μόνο το ίδιο το μυθιστόρημα που θα μπορούσε να αποτελεί και τις τακτικές εργασίες μιας φοιτήτριας ενός τέτοιου εργαστηρίου, είναι και ο τρόπος με τον οποίο αυτή η σπουδή θεματοποιείται λογοτεχνικά, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται, ανατρέποντας ίσως τις κατεστημένες ακόμη απόψεις ότι η λογοτεχνία δεν διδάσκεται.