«Το 1517, ο πατήρ Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας λυπήθηκε πολύ τους ινδιάνους που αφανίζονταν στην πολυδαίδαλη κόλαση των χρυσωρυχείων των Αντιλλών, και πρότεινε στον αυτοκράτορα Κάρολο Κουίντο την εισαγωγή νέγρων, ώστε ν’ αφανιστούν αυτοί στην πολυδαίδαλη κόλαση των χρυσωρυχείων των Αντιλλών».
Σ’ αυτή την περίεργη φιλάνθρωπη αναπλήρωση οφείλουμε άπειρα γεγονότα…»[1]
Η καταπληκτική «Παγκόσμια Ιστορίας της Ατιμίας» ξεκινάει με την ιστορία του «Στυγερού Λυτρωτή Λάζαρους Μορέλ». Και η ιστορία του ελεεινού Μορέλ που βοηθούσε τους μαύρους σκλάβους του Μισισιπή να αποδράσουν, μόνο και μόνο για να τους πουλήσει σε άλλον γαιοκτήμονα, ξεκινάει με την «περίεργη φιλάνθρωπη αναπλήρωση» που είχε προτείνει κάποτε ο Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας. Δεν είμαι σίγουρος αν ο Μπόρχες αποδίδει εμμέσως στον ντε λας Κάσας αυτό το «στυγερός λυτρωτής» που γράφει για τον Μορέλ. Το σίγουρο είναι ότι ειρωνεύεται μια κατά τα φαινόμενα επιλεκτική ανθρωπιστική ευαισθησία. Γενικά ο Μπόρχες δεν ενθουσιαζόταν με τους διαμαρτυρόμενους για την αδικία του κόσμου.
Ο πιο αγαπητός και ο πιο μισητός άνθρωπος
Από την άλλη, ο Εντουάρντο Γκαλεάνο δεν ενθουσιαζόταν με τη στάση του Μπόρχες: Στον Αιώνα του Ανέμου γράφει: «Με μεγάλη δεξιοτεχνία και διορατικό πνεύμα, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες αφηγείται την Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας. Για την εθνική ατιμία, εκείνη γύρω του, αδιαφορεί.»[2]
Ο Γκαλεάνο είχε άλλη γνώμη και για τον Βαρθολομαίο[3] ντε Λας Κάσας. Στον πρώτο τόμο της Μνήμης της Φωτιάς[4], αυτής της ποιητικής ιστορίας της Λατινικής Αμερικής, ο ντε Λας Κάσας είναι ένα από τα λίγα πρόσωπα που εμφανίζονται ξανά και ξανά, ακολουθώντας τα πρώτα βήματα αυτού του Νέου Κόσμου «που γεννήθηκε από ένα βιασμό».
Το 1511 τον βλέπουμε να παρακολουθεί το κήρυγμα του δομηνικανού μοναχού Αντόνιο ντε Μοντεσίνος: «Με ποιο δικαίωμα και στο όνομα ποιας δικαιοσύνης έχετε τους Ινδιάνους σε τέτοια φριχτή και απάνθρωπη σκλαβιά;»
Το 1531 διαμαρτύρεται στο Συμβούλιο των Ινδιών για την μεταχείριση των ιθαγενών από τους αποίκους, γράφοντας ότι «οι κραυγές τόσο χυμένου αίματος φτάνουν μέχρι τον ουρανό: είναι αυτών που κάηκαν ζωντανοί, που ψήθηκαν στη φωτιά, που ρίχτηκαν στα σκυλιά…». Στην ίδια επιστολή επαναλαμβάνει την πρόταση για αντικατάσταση των Ινδιάνων σκλάβων από μαύρους σκλάβους.
Το 1544, επίσκοπος της Τσιάπας πια, είναι ο πιο μισητός άνθρωπος στην Αμερική γιατί έχει συμβάλει στο να περάσει ευνοϊκή νομοθεσία για τους ιθαγενείς και δεν δίνει άφεση αμαρτιών σε όποιον κατέχει σκλάβους. Για τους ίδιους λόγους είναι και ο πιο αγαπητός άνθρωπος στην Αμερική.
Το 1545, όταν ακυρώνονται οι νόμοι που έδιναν στους Ινδιάνους την ελευθερία τους (έτσι κι αλλιώς δεν είχαν εφαρμοστεί ποτέ), αποφασίζει να ταξιδέψει στο Βαλιαδολίδ για να υπερασπιστεί ενώπιον του πρίγκιπα Φιλίππου εκείνους που δεν έχουν φωνή, εκείνους που δεν λογίζονται για άνθρωποι.
Το 1554, στην πόλη του Μεξικού αντικρούει τα επιχειρήματα του Χουάν Χινές ντε Σεπούλβεδα, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι Ινδιάνοι είναι δούλοι από τη φύση τους.
To 1566, στα ενενήντα δύο του, ζητάει από τον Πάπα να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και οι λεηλασίες σε βάρος των Ινδιάνων. Λίγο πριν σβήσουν οριστικά τα φώτα, «ο αδερφός Βαρθολομαίος ζητά επιείκεια όταν θα έρθει η Ημέρα της Κρίσεως, γιατί νόμισε πως οι μαύροι σκλάβοι και οι Αφρικανοί θα αλάφραιναν τα βάρη των Ινδιάνων».
Το 1571, ο Φίλιππος Β ζητάει να κατασχεθούν όλα τα χειρόγραφα του ντε λας Κάσας για μην προκληθεί ζημιά στα ισπανικά συμφέροντα.
Η μαρτυρία
Ο βασιλιάς δεν είχε άδικο. Τα γραπτά του ντε λας Κάσας έπρεπε να κατασχεθούν γιατί αποτελούν μια συνταρακτική μαρτυρία της φρίκης. Της φρίκης που προκάλεσε η κατάκτηση της Αμερικής από τους Ισπανούς, της φρίκης για την οποία είναι ικανοί οι άνθρωποι. Στην Καταστροφή των Ινδιάνων[5] γράφει: «Έμπαιναν στα χωριά και δεν άφηναν ούτε παιδιά, ούτε γέρους, ούτε γυναίκες σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση ή ετοιμόγεννες που δεν ξεκοίλιαζαν και κατακομμάταζαν, σαν να είχαν να κάνουν με πρόβατα, που είχαν καταφύγει στις μάντρες τους. Στοιχημάτιζαν ποιος θ’ άνοιγε έναν άντρα με ένα και μόνο χτύπημα του μαχαιριού ή ποιος θα τον έκοβε το κεφάλι μ’ ένα χτύπημα της λόγχης ή θα του έβγαζε τα σπλάχνα. Αρπούσαν τα νήπια από τις μανάδες τους που τα θήλαζαν, τα έπιαναν από τα πόδια και χτυπούσαν το κεφάλι τους στα βράχια. Άλλοι τα σφεντόνιζαν στα ποτάμια, με γέλια και χωρατά, και όταν τα παιδιά έπεφταν στο νερό, έλεγαν. “Τρέμεις, κατεργαράκο”».
Τα γραπτά του αδελφού Βαρθολομαίου έπρεπε να κατασχεθούν γιατί μαρτυρούν ποιοι ήταν στην πραγματικότητα οι πολιτισμένοι και ποιοι οι απολίτιστοι, ποιοι είχαν ανθρωπιά και ποιοι ήταν οι κανίβαλοι. Γράφει για τους ιθαγενείς ότι ήταν «αθόρυβοι, χωρίς μνησικακία, ούτε βιαιότητες, ούτε μαλώματα, χωρίς εμπάθεια, χωρίς μίσος, χωρίς την επιθυμία της εκδίκησης. […] Και ακριβώς σ’ αυτά τα αγαθά πρόβατα, που είναι προικισμένα από τον πλάστη τους με τόσα προσόντα, μόλις τα γνώρισαν οι Ισπανοί σαν λύκοι όρμησαν, τίγρεις, άγρια λιοντάρια πεινασμένα εδώ και πολλές μέρες.»
Τα γραπτά του αδελφού Βαρθολομαίου έπρεπε να κατασχεθούν γιατί μαρτυρούν το κίνητρο της κατάκτησης, την αιτία της φρίκης: «αν οι χριστιανοί σκότωσαν και αφάνισαν τόσες και τόσες ψυχές και τέτοιας ποιότητας, αυτό έγινε μόνο και μόνο για το χρυσάφι».
Η απόφαση
Στο φανταστικό θεολογικό δικαστήριο που επινοεί ο Αλέχο Καρπεντιέρ στο «Η άρπα και η σκιά»[6], η μαρτυρία του αδελφού Βαρθολομαίου βαραίνει αποφασιστικά στην αρνητική κρίση για τον Χριστόφορο Κολόμβο, τον άνθρωπο που εγκαινίασε το δουλεμπόριο στον Νέο Κόσμο, λίγο αφότου τον «ανακάλυψε». Όντως, η μαρτυρία του ντε λας Κάσας, σχεδόν πέντε αιώνες από τότε που συντάχθηκε, παραμένει το βασικό τεκμήριο για την ηθική καταδίκη του αποικισμού της Αμερικής.
Ο Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας δεν ήταν επαναστάτης. Άνθρωπος του Θεού ήταν. Ο Θεός του ήταν Ευρωπαίος και λευκός, ένας Θεός του κόσμου και της εποχής του. Γι’ αυτό άλλωστε έκανε την πρόταση για την «περίεργη φιλάνθρωπη αναπλήρωση» την οποία ειρωνεύεται ο Μπόρχες. Εντούτοις, ο ντε λας Κάσας πήρε μια απόφαση που τον διαφοροποίησε από τον κόσμο και την εποχή του. «Αποφάσισα να μη γίνω ένοχος με τη σιωπή μου, που τόσες ψυχές και πάμπολλα κορμιά χάθηκαν απ’ αυτούς τους τύραννους», γράφει. Με την απόφασή του να μη μείνει σιωπηλός απέναντι στην «ατιμία γύρω του», ο αδελφός Βαρθολομαίος δεν εξέτρεψε τον αδυσώπητο ρου των ιστορικών εξελίξεων. Έγινε όμως μάρτυρας της αλήθειας – μιας αλήθειας αρκετά ενοχλητικής ώστε να θέλουν να την εξαφανίσουν. Μιας αλήθειας που ακόμα και τώρα μας δείχνει ότι πάντοτε έχουμε την επιλογή να μη σωπάσουμε.
Σημειώσεις
1. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Άπαντα τα πεζά 1», μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη.
2. Eduardo Galeano, «Μνήμη της φωτιάς 3, Ο Αιώνας του ανέμου», μετάφραση: Ισμήνη Κανσή, εκδόσεις Πάπυρος.
3. Η απόδοση του ονόματος στα ελληνικά ποικίλλει ανάλογα με τον μεταφραστή ή τη μεταφράστρια.
4. Eduardo Galeano, «Μνήμη της φωτιάς 1, Η Αρχή», μετάφραση: Ισμήνη Κανσή, εκδόσεις Πάπυρος.
5. Βαρθολομαίος ντε λας Κάζας, «Η καταστροφή των Ινδιάνων», μετάφραση: Πηνελόπη Μαξίμου, εκδόσεις Στοχαστής.
6. Αλέχο Καρπεντιέρ, «Η άρπα και η σκιά», μετάφραση: Ισμήνη Κανσή, εκδόσεις Εξάντας.