Είναι γνωστή η ενασχόληση της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη με την προφορική ιστορία, όπως είναι γνωστή και η δουλειά της για τον ρόλο των γυναικών στην εαμική αντίσταση, για τον εμφύλιο από τη σκοπιά των αμάχων κ.λπ. Πριν από λίγο καιρό (φύλλο της 31ης Ιουλίου 2022) η «Εποχή» είχε παρουσιάσει το πιο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» (εκδ. Κουκκίδα).
Υπάρχει σήμερα κάποια συζήτηση ή διαφωνία ανάμεσα στους ιστορικούς που χρησιμοποιούν προφορικές μαρτυρίες ή και για τις Ομάδες Προφορικής Ιστορίας, στη δημιουργία των οποίων πρωτοστατήσατε, με την επίσημη, την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία;
Η ιστοριογραφία, ο τρόπος που γράφεται η ιστορία, αποτελεί μια αντανάκλασή της υπάρχουσας κοινωνίας, και γιατί οι ιστορικοί είναι και αυτοί μέλη της. Οι αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία τούς ωθούν να θέσουν νέα ερευνητικά ερωτήματα, τους οδηγούν σε νέες μεθοδολογικές αναζητήσεις, καθώς και στη δημιουργία νέων οπτικών για το παρελθόν.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ιστορία αναγνωρίστηκε ως επιστήμη και εντάχθηκε στα πανεπιστήμια τον 19ο αιώνα στο πλαίσιο του ρεύματος του θετικισμού, ο οποίος στηρίχτηκε στη μελέτη των αρχείων. Ασχολήθηκε κυρίως με τη στρατιωτική, τη διπλωματική και την πολιτική ιστορία. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν τον 20ό αιώνα και κυρίως μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου (1939-1945), με τα αντιαποικιακά και τα απελευθερωτικά κινήματα έθεσαν νέα ερωτήματα: γράφοντας μια ιστορία βασισμένη μόνο στα αρχεία μπορείς να γράψεις την ιστορία των αποικιοκρατών και όχι των αποικιοκρατούμενων που δεν κρατούσαν αρχεία. Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει και η Προφορική Ιστορία. Η συλλογή προφορικών μαρτυριών έκανε εφικτή την ανάδειξη του ρόλου των «απλών», καθημερινών, ανθρώπων στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Αρχικά, η προφορική ιστορία κάλυψε τα «κενά» της έλλειψης των αρχείων. Στη συνέχεια όμως αναγνωρίστηκε ότι οι υποκειμενικές απόψεις, οι προφορικές μαρτυρίες, διαμορφώνονται πάντα πάνω σε μια υπάρχουσα υλική βάση, σε ένα πραγματικό κοινωνικό υπόβαθρο. Και ο ιστορικός πρέπει να λάβει υπόψη του τόσο τα γεγονότα, τις αντικειμενικές συνθήκες, όσο και τις απόψεις των αφηγητών του. Η έρευνα της υποκειμενικότητας αποτελεί πλέον αντικείμενο της Ιστορίας. Ο ιστορικός μπορεί να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες ακόμα και από όσα δεν του λένε οι αφηγητές του. Οι σιωπές των ανθρώπων για ένα γεγονός είναι εύγλωττες, όπως ακριβώς και της ελληνικής κοινωνίας για τον εμφύλιο πόλεμο.
Όσον αφορά τις Ομάδες Προφορικής Ιστορίας (ΟΠΙ) αποτελούν ένα αυτοφυές, ένα grassroots κίνημα. Τα μέλη τους είναι εθελοντές, ενήλικες, οι περισσότεροι με πανεπιστημιακή μόρφωση. Ξεκινούν «από τα κάτω», από την επιθυμία μιας ομάδας ανθρώπων να συγκεντρώσει, συνήθως, τις μνήμες για τη γειτονιά τους. Αυτοί κάνουν μια πρόσκληση σε όποιον ενδιαφέρεται και οργανώνουν ένα σεμινάριο. Εμείς αναλαμβάνουμε να τους εκπαιδεύσουμε στις βασικές αρχές της προφορικής ιστορίας: τη συλλογή και την αρχειοθέτηση των μαρτυριών, με βάση κάποιες διεθνείς προδιαγραφές. Είναι ερασιτέχνες ιστορικοί. Η λέξη «ερασιτέχνης», όμως, δεν ενέχει μόνο την έννοια της προχειρότητας, της «τσαπατσουλιάς», αλλά και του ανθρώπου που αγαπάει αυτό που κάνει. Προέρχεται από το ρήμα εράω-ώ, που σημαίνει αγαπώ.
Γράφετε για την πίκρα πολλών γονιών που ενεπλάκησαν στη δίνη του εμφυλίου και τα παιδιά τους δεν ήθελαν να τους «βλέπουν». Και οι γονείς όμως απέφευγαν να μιλήσουν για όσα φρικτά έζησαν. Ήταν αυτή η «σιωπή» ένα τραύμα που δημιούργησε τον φόβο για τον «άλλον» και οδήγησε στην απώλεια της καταγεγραμμένης μνήμης;
Ξεκίνησα την ερευνά μου για τον εμφύλιο στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Απευθύνθηκα αρχικά σε όσους με είχαν βοηθήσει να κάνω το διδακτορικό μου για τη συμμετοχή των γυναικών στην εαμική αντίσταση. Πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν να μιλήσουν για τον εμφύλιο. Για τους «απλούς» ανθρώπους της αριστεράς, τους εαμίτες, η αρχική εξήγηση που έδωσα (και μου έδωσαν) ήταν ότι το συναίσθημα του φόβου αποτελούσε ένα κατάλοιπο της εποχής των διώξεων που είχαν υποστεί. Και τα στελέχη όμως που και λόγω εμπειρίας και θέσης και ηλικίας δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα, επέλεγαν τη σιωπή. Πίσω από την άρνηση άφηναν να εννοηθεί ότι στη διάρκεια του εμφύλιου έγιναν πράγματα τα οποία δεν ήταν ανακοινώσιμα.
Όταν ξεκίνησα την έρευνα και στην «απέναντι όχθη», τη δεξιά, αντιμετώπισα πάλι τον φόβο και την καχυποψία όχι μόνο για τη συγκέντρωση προφορικών μαρτυριών αλλά και για τη μελέτη των γραπτών αρχειακών πηγών. Κατέληξα λοιπόν ότι ο φόβος και κατ’ επέκταση η σιωπή αφορούσε όλη την ελληνική κοινωνία. Ήταν πολύ βαθύτερος. Πήγαζε από αυτή καθεαυτή την εμπλοκή του ανθρώπου σε έναν εμφύλιο πόλεμο, η βία του οποίου είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλου πολέμου. Και, καθόλου τυχαία, οι ιστορικοί δεν έχουν πρόσβαση ούτε στα αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Ο εμφύλιος αποτέλεσε και αποτελεί ένα τραύμα για όλη την ελληνική κοινωνία. Ως ολοκληρωτικός πόλεμος δεν άφηνε περιθώρια ουδετερότητας, όλοι ήταν εμπλεκόμενοι. Τα παιδιά των αριστερών ήταν αυτά που πλήρωσαν, ίσως, το μεγαλύτερο τίμημα, γιατί η διάρκεια του επεκτείνεται πολλές δεκαετίες πέρα από την τρίχρονη ένοπλη σύγκρουση.
Θεωρώ ότι, όταν καταφέρουμε ως κοινωνία, να διαπραγματευτούμε τον εμφύλιο, θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε και από πολλές αγκυλώσεις του παρόντος.
Τέλος, θέλω να σημειώσω ότι το τραύμα του εμφυλίου δεν αποτελεί μια ελληνική ιδιορρυθμία. Και στην Ισπανία, που ο εμφύλιος έγινε δέκα χρόνια πριν τον ελληνικό, ακόμα στοιχειώνει τη μνήμη τους.
Ο περίφημος έρανος της Φρειδερίκης το 1947, το «παιδοφύλαγμα», οι παιδοπόλεις, η «φιλανθρωπική» πολιτική του παλατιού, πόσο επηρέασαν την ιδεολογία και την πολιτική που ακολούθησε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού τις επόμενες δεκαετίες;
Η εθνικοφροσύνη, με το τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια» και με συνεκτικό ιστό τον αντικομουνισμό, επικράτησε στηριζόμενη στο κράτος, στο Παλάτι, στην Εκκλησία, καθώς και στη «βοήθεια» των ξένων. Επικράτησε μέσω της προπαγάνδας και της αναμόρφωσης, ανέπτυξε μηχανισμούς επιτήρησης και συστήματα παρακολούθησης, και προσπάθησε να ελέγξει και την αγορά εργασίας: το φρόνημα αποτέλεσε βασικό προσόν για τους διορισμούς στο δημόσιο, και όχι μόνο.
Οι επιβιώσεις της εθνικοφροσύνης στην ιδεολογία και την πολιτική είναι πάρα πολλές. Δεν είναι μόνο η «Χρυσή Αυγή» αλλά, ακόμα και σήμερα, τα πελατειακά δίκτυα καλά κρατούν: οι διορισμοί των «δικών» μας παιδιών και όχι των «άλλων». Επιπλέον, ο εμφύλιος που διεξήχθη στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, μιας παγκόσμιας διαίρεσης, όρισε και τη σκέψη μας σε δίπολα: οι δικοί μας που είναι πάντα καλοί και οι άλλοι που είναι πάντα κακοί. Η επιβολή της καθαρεύουσας, επίσης, μιας γλώσσας τεχνητής που δεν μιλήθηκε ποτέ στην καθημερινότητα, επιβλήθηκε για αρκετές δεκαετίες και υποχρέωσε όσους κατοίκους του ελληνικού κράτους μιλούσαν άλλη γλώσσα ή ντοπιολαλιά να την ξεχάσουν. Αυτά τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα· θεωρήθηκαν «ανεπίδεκτα μαθήσεως» ή ότι δεν «παίρνουν τα γράμματα». Και η γλώσσα πάει παράλληλα με τη σκέψη.
Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα ότι και η μικρή αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας στις «υποκλοπές», οφείλεται σε «μιθριδατισμό»: η παρακολούθηση της ζωής των άλλων, ήταν κάτι σύνηθες. Και η «αναμόρφωση» που επιχειρήθηκε, εκτός από τη βία, συμπεριλάμβανε και τη λήθη, τη σιωπή, γεγονός που είχε δραματικές επιπτώσεις για την επόμενη γενιά.
Είναι άπειρα αυτά που θα μπορούσαμε να πούμε. Όσον αφορά τον Έρανο της Φρειδερίκης, ο οποίος ιδρύθηκε το 1947, αξίζει να σημειώσουμε ότι ενσωματώθηκε στο κοινωνικό σύστημα προνοίας το 2003!
Σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια άμαχοι πρόσφυγες. Συμφωνείτε πως το βιβλίο σας, εκτός από τη συνεισφορά του στην ιστοριογραφία, μπορεί να βοηθήσει πρακτικά στην αντίσταση των λαών - αμάχων εναντίον των «πολεμιστών» τους;
Το βιβλίο «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» συνδυάζει τη μελέτη των αρχειακών πηγών με τις προφορικές μαρτυρίες. Ο στόχος του είναι να περιγράψει τον σημαντικό ρόλο των αμάχων, και κυρίως των αγροτών, στον ελληνικό εμφύλιο. Δεν αντιμετωπίζει τους άμαχους ως απλούς, παθητικούς, θεατές, αλλά ως δρώντα υποκείμενα. Μέσα από τις μαρτυρίες τους οι άμαχοι αποκτούν φωνή, λόγο, και καθίστανται ιστορικά ορατοί. Το βιβλίο φιλοδοξεί επίσης να εξηγήσει τη βιαιότητα με την οποία τα ορεινά χωριά πέρασαν από την ανταλλακτική οικονομία στην οικονομία της αγοράς, πώς επικράτησε «ο παντοδύναμος παράς» ή γιατί ο τουρισμός έφτασε να θεωρείται η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας.
Γενικότερα, η γνώση της ιστορίας, από την προϊστορική εποχή έως τις μέρες μας, ήταν πάντοτε αναγκαία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι βιωμένες εμπειρίες των ανθρώπων που καταγράφονται στο βιβλίο, σε μια εποχή μεγάλων κοινωνικών αναδιαρθρώσεων και αναταράξεων, όπως αυτή που ζούμε, προσφέρουν μια προσβάσιμη κοινωνικά μέθοδο για να ανακαλύψουμε και να κατανοήσουμε το πρόσφατο παρελθόν μας. Και ο στόχος του δεν είναι απλώς να περιγράψει ένα «νεκρό» παρελθόν, αλλά να χρησιμοποιήσουμε τη γνώση για το παρελθόν ώστε να μετασχηματίσουμε το παρόν και να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.
Αν υποθέσουμε ότι και σήμερα διεξάγονται μάχες, ταξικές, ιδεολογικές ή φυλετικές, νομίζετε ότι θα αυξηθούν τα θύματα των αμάχων αυτών των μαχών;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία πολέμων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, όμως, ήδη από τον περασμένο αιώνα, άλλαξε και τον τρόπο που διεξάγονται οι μάχες. Οι πόλεμοι είναι πια ολοκληρωτικοί, καταλαμβάνουν όλες τις διαστάσεις της καθημερινότητας. Και ο ρόλος της προσωπικής ανδρείας μοιάζει να είναι μηδαμινός μπροστά στις «έξυπνες» βόμβες και τα drones. Ήδη από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα περισσότερα θύματα ήταν άμαχοι. Το γεγονός ότι ήταν τόσο αιματηρός ίσως κάνει την ανθρωπότητα να διστάζει να προχωρήσει σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Στον πόλεμο στην Ουκρανία που παρακολουθούμε όλοι διαδικτυακά είναι φανερό πόσο υποφέρουν οι άμαχοι.
Από τη μικρή μου εμπειρία από τις έρευνες της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας του Δήμου Χαλανδρίου (ΟΠΙΔΗΧ), που συμβάλατε με τη Νάση Σιαφάκα στη δημιουργία της, αναρωτιέμαι αν υπάρχει ανάγκη να προλάβουμε τον χρόνο, να σπεύσουμε δηλαδή να καταγράψουμε τα γεγονότα που θα αποτελέσουν την ιστορία που συμβαίνει τώρα και θα γραφεί μετά. Σκέφτομαι τις δολοφονίες του Γρηγορόπουλου, του Φύσσα, τις γυναικοκτονίες, τον τρόπο υποδοχής και του διωγμού από την Ελλάδα των αμάχων προσφύγων, τις συνέπειες της πανδημίας κ.λπ.
Η ΟΠΙΔΗΧ, με συντονίστρια τη Νάση Σιαφάκα, κάνει εξαιρετική δουλειά στο Χαλάνδρι. Έχουν εκδώσει το βιβλίο «Το Χαλάνδρι και οι Χαλανδραίοι τη Δεκαετία 1940», κάνουν ιστορικούς περίπατους στους προσφυγικούς συνοικισμούς με κατοίκους, αλλά και με μαθητές σχολείων, συνεργάζονται με άλλες ΟΠΙ για τη δημιουργία μιας εκδήλωσης για το 1922, συμμετείχαν στη Εβδομάδα Προφορικής Ιστορίας (22-27/10/2022) σε τρία πάνελ, συνεργάζονται με τον Δήμο στο πρόγραμμα για το Αδριάνειο Υδραγωγείο, με στόχο την αλλαγή της πολιτιστικής ταυτότητας του Δήμου, και στην πλατφόρμα που έχει δημιουργηθεί έχουν καταθέσει προφορικές μαρτυρίες για το νερό. Συνεργάζονται, επίσης, με τον Δήμο για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας προφορικών μαρτυριών.
Όσον αφορά το θέμα της συλλογής μαρτυριών για το πολύ πρόσφατο παρελθόν, στα εκπαιδευτικά σεμινάρια προφορικής ιστορίας λέμε ότι από τη στιγμή που θα πεις «τώρα!» είναι πλέον παρελθόν. Και για τη ζωή μας ισχύει ότι το παρελθόν είναι ήδη εγγεγραμμένο στο εκάστοτε παρόν και προδιαγράφει το μέλλον τόσο των ατόμων, όσο και των κοινωνιών. Και για αυτό μπορούμε να πάρουμε μαρτυρίες για το πρόσφατο παρελθόν. Η ΟΠΙΚ (Κυψέλη) και η ΟΠΙΚΟ (Κολωνάκι), δυο γειτονιών με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, είχαν δουλέψει πάνω στην κρίση, που την ονομάσαμε οικονομική και έκαναν και παρουσίαση της δουλειάς τους. Και με την υγειονομική κρίση δημιουργήθηκε η ΟΠΙ-COVID που έχει κάνει αρκετές συνεντεύξεις. Και η ΟΠΙΦΕΜΙΝ ασχολείται με τους φεμινισμούς της μεταπολίτευσης και οι φοιτητές της ΟΠΙ-ΠΕΔΔ (Πολιτική Επιστήμη Δημόσια Διοίκηση) ερευνούν τις καθημερινές πρακτικές των νέων από 17 έως 25 ετών και η ΟΠΙ-ΛΒ (Λαϊκή Βιβλιοθήκη) ερευνά τη ροκ - πανκ σκηνή. Υπάρχουν και άλλες ΟΠΙ – ας με συγχωρήσουν που ξεχνάω.
Τέλος, οι ερασιτέχνες ιστορικοί των ΟΠΙ συλλέγουν και αρχειοθετούν τις προφορικές μαρτυρίες και για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Και έχουν συνείδηση της σπουδαιότητας της δουλειάς τους.